Οι εργαζόμενοι που απεργούν στην Deere, την Kellogg και άλλες αμερικανικές εταιρείες θα επέστρεφαν όλοι στη δουλειά αν ο Κλάρενς Μπάρον μπορούσε να πραγματοποιήσει την ευχή του.

Η Αμερικανοί πρέπει να «μάθουμε το δικό μας μάθημα από τη δική μας αυξημένη αποτελεσματικότητα, τη δική μας αυξανόμενη παραγωγή και τις δικές μας γενναιόδωρες μισθολογικές κλίμακες», έγραψε ο ιδρυτής αυτού του περιοδικού [Barron’s] στις 17 Μαΐου 1926. «Πετάμε τα παλιά μηχανήματα και τμήμα αυτού του άχρηστου εργαλείου είναι το εργατικό σωματείο».

Ο Μπάρον πίστευε ότι η οργανωμένη εργασία ήταν ένα ανεπιθύμητο κατάλοιπο από το συντεχνιακό σύστημα της Ευρώπης που εμπόδιζε την πρόοδο και δεν ήταν ο  μόνος που αμφισβητούσε αν είχε θέση στην Αμερική. Αλλά οι ελπίδες του Μπάρον, της Wall Street και της επιχειρηματικής κοινότητας της Αμερικής διαψεύστηκαν. Αντιθέτως, το κεφάλαιο και η εργασία έχουν εγκλωβιστεί σε μια μακρά και αιματηρή πάλη για εξουσία και κέρδος, με κάθε πλευρά να διεκδικεί το ηθικό υψίπεδο και να κατηγορεί την άλλη ότι επιδιώκει να διαλύσει και να καταστρέψει.

Για έναν αιώνα, το Barron’s έχει καταγράψει αυτή τη διαρκή αψιμαχία, καθώς πρώτα η μία πλευρά κέρδιζε το πλεονέκτημα και στη συνέχεια η άλλη. Το κεφάλαιο βρίσκεται σε άνοδο εδώ και δεκαετίες. Όμως, καθώς οι εργαζόμενοι ξαναβρίσκουν τον εαυτό τους μετά την Covid, με τη δημόσια υποστήριξη στα συνδικάτα να βρίσκεται σε υψηλά 50 ετών, η ισορροπία δυνάμεων μπορεί να αλλάξει ξανά.

Η δεκαετία του ’20 δεν ήταν καλή για την οργανωμένη εργασία, καθώς η ταχεία εκβιομηχάνιση της οικονομίας παρείχε ήδη γενναιόδωρους μισθούς και άφθονες θέσεις εργασίας. Μετά το “σπάσιμο” μιας σειράς απεργιών του 1919, η «κλειστή», ή μόνο για συνδικάτα, επιχείρηση αντικαταστάθηκε από την ανοιχτή επιχείρηση – ή αλλιώς το “Αμερικανικό Σχέδιο” (American Plan), «όπως φαίνεται να προτιμούν οι εργοδότες να το αποκαλούν», έγραψε το Barron’s.

Η δεκαετία του 1930 ήταν μια διαφορετική ιστορία, καθώς η Μεγάλη Ύφεση πέταξε το ένα τέταρτο των αμερικανών εργαζομένων στον δρόμο, ενώ οι εργοδότες αναζητούσαν επιστροφές μισθών από αυτούς που εξακολουθούσαν να εργάζονται. Υπό τον Πρόεδρο Φράνκλιν Ρούζβελτ, η πρώην υπέρ των επιχειρήσεων κυβέρνηση υποστήριξε τα δικαιώματα των εργαζομένων να οργανώνονται και να συμμετέχουν σε συλλογικές διαπραγματεύσεις – μια πρακτική που ο Μπάρον το 1921 ονόμασε «συλλογικό εκβιασμό». Αυτά τα δικαιώματα κατοχυρώθηκαν από τον νόμο Wagner του 1935.

Η συμμετοχή σε συνδικάτα αυξήθηκε κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’30 και του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, φτάνοντας στο αποκορύφωμα σχεδόν το ένα τρίτο του εργατικού δυναμικού του κράτους μέχρι το 1946. Τα μεγάλα συνδικάτα στόχευσαν ακόμη και την καρδιά του εχθρού, τη Wall Street, με μια «ολοκληρωτική προσπάθεια» να εντάξει σε συνδικάτα τον «κόσμο που κάνει τις χαμαλοδουλειές στην οικονομική περιοχή—τους δρομείς, τους μεσίτες, τους ταμίες των τραπεζών», έγραψε το Barron’s στις 28 Οκτωβρίου 1946.

