Ο πληθωρισμός στη Γερμανία ξεπέρασε το 2% τον Απρίλιο. Εάν οι τελευταίες προβλέψεις της Μπούντεσμπανκ αποδειχθούν ορθές, θα αγγίξει σύντομα το 4% για πρώτη φορά σε περίπου 30 χρόνια. Το άγχος του πληθωρισμού αυξάνεται ανάμεσα στα νομισματικά γεράκια της χώρας. Οι επείγουσες ανάγκες της πανδημίας φίμωσαν τη γερμανική γκρίνια για την υπερ-χαλαρή νομισματική πολιτική της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Όμως, καθώς ο πληθωρισμός αυξάνεται, το ίδιο θα γίνεται με τις ανακλαστικές γερμανικές απαιτήσεις για διακοπή του προγράμματος αγοράς ομολόγων.

Τέτοιες κραυγές θα είναι εσφαλμένες. Η ανάκαμψη της Ευρώπης είναι πιο υποτονική σε σχέση με τις ΗΠΑ, δημιουργώντας αισιοδοξία πως η άνοδος του πληθωρισμού θα αποδειχθεί παροδική. Και τα ενδιαφέροντα των ασθενέστερων μελών της Ευρωζώνης, που πασχίζουν να ανακάμψουν, θα πρέπει να τεθούν σε προτεραιότητα.

Ο υπερ-πληθωρισμός της δεκαετίας του 1920 χάραξε βαθιά στον ψυχισμό των Γερμανών τον φόβο του πληθωρισμού. Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, η Μπούντεσμπανκ απέκτησε την φοβερή φήμη ότι ήταν η πρώτη που εξημέρωσε το τέρας του πληθωρισμού. Στις αρχές της δεκαετίας του 2000, λίγο μετά τη γέννηση του ευρώ, η Γερμανία μείωσε το μισθολογικό κόστος και οι οικονομίες της νότιας Ευρώπης έχασαν σε ανταγωνιστικότητα. Καθώς οι νότιοι ανακάμπτουν από τις κρίσεις χρέους, περιόρισαν το χάσμα μειώνοντας το δικό τους εργατικό κόστος, ενώ η Γερμανία έκανε ελάχιστα για να προσαρμοστεί. Αυτό έθεσε την Ευρωζώνη σε ένα αποπληθωριστικό μονοπάτι. Η οικονομία της περιοχής του ευρώ ποτέ δεν ανέκαμψε πλήρως, παρότι η ΕΚΤ έχει κάνει χρήση του μεγαλύτερου μέρους του οπλοστασίου της.

Αυτή η χαμένη δεκαετία είναι ένας λόγος γιατί η σπειροειδής πορεία μισθών και τιμών στην Ευρώπη είναι απίθανο να εξαφανιστεί ακόμη κι αν η υπερθέρμανση είναι μια πιθανότητα στην Αμερική. Επιπλέον, το πλήγμα από την πανδημία στην Ευρώπη ήταν μεγαλύτερο. Η παραγωγή στην ζώνη του ευρώ υποχώρησε περισσότερο απ’ ό,τι στην Αμερική πέρυσι. Παρά το γεγονός αυτό, το δημοσιονομικό πακέτο τόνωσης φαίνεται φτωχό σε σύγκριση με τη γενναιοδωρία της κυβέρνησης Μπάιντεν. Το Ταμείο Ανάκαμψης των 750 δις ευρώ της Ε.Ε. θα πάρει χρόνια μέχρι να απορροφηθεί πλήρως. Οι επενδυτές περιμένουν τον πληθωρισμό σε πέντε χρόνια να βρίσκεται κάτω από τον στόχο της ΕΚΤ για “κοντά ή κάτω από το 2%”. Οι προσδοκίες στην Αμερική, αντίθετα, είναι για πληθωρισμό πάνω από 2%.

