Για ένα αμερικανικό έμβλημα όπως η Coca-Cola, η πολιτική που ασκείται είναι προσεκτική, ειδικά για θέματα διχαστικά όπως το φυλετικό και τα δικαιώματα των ψηφοφόρων. Η εταιρεία αναψυκτικών έδρασε εντυπωσιακά το 1964 όταν η ελίτ της Ατλάντα –έδρα της Coca-Cola και του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ- απείλησε να σνομπάρει τον ηγέτη των ανθρωπίνων δικαιωμάτων κατά την επιστροφή του από την απονομή του Νόμπελ Ειρήνης. Εχοντας να αντιμετωπίσουν μια πιθανή αποτυχία, τα στελέχη της Coca-Cola εργάστηκαν παρασκηνιακά ώστε να πείσουν άλλους βιομήχανους να παραστούν σε δείπνο προς τιμήν του Κινγκ και μάλιστα τραγούδησαν τον μαζί τον ύμνο «We Shall Overcome”.

Η Coca-Cola ανέλαβε αντίστοιχο ρόλο και φέτος, πριν και μετά τον Μπράϊαν Κεμπ, τον Ρεπουμπλικάνο κυβερνήτη της Τζόρτζια ο οποίος υπέγραψε νόμο ο οποίος –σύμφωνα με επικριτές- θα περιορίσει τα δικαιώματα των μαύρων ψηφοφόρων. Οι διακριτικές προσπάθειες της εταιρείας να «στρογγυλέψει» πτυχές του νομοσχεδίου πριν την ψήφισή του, γύρισε μπούμερανγκ δύο φορές. Πρώτα, οι οργανώσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα την κατηγόρησαν για μικροψυχία. Αργότερα δε, όταν ο επικεφαλής της Τζέιμς Κουίνσι, συμπαρατάχθηκε με άλλες εταιρείες της Ατλάντα όπως η Delta Air Lines εκφράζοντας την απογοήτευσή τους στο αποτέλεσμα, οι Ρεπουμπλικάνοι χαρακτήρισαν την Coke και τους υπόλοιπους υποκριτές.

Στις 14 Απριλίου, εκατοντάδες επιχειρήσεις, περιλαμβανομένων γιγάντων της τεχνολογίας όπως Amazon και Google, μαζί με εξέχοντες επιχειρηματίες όπως ο Γουόρεν Μπάφετ, δημοσίευσαν επιστολή με την οποία εξέφραζαν την αντίθεσή τους σε οποιαδήποτε νομοθεσία που υποστηρίζει διακρίσεις και εγείρει προβλήματα στο δικαίωμα της ψήφου. Ενας εξ’ αυτών, ο Κένεθ Φρέιζιερ, της φαρμακοβιομηχανίας Merck, δήλωσε στους New York Times ότι η παρέμβαση αυτή δεν είχε κομματικό χαρακτήρα, ενώ ο Γουίλιαμ Τζόρτζ του πανεπιστημίου του Χάρβαρντ υποστήριξε ότι οποιαδήποτε καταπίεση ψηφοφόρου θέτει σε κίνδυνο τη δημοκρατία και τον καπιταλισμό.

Οι Ρεπουμπλικάνοι, που προωθούν τα νομοσχέδια σε απάντηση για το μεγάλο ψέμα του Ντόναλντ Τραμπ ότι έχασε τις προεδρικές εκλογές λόγω εκτεταμένης απάτης, χαρακτηρίζουν αυτή την παρέμβαση ξεκάθαρα πολιτική. Ωστόσο, τα γεγονός ότι τόσο πολλά δημοφιλή εμπορικά ονόματα και επιχειρηματίες ασκούν πίεση στο κόμμα των Ρεπουμπλικάνων –που είναι παραδοσιακά φιλικό προς το επιχειρείν- δείχνει ότι οι αμερικανοί επιχειρηματίες είναι αποφασισμένοι να σπάσουν τον κώδικα πολιτικής αφωνίας που ίσχυε από την αυγή του Αμερικανικού καπιταλισμού.