Αλλά η αυξανόμενη δύναμη των συνδικάτων δεν έφερε την εργασιακή ειρήνη. Και ένα ξέσπασμα απεργιών μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, από χαλυβουργούς έως συσκευαστές κρέατος και κινηματογραφικά συνεργεία του Χόλιγουντ, βοήθησε να στρέψει τη λαϊκή και πολιτική γνώμη ενάντια στην οργανωμένη εργασία. Το αποτέλεσμα ήταν ο νόμος Taft-Hartley του 1947, ο οποίος περιόριζε σοβαρά τις δραστηριότητες των συνδικάτων.

Το νομοσχέδιο «πολύ αποτελεσματικά αποδυνάμωσε τη μονοπωλιακή δύναμη» της οργανωμένης εργασίας, έγραψε το Barron’s στις 30 Ιουνίου 1947, αλλά με αυτό δεν επήλθε ειρήνη. Οι στάσεις εργασίας παρέμειναν συχνές. Εγιναν 270 στάσεις με συμμετοχή 1.000 εργατών και πάνω το 1947, φτάνοντας στο μέγιστο των 470 πέντε χρόνια αργότερα και παρέμειναν σε εκατοντάδες ετησίως για δεκαετίες, σύμφωνα με τα στοιχεία του Γραφείου Εργασιακής Στατιστικής.

Η συντριπτική νίκη του Κεφαλαίου ήρθε το 1981, όταν οι ελεγκτές εναέριας κυκλοφορίας των ΗΠΑ ξεκίνησαν μια παράνομη μη ανακοινωμένη απεργία, που πραγματοποιήθηκε χωρίς άδεια του συνδικάτου. Αφού έδωσε στους απεργούς 48 ώρες για να επιστρέψουν, ο Πρόεδρος Ρόναλντ Ρίγκαν απέλυσε περισσότερους από 10.000 που αρνήθηκαν, σπάζοντας την απεργία – και την 50χρονη ισχύ των συνδικατάτων.

«Αυτό μάς φαίνεται σαν μια Μέρα Τιμής της Εργασίας (Labor Day) που θα μείνει στην Ιστορία», έγραψε ο συντάκτης Ρόμπερτ Μ. Μπλάιμπεργκ στο τεύχος της 7ης Σεπτεμβρίου 1981, το οποίο κυκλοφόρησε την Μέρα Τιμής. «Ό,τι και αν πουλάει ο συνδικαλισμός αυτές τις μέρες, ο εργαζόμενος προφανώς δεν αγοράζει», είπε και προσέθεσε: «ούτε οι νομοθέτες».

Τα εργατικά συνδικάτα δεν καταστράφηκαν, όπως είχε προβλέψει ο Μπάρον, αλλά μέχρι το 2020 η συμμετοχή σε αυτά είχε πέσει στο 10,8% του εργατικού δυναμικού και μόλις στο 6,3% στον ιδιωτικό τομέα. Οι στάσεις εργασίας, που αριθμούσαν 145 το 1981, μειώθηκαν σε πέντε το 2009.

Μεταξύ των αλλαγών που έφερε η πανδημία είναι μια νέα ανησυχία μεταξύ των εργαζομένων, πολλοί από τους οποίους έχουν εγκαταλείψει το εργατικό δυναμικό ή άλλαξαν καριέρα. Η προκύπτουσα «εργατική κρίση» αύξησε τους μισθούς και ενθάρρυνε τους εργαζόμενους να αγωνιστούν για καλύτερες συμβάσεις. Οι στάσεις εργασίας το 2021 έχουν ήδη ξεπεράσει τις 10 του περασμένου έτους και αυτό μπορεί να είναι μόνο η αρχή.

Όπως το έθεσε ο τίτλος του Barron’s νωρίτερα αυτόν τον μήνα, «Οι εργαζόμενοι έχουν κουραστεί από τις χαμηλές αμοιβές και τα άθλια οφέλη. Οι λόγοι που έρχονται περισσότερες απεργίες».

Μεταφράστηκε στα Ελληνικά από τον Οικονομικό Ταχυδρόμο