Η Betsy Holden ήταν αντιπρόεδρος στρατηγικής και νέων προϊόντων στην Kraft, μια τεράστια εταιρεία τροφίμων, όταν έμεινε έγκυος για δεύτερη φορά. «Κανείς δεν έχει κάνει ποτέ αυτή τη δουλειά με δύο παιδιά», ανησυχούσε το αφεντικό της που είναι άντρας. «Πόσα παιδιά έχετε;» Ρώτησε η κ. Holden. «Δύο», απάντησε.

Αυτό το διττό πρότυπο είναι μόνο ένα από τα εμπόδια που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες στελέχη, όπως αναφέρεται στο “Power Moms”, το νέο βιβλίο της Joann Lublin, πρώην αρθρογράφου της Wall Street Journal. Η συγγραφέας επικεντρώνεται σε δύο ομάδες γυναικών ηγετών. Η πρώτη ομάδα ήταν οι baby-boomers, αυτές που γεννήθηκαν μεταξύ 1946 και 1964. Αυτές ήταν συχνά οι μόνες γυναίκες στην ανώτατη διοίκηση των εταιρειών τους. Αντιμετώπιζαν μεγάλη πίεση να είναι αφοσιωμένες μητέρες, ενώ είχαν μικρή υποστήριξη από τους συζύγους τους και ήταν απρόθυμες να ζητήσουν μειωμένα ωράρια φοβούμενες ότι θα φαινόταν ότι δεν δείχνουν αρκετά αφοσιωμένες  στην εργασία τους. Το άγχος για αυτές τις γυναίκες ήταν τεράστιο, ειδικά επειδή ένιωθαν ανίκανες να συζητήσουν τα γονεϊκά τους προβλήματα με άντρες συναδέλφους.

Η δεύτερη ομάδα γυναικών, αυτές που γεννήθηκαν μεταξύ 1974 και 1985, απαρτιζόταν από γυναίκες συναδέλφους στην ανώτατη διοίκηση, ανέμενε (και συνήθως λάμβανε) υποστήριξη από τους συζύγους τους, και επωφελήθηκε από προνόμια που παρείχαν οι εργοδότες, όπως άδεια μητρότητας και ευέλικτη εργασία. Ήταν σε θέση να είναι πιο ανοιχτές με τους συναδέλφους τους για τα γονεϊκά τους καθήκοντα. Αυτή η νεότερη γενιά έχει εντρυφήσει στην «εναλλαγή μεταξύ εργασίας – προσωπικής ζωής» κατά την οποία μεταπίπτουν από την προσωπική στην επαγγελματική τους ζωή κατά τη διάρκεια της ημέρας, καταφέρνοντας να παραβρεθούν σε ένα συμβούλιο πριν πάνε τα παιδιά τους στο γιατρό και μετά να επιστρέψουν στο γραφείο.

Η παλαιότερη γενιά χάραξε το μονοπάτι και διευκόλυνε τις γυναίκες που ακολουθούσαν. Μελέτη του Harvard Business School δείχνει ότι οι ενήλικες κόρες των απασχολούμενων μητέρων είναι πιο πιθανό να γίνουν ανώτερα στελέχη και να κερδίζουν υψηλότερα εισοδήματα, ενώ οι γιοι είναι πιθανό να αφιερώσουν περισσότερο χρόνο φροντίζοντας τα μέλη της οικογένειας τους. Και οι επιχειρήσεις είναι τώρα πολύ πιο πρόθυμες να προωθήσουν γυναίκες, οι οποίες αποτελούν πάνω από το ένα πέμπτο των ανώτερων στελεχών σε αμερικανικές εταιρείες, σε σύγκριση με μόλις το 10% το 1996. Μερικές εταιρείες είναι εξαιρετικά εξυπηρετικές, για παράδειγμα παρέχουν δωμάτια όπου οι μητέρες μπορούν να αντλούν γάλα, νεροχύτες για να ξεπλένουν την αντλίες στήθους και ακόμη και υπηρεσίες ταχυμεταφοράς για να παραδοθεί το γάλα όταν βρίσκονται σε  επαγγελματικό ταξίδι.