Γιατί; Και ποιον αντίκτυπο θα έχει τελικά στις επιχειρήσεις τους;

Το αμερικανικό επιχειρείν χτίστηκε πάνω σε μια καινοτομία –την εταιρεία μετοχών- που επέτρεπε στις επιχειρήσεις να ασκούν πολιτική «μέχρι εκεί που έφτανε το χέρι τους». Πριν την καθιέρωση αυτής της εταιρικής δομής στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα, οι εταιρείες έπρεπε να εξασφαλίζουν κυβερνητική άδεια για να λειτουργούν, που συχνά οδηγούσε σε λάδωμα πολλών επίσημων χεριών. Στη συνέχεια, το μόνο που χρειάζονταν ήταν ένα επιχειρηματικό σχέδιο και πρόθυμους επενδυτές. Το αποτέλεσμα ήταν να δημιουργηθεί το πιο γόνιμο επιχειρηματικό περιβάλλον στην ιστορία.

Στις αρχές του 20ου αιώνα, πολλοί ειχειρηματίες έκαναν χρήση του πλούτου των εταιρειών τους για να αγοράσουν πρόσβαση στην κυβέρνηση και πολιτικές χάρες. Στον απόηχο του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου, η πόρτα μεταξύ βιομηχανίας και πολιτικών γραφείων ήταν περίπου ορθάνοιχτη.

Ο «Ηλεκτρικός» Τσάρλι Γουίλσον, ιδιοκτήτης της General Electric και ο «Μηχανικός» Τσάρλι Γουίλσον της General Motors, εργάσθηκε για αρκετές κυβερνήσεις στη διάρκεια των δεκαετιών του 1940 και 1950. Η περίοδος μέχρι τα 1960 ήταν ένα διάστημα το οποίο ο οικονομολόγος Τζον Κένεθ Γκάλμπρειθ χαρακτήρισε «αντισταθμιστική δύναμη». Οι μεγάλες επιχειρήσεις βρίσκονταν σε μια καλά ισορροπημένη σχέση με την μεγάλη κυβέρνηση και τα μεγάλα συνδικάτα. Μερικοί CEOs συμπεριφέρονταν σαν πολιτικοί βιομήχανοι, προσφέροντας δια βίου θέσεις εργασίας, χτίζοντας χωριά και γήπεδα γκολφ και παρουσιάζοντας τους εαυτούς τους ως φύλακες της κοινωνίας.

Αυτή η ισορροπία κλονίσθηκε στη δεκαετία του 1970 από τον Μίλτον Φρίντμαν, τον νομπελίστα οικονομολόγο υπέρμαχο της θεωρίας της ελεύθερης οικονομίας. Ο Φρίντμαν υποστήριξε ότι η μοναδική ευθύνη των διευθυντικών στελεχών ήταν απέναντι στους μετόχους τους. Για όσο οι αγορές ήταν ελεύθερες και ο ανταγωνισμός σκληρός, η μεγιστοποίηση της αξίας του μετόχου θα βοηθούσε την κοινωνία, διασφαλίζοντας καλύτερα προϊόντα για τους πελάτες και καλύτερες συνθήκες για τους εργάτες. Οι επιχειρήσεις που απέτυχαν και στα δύο αυτά θα έβλεπαν τους αγοραστές και τους υπαλλήλους τους να στρέφονται σε ανταγωνίστριες εταιρείες. Ρεπουμπλικάνοι, όπως ο Ρόναλντ Ρίγκαν, υιοθέτησαν τη θεωρία Φρίντμαν συρρικνώνοντας την κυβέρνηση και απελευθερώνοντας την οικονομία. Αυτό ανέδειξε το κύμα των μεγάλων επιχειρήσεων και την κουλτούρα των σελέμπριτι CEOs των δεκαετιών του 1980 και 1990. Οι επιχειρηματίες, ακόμη και σ΄ αυτό το περιβάλλον, ήταν εγκρατείς στα πολιτικά θέματα και βασίζονταν σε πληρωμένους λομπίστες και βιομηχανικές οργανώσεις για να προωθούν τα συμφέροντά του, κυρίως φόρους, νομοθεσία, μεταναστευτικό, που δυνητικά μπορούσαν να επηρεάσουν τους υπαλλήλους τους, αφήνοντας εκτός κάθε άλλη ευρύτερη πολιτική παρέμβαση.