Περαιτέρω διαβεβαίωση μπορεί να εξαχθεί από την ανάλυση της μηχανικής πίσω από την άνοδο του πληθωρισμού στη Γερμανία. Όπως και στην Αμερική, αντανακλά κάποιους παροδικούς παγκόσμιους παράγοντες, περιλαμβανομένης της κατάρρευσης των τιμών πετρελαίου πέρυσι την άνοιξη που πίεσε τη βάση σύγκρισης για τον υπολογισμό του ετήσιου ποσοστού. Αφαιρώντας τις τιμές τροφίμων και ενέργειας, ο πληθωρισμός στη Γερμανία ήταν μόλις 1% τον Απρίλιο. Ορισμένα προσωρινά θέματα επίσης παίζουν ρόλο. Η επιβάρυνση στον άνθρακα ώθησε τις τιμές ψηλότερα και η έκτακτη μείωση του ΦΠΑ πέρυσι θα ενισχύσει τον πληθωρισμό αριθμητικά αργότερα στη διάρκεια του έτους. Κοιτάξτε στην εφοδιαστική αλυσίδα και μάλλον θα τρομάξετε με τον πληθωρισμό τιμών παραγωγού στη Γερμανία, που ήταν άνω του 5% τον Απρίλιο. Όμως, αυτό θα κάτσει καθώς τα εργοστάσια και οι προμηθευτές αντιδρούν στην έκρηξη των παραγγελιών.

Ισως, ο μεγαλύτερος λόγος γιατί η Γερμανία θα πρέπει να ανεχτεί μια περίοδο υψηλότερου πληθωρισμού είναι ότι η υγεία της Ευρωζώνης εξαρτάται από αυτή. Η δραστηριότητα επανεκκινεί σε όλη την περιοχή του ευρώ καθώς προχωρά ο εμβολιασμός και αίρονται οι περιορισμοί στις μετακινήσεις. Η Γερμανία έχασε μικρότερο έδαφος για να καλύψει. Επεσε σε βαθιά ύφεση πέρυσι, με την οικονομία να συρρικνώνεται κατά 5%, όμως τα πήγε καλύτερα σε σύγκριση με τη Γαλλία, την Ιταλία και την Ισπανία, όπου το ΑΕΠ μειώθηκε περίπου σε διπλάσιο ποσοστό. Η ανεργία στη Γερμανία παραμένει χαμηλή, στο 4,5%. Η εξάρτησή της στην μεταποίηση και τις εξαγωγές αποδείχθηκε πλεονέκτημα. Άλλες χώρες, αντίθετα, πρέπει να προσεύχονται ότι οι δαπάνες σε τουρισμό, λιανική και φιλοξενία θα επιστρέψουν στα επίπεδα των παλιών ημερών. Η Goldman Sachs εκτιμά ότι η Ισπανία και η Ιταλία έχουν διπλάσια οικονομική βραδύτητα σε σχέση με τη Γερμανία.

Η ΕΚΤ καθορίζει τη νομισματική πολιτική για την Ευρωζώνη συνολικά, όχι για το μεγαλύτερο μέλος της μόνο. Γι΄αυτό η Γερμανία πρέπει να επιδιώκει να διατηρεί την οικονομία της σε ρυθμούς που θα επιτρέπουν στους υπόλοιπους να την φτάσουν καθώς τα μέτρα στήριξης αποσύρονται. Αυτό είναι το τίμημα του να είσαι ένα από τα ισχυρότερα μέλη μιας νομισματικής ένωσης. Μετά τη χαμένη δεκαετία, η Ευρωζώνη διδάχθηκε κάποια από τα λάθη της προηγούμενης κρίσης. Η επιδίωξη ισορροπημένων προϋπολογισμών και λιτότητας έχουν εγκαταλειφθεί προς το παρόν. Η Ε.Ε. βρίσκεται στα πρόθυρα της έκδοσης κοινού χρέους που θα χρηματοδοτήσει το Ταμείο Ανάκαμψης.  Και οι δύο αλλαγές έγιναν λόγω της αλλαγής στον τρόπο σκέψης του Βερολίνου. Η αναγνώριση ότι η γερμανική οικονομία πρέπει να παραμείνει καυτή είναι ο σύνδεσμος που λείπει στην αποκατάσταση της εμπιστοσύνης σ΄ολόκληρη την Ευρωζώνη.

© 2021 The Economist Newspaper Limited. All rights reserved. Άρθρο από τον Economist το οποίο μεταφράστηκε και δημοσιεύθηκε με επίσημη άδεια από τον Οικονομικό Ταχυδρόμο. Το πρωτότυπο άρθρο βρίσκεται στο www.economist.com

Πρόσφατα Άρθρα