Αλλά ακόμη υπάρχει πολύς δρόμος. Μόνο το 27% των Αμερικανών εργοδοτών πρόσφεραν γονική άδεια μετ’ αποδοχών το 2019. Αυτό το ποσοστό μπορεί να είναι αρκετά αυξημένο από το 17% που ήταν  το 2016, αλλά εξακολουθεί να αφήνει ακάλυπτες πολλές μητέρες. Ακόμα και όταν υπάρχει άδεια, πολλές γυναίκες δεν την εκμεταλλεύονται πλήρως. Μια έρευνα ανάμεσα σε γυναίκες που εργάζονται στη βιομηχανία τεχνολογίας το 2018 διαπίστωσε ότι το 44% των γυναικών που είχαν λάβει άδεια μητρότητας πήραν λιγότερο χρόνο απ’ ό,τι δικαιούνταν, επειδή πίστευαν ότι μια μεγαλύτερη άδεια θα επηρέαζε αρνητικά τη σταδιοδρομία τους.

Οι εργαζόμενες μητέρες εξακολουθούν να είναι πολύ πιεσμένες. Οι μητέρες που απασχολούνται σε εργασίες πλήρους απασχόλησης ξοδεύουν κατά δύο τρίτα περισσότερο χρόνο για σίτιση, μπάνιο και φροντίδα των παιδιών τους (σε ηλικίες κάτω των έξι) από ό,τι οι εργαζόμενοι σύζυγοί τους. Εξακολουθούν να παλεύουν με τις ενοχές. Ένα στέλεχος μιλούσε στο τηλέφωνο με έναν σημαντικό πελάτη στο γραφείο της, καθώς το ανυπόμονο παιδάκι της χτυπούσε την πόρτα ουρλιάζοντας συνεχώς: «Δεν με αγαπάς». Δεν πρέπει να εκπλήσσει κανέναν το γεγονός ότι, σύμφωνα με μελέτη, τα επίπεδα χρόνιου στρες είναι 40% υψηλότερα σε γυναίκες που εργάζονται και μεγαλώνουν δύο παιδιά από ό,τι σε γυναίκες χωρίς παιδιά. Ακόμη χειρότερα, οι εργαζόμενες γυναίκες που δούλευαν περισσότερο από 60 ώρες την εβδομάδα είχαν περισσότερες από τρεις φορές περισσότερες πιθανότητες να αναπτύξουν καρδιακές παθήσεις, καρκίνο, ή διαβήτη από ό,τι αν δούλευαν με ένα συμβατικό ωράριο 40 ωρών.

Παρά την πρόοδο που έχει επιτευχθεί από γυναίκες στελέχη, τα πράγματα είναι ακόμη πιο δύσκολα για τη συντριπτική πλειονότητα των εργαζόμενων μητέρων. Πολλές εργάζονται σε μικρότερες επιχειρήσεις, όπου οι παροχές μητρότητας και οι ευέλικτες ώρες είναι λιγότερο πιθανό να είναι διαθέσιμες. Πολλές είναι χαμηλόμισθες ή εργάζονται σε τομείς όπως η υγειονομική περίθαλψη και το λιανικό εμπόριο, όπου ήταν αδύνατο να εργαστούν εξ αποστάσεως κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Η συγγραφέας γράφει ότι «τίποτα δεν είναι πιο σημαντικό για την επαγγελματική επιτυχία μιας εργαζόμενης μητέρας από την παροχή υψηλής ποιότητας αξιόπιστη φροντίδα για παιδιά» και για πολλές γυναίκες που δεν είναι στελέχη, αυτό είναι ένας διαρκής πονοκέφαλος.

Συνιστά θετική είδηση το γεγονός πως όλο και μεγαλύτερος αριθμός γυναικών αναρριχάται σε υψηλότερες διοικητικές θέσεις, όχι μόνο για όρους ισότητας αλλά κι επειδή μια οικονομία οφείλει να εκμεταλλεύεται όλη τη δεξαμενή των ταλέντων της. Χρειάζεται, ωστόσο, να επιτευχθεί ακόμη πολλή πρόοδος για να βοηθηθεί η μεγάλη πλειονότητα των γυναικών, για να ισορροπούν μεταξύ σπιτιού και επαγγελματικής ζωής, τουλάχιστον με την παροχή κοινωνικών επιδομάτων για την κάλυψη των παιδιών. (Για την ώρα)  υπάρχουν περισσότερες γυναίκες που εργάζονται ως καθαρίστριες, μαγείρισσες και σε άλλες παρόμοιες εργασίες απ’ ό,τι (γυναίκες) διευθυντικά στελέχη.

© 2021 The Economist Newspaper Limited. All rights reserved. Άρθρο από τον Economist το οποίο μεταφράστηκε και δημοσιεύθηκε με επίσημη άδεια από τον Οικονομικό Ταχυδρόμο. Το πρωτότυπο άρθρο βρίσκεται στο www.economist.com

Πρόσφατα Άρθρα