Το επιχειρηματικό χρήμα εξακολουθεί να εισρέει στην πολιτική. Όμως τα τελευταία χρόνια συνοδεύεται από έναν παράλληλο ακτιβισμό εκ μέρους των διευθύνοντων συμβούλων. Η Weber Shandwick, εταιρεία δημοσίων σχέσεων, χρονολογεί αυτό το φαινόμενο στο 2004 όταν η Μέριλιν Κάρλσον Νέλσον, ιδιοκτήτρια των εταιρειών Carlson –εταιρεία ταξιδίων- πήρε θέση κατά του trafficking. Οι συνάδελφοί της, στην ταξιδιωτική βιομηχανία θεώρησαν πως μια τέτοια στάση έπληττε τη στάση ουδετερότητας της βιομηχανίας. Αντίθετα, η Κάρλσον Νέλσον έγινε δεκτή ως ηρωίδα από τους πελάτες, κάτι που σημείωσαν τόσο τα στελέχη όσο και οι βιομηχανίες. Ετσι, αρχικά με κάποια διστακτικότητα και κατόπιν πιο ενεργά τα τελευταία πέντε χρόνια, άρχισαν να παίρνουν θέση σε θέματα όπως τα κινήματα #MeToo, Black Lives Matter μέχρι νόμους θρησκευτικής ελευθερίας, χρήσης όπλων, δικαιώματα ομοφυλόφιλων κ.α. Οι διχαστικές πράξεις του Τραμπ, όπως η προσωρινή απαγόρευση σε επισκέπτες από κάποιες μουσουλμανικές χώρες, η απόσυρση από τη συμφωνία του Παρισιού για το κλίμα και η αντίδραση στις φυλετικές διαδηλώσεις, προκάλεσαν κατακραυγή στον εταιρικό κόσμο της Αμερικής (ακόμη κι αν ευνοήθηκαν φορολογικά).

Η προεδρία Τραμπ συνέπεσε με μια περίοδο υποχώρησης της δημόσιας εμπιστοσύνης προς την κυβέρνηση, την ίδια στιγμή που η εμπιστοσύνη απέναντι στις επιχειρήσεις αυξανόταν. Παρά την εικόνα των εταιρειών και των επιχειρηματιών ως υπηρέτες του άκαρδου καπιταλισμού, οι Αμερικανοί εμπιστεύονται τις επιχειρήσεις λίγο περισσότερο απ΄ όσο την κυβέρνηση ή τις ΜΚΟ. Δημοσκόπηση της Edelman, εταιρείας δημοσίων σχέσεων, αποκαλύπτει ότι το 63% των Αμερικανών πιστεύουν ότι οι CEOs θα πρέπει να παρεμβαίνουν όταν οι κυβερνήσεις δεν διορθώνουν τα προβλήματα της κοινωνίας. Αντιδρώντας σ΄αυτό το μήνυμα, τα μέλη του Επιχειρηματικής Στρογγυλής Τράπεζας (Βusiness Roundtable) των ΗΠΑ –μαζί με τους επικεφαλής 150 εισηγμένων εταιρειών στον δείκτη S&P 500- σε συνεδρίασή τους τον Αύγουστο του 2019 δεσμεύθηκαν να εξετάζουν όχι μόνο τα συμφέροντα των μετόχων, αλλά ταυτόχρονα, των εργαζόμενων, προμηθευτών, πελατών, του περιβάλλοντος και άλλων «μεριδιούχων» στις επιχειρηματικές αποφάσεις τους.

Το πρόβλημα μ΄ αυτή τη νέα προσέγγιση των CEOs είναι η έλλειψη διαφάνειας ως προς τα κίνητρά τους και τον αντίκτυπο, τόσο στα ίδια τα θέματα όσο και στις επιχειρήσεις στο όνομα των οποίων ασκείται. Παρ΄ ότι το μεγαλύτερο μέρος αυτού του ακτιβισμού έχει καλές προθέσεις, υπάρχουν υποψίες υποκρισίας. Η North Face αρνήθηκε, πριν τα Χριστούγεννα, παραγγελία για 400 ακριβά τζάκετ από εταιρεία πετρελαίου στο Τέξας επειδή δεν ήθελε το όνομά της να σχετισθεί με τα ορυκτά καύσιμα. Στη διάρκεια του μήνα, μια ένωση της βιομηχανίας πετρελαίου του Κολοράντο βράβευσε την εταιρεία για υποκρισία υποστηρίζοντας ότι πολλά από τα ρούχα της North Face κατασκευάζονται από παράγωγα του πετρελαίου –περιλαμβανομένων των τζάκετ.

Σε όρους αντίκτυπου, ο εταιρικός ακτιβισμός μπορεί να εξελιχθεί σε μπούμερανγκ αν το μέλος κατά του οποίου στρέφεται «στηλώσει τα πόδια». Ο Τζέφρι Σόνενφελντ του πανεπιστημίου του Yale, που οργάνωσε μια συγκέντρων CEOs στις 10 Απριλίου για να συζητήσουν θέματα νομοθεσίας ψηφοφόρων, παραδέχθηκε ότι υπήρξε κομματική παρέμβαση. Πιστεύει ότι τόσον οι επιχειρήσεις, όσο και ο Πρόεδρος Μπάιντεν μοιράζονται κοινό ενδιαφέρον στο θέμα αυτό. Εχοντας να αντιμετωπίσουν αντίδραση και από άλλες εταιρείες, οι Ρεπουμπλικάνοι ενδέχεται να πιέσουν πιο αποφασιστικά με τη νομοθεσία περιορισμού των ψηφοφόρων, ώστε να δείξουν πυγμή.

Οι επικεφαλής εταιρειών υποστηρίζουν ότι απλώς δεν έχουν άλλη επιλογή από το να αντιμετωπίσουν τις κοινωνικές ανησυχίες επειδή, στην εποχή των κοινωνικών δικτύων, οι πελάτες, εργαζόμενοι και οι μέτοχοι το απαιτούν. Τα στοιχεία για αυτές τις υποθέσεις είναι ανάμικτα.

Αρχίζοντας από τους καταναλωτές. Ορισμένες δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι οι υποστηρικτές κάθε κόμματος θα αγόραζαν περισσότερα αγαθά από εταιρείες που κλίνουν είτε δεξιά είτε αριστερά. Όμως, άλλες έρευνες δείχνουν ότι οι καταναλωτές θυμούνται περισσότερο ένα προιόν το οποίο σταμάτησαν να χρησιμοποιούν αντιδρώντας σε κάποιες δηλώσεις ενός CEO και λιγότερο επειδή άρχισαν να το χρησιμοποιούν προς υπεράσπιση.

Ο αντίκτυπος στους εργαζόμενους είναι επίσης ελλιπής. Πολλές τεχνολογικές εταιρείες στην οικονομία της γνώσης προβάλουν περιχαρείς τις αριστερές τους πεποιθήσεις πιστεύοντας ότι έτσι θα προσελκύσουν ευφυείς νέους που έχουν τις ίδιες απόψεις. Όμως κάτι τέτοιο μπορεί να ξεφύγει. Η Lincoln Network, μια συντηρητική εταιρεία συμβούλων, σε έρευνά της αποκάλυψε ότι οι εταιρείες που προωθούν πολιτική ατζέντα κινδυνεύουν να καλλιεργήσουν μια μονο-κουλτούρα η οποία εμποδίζει τη δημιουργικότητα.

Τέλος, είναι οι μέτοχοι. Τα διευθυντικά στελέχη σπανίως συμβουλεύονται τους μετόχους πριν εκδώσουν πολιτικές ανακοινώσεις. Ο Λούσιαν Μπέλτσουκ, του πανεπιστημίου του Harvard, αποκάλυψε ότι ανάμεσα στους υπογράφοντες του κοινού ανακοινωθέντος του Business Roundtable, μόλις ένας από τους 48 για τους οποίους υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία, συμβουλεύθηκαν τα διοικητικά τους συμβούλια πριν. Αυτό σημαίνει ότι πολλή από τη ρητορική αυτή είναι απλά ανέξοδη φρασεολογία.

Οι επενδυτές φαίνεται πως ετσι το βλέπουν. Οι μετοχικές τιμές των εταιρειών του δείκτη S&P 500, των οποίων οι επικεφαλής υπέγραψαν τη δήλωση- που σημαίνει ότι οι μέτοχοι θα πρέπει να μοιραστούν τα κέρδη με άλλους μεριδιούχους- συμεριφέρθηκαν όπως ακριβώς οι μετοχικές τιμές άλλων εταιρειών, των οποίων τα διευθυντικά στελέχη δεν υπέγραψαν την κοινή δήλωση. Αυτό υπονοεί ότι οι αγορές δεν θεώρησαν τη ρητορική ως άξια σημασίας. Το γεγονός πως μερικοί από τους υπέρμαχους του μετοχικού καπιταλισμού, όπως η Salesforce, απέλυσαν εργαζόμενους εν μέσω της πανδημίας παρά τα έσοδα ρεκόρ, σημαίνει ότι οι επενδυτές κάτι έχουν καταλάβει.

Εν καιρώ, οι ίδιοι οι μέτοχοι ίσως γίνουν περισσότεροι πολιτικοί. Η αύξηση των επενδυτικών κεφαλαίων που εξετάζουν περιβαλλοντικά, κοινωνικά και θέματα διακυβέρνησης, σημαίνει ότι υπάρχει διάθεση για ορισμένες μορφές κοινωνικού ακτιβισμού στην κατανομή κεφαλαίων και ότι οι επενδυτές είναι συχνά πρόθυμοι να δεχθούν κάπως μικρότερες αποδόσεις στα εταιρικά ομόλογα που συνδέονται με μετρήσεις που κάνουν καλό στην κοινωνία. Ο Ρομπέρτο Ταλαρίτα, του πανεπιστημίου του Χάρβαρντ, σε 10ετή έρευνά του για την αξία των προτάσεων κοινής ωφέλειας στις επιχειρήσεις του S&P 500, βρήκε ότι στην πραγματικότητα αυτές οι προτάσεις δεν έχουν πέραση. Ωστόσο, η υποστήριξη τέτοιων προτάσεων αυξάνεται. Το 2010, το 18% των μετόχων ψήφισαν υπέρ, κατά μέσον όρο. Το 2019, το ποσοστό αυτό ανέβηκε στο 28%. Κάποια ημέρα, η αίθουσα διοίκησης μπορεί να γίνει εξίσου πολιτική όσο ένα μικρό γραφείο. Μέχρι τότε, το μόνο που θα καταφέρουν οι δηλώσεις των CEOs είναι να γίνουν πιο ηχηρές.

© 2021 The Economist Newspaper Limited. All rights reserved. Άρθρο από τον Economist το οποίο μεταφράστηκε και δημοσιεύθηκε με επίσημη άδεια από τον Οικονομικό Ταχυδρόμο. Το πρωτότυπο άρθρο βρίσκεται στο www.economist.com

Πρόσφατα Άρθρα