Η σχέση των κυβερνήσεων με τις επιχειρήσεις αλλάζει συνεχώς. Από το 1945 κι έπειτα, πολλές χώρες προσπάθησαν να ανοικοδομήσουν την κοινωνία μέσω των κρατικών επιχειρήσεων. Μέχρι τη δεκαετία του 1980, το κράτος είχε αναλάβει, ουσιαστικά, τον ρόλο του διαιτητή, ο οποίος επέβλεπε τους κανόνες των ιδιωτικών εταιρειών που ανταγωνίζονταν στην παγκόσμια αγορά – δίδαγμα που αντλήθηκε, κατά κάποιον τρόπο, από το κομμουνιστικό μπλοκ.

Σήμερα, διανύουμε μια νέα και ταραχώδη περίοδο, με τους πολίτες να απαιτούν να ληφθεί δράση για την αντιμετώπιση προβλημάτων που μπορεί να αφορούν διάφορα ζητήματα, από την κοινωνική δικαιοσύνη μέχρι και το κλίμα. Σε απάντηση, οι κυβερνήσεις καθοδηγούν τις εταιρείες στο πώς θα κάνουν την κοινωνία ασφαλέστερη και δικαιότερη, χωρίς, όμως, να ελέγχουν τις μετοχές τους ή τα διοικητικά τους συμβούλια. Αντί να είναι ο ιδιοκτήτης ή ο διαιτητής, το κράτος έχει αναλάβει τον ρόλο του «συνοδηγού». Αυτού του είδους ο αυταρχικός επιχειρηματικός παρεμβατισμός είναι καλοπροαίρετος. Αποδεικνύεται, όμως, λάθος.

Ενδείξεις αυτής της εξέλιξης υπάρχουν παντού, όπως εξηγεί η ειδική έκθεση του Economist. Ο Πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, επιδιώκει μια ατζέντα ήπιου προστατευτισμού, βιομηχανικών επιδοτήσεων και ορθών ρυθμίσεων, με στόχο να καταστήσει την πατρίδα της ελεύθερης αγοράς ασφαλή για τα μεσαία στρώματα. Στην Κίνα της «Κοινής Ευημερίας» του Σι Τζινπίνγκκ, η λήψη αυστηρών μέτρων έχει ως σκοπό να περιορίσει τις υπερβολές της ανεξάρτητης οικονομικής άνθησης και να δημιουργήσει μία επιχειρηματική σκηνή που θα είναι περισσότερο αυτάρκης, ήπια και υπάκουη. Η Ευρωπαϊκή Ένωση απομακρύνεται από τις ελεύθερες αγορές, ώστε να αγκαλιάσει τη βιομηχανική πολιτική και τη «στρατηγική αυτονομία». Δεν είναι μόνο οι μεγαλύτερες οικονομίες που διαδραματίζουν κεντρικό ρόλο, καθώς και οι μεσαίες οικονομίες, όπως η Βρετανία, η Ινδία και το Μεξικό, έχουν διαρθρωτικό ρόλο στην οικονομία. Το κρίσιμο είναι ότι στις περισσότερες δημοκρατίες, το δέλεαρ της παρέμβασης είναι δικομματικό. Λίγοι είναι οι πολιτικοί που θέλουν να παλέψουν για την εκλογή τους σε ένα σύστημα ανοιχτών συνόρων και ελεύθερων αγορών.

Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι πολλοί πολίτες φοβούνται ότι οι αγορές και οι ρυθμιστικές αρχές δεν στέκονται στο ύψος των περιστάσεων. Η οικονομική κρίση και η αργή ανάκαμψη εντείνουν τον θυμό για την ανισότητα. Υπάρχουν, όμως, και πιο πρόσφατες ανησυχίες. Οι δέκα μεγαλύτερες εταιρείες τεχνολογίας στον κόσμο είναι τουλάχιστον δύο φορές μεγαλύτερες από ό,τι ήταν πριν από πέντε χρόνια και, μερικές φορές, φαίνεται να συμπεριφέρονται σαν να είναι υπεράνω του νόμου. Το γεωπολιτικό σκηνικό διαφέρει πολύ από τη δεκαετία του 1990, όταν η επέκταση του εμπορίου και η δημοκρατία προσπάθησαν να συμβαδίσουν, αλλά και από τον Ψυχρό πόλεμο, όταν η Δύση και η Σοβιετική Ένωση δεν διατηρούσαν πολλούς επιχειρηματικούς δεσμούς. Σήμερα, ωστόσο, η Δύση και η αυταρχική Κίνα διατηρούν τέτοιου είδους δεσμούς. Οι μπλοκαρισμένες εφοδιαστικές αλυσίδες προκαλούν πληθωρισμό, ενισχύοντας την αντίληψη ότι η παγκοσμιοποίηση έχει λάβει τεράστιες διαστάσεις. Παράλληλα, η κλιματική αλλαγή αποτελεί μία όλο και περισσότερο σημαντική απειλή.

Οι κυβερνήσεις αναδιαμορφώνουν τον παγκόσμιο καπιταλισμό, ώστε να εξαλειφθούν αυτοί οι φόβοι. Ωστόσο, λίγοι είναι οι πολιτικοί ή οι ψηφοφόροι που επιθυμούν να επιστρέψουν στην πλήρη εθνικοποίηση. Ούτε ο Σι Τζινπίνγκ θα ήθελε να δημιουργήσει ξανά μία αυτοκρατορία εργοστασίων σιδήρου και χάλυβα που θα διευθύνεται από μανιακούς πολιτικούς, ενώ ο Μπάιντεν, παρά τη νοσταλγία του για τη δεκαετία του 1960, αρκεί να περπατήσει στα «μπλοκαρισμένα» λιμάνια της Δυτικής Ακτής της Αμερικής για να θυμηθεί ότι η δημόσια ιδιοκτησία μπορεί να αποβεί χαοτική. Ταυτόχρονα, η πανδημία ανάγκασε τις κυβερνήσεις να πειραματιστούν με νέες πολιτικές, τις οποίες δεν είχαν φανταστεί καν τον Δεκέμβριο του 2019 – πολιτικές που μπορεί να ποικίλλουν από τα 5 τρισεκατομμύρια δολάρια ή και περισσότερα επιδόματα και εγγυήσεις για τις εταιρείες μέχρι και τις οδηγίες για τη μέγιστη απόσταση που θα πρέπει να τηρούν οι πελάτες στα καταστήματα λόγω του κορωνοϊού.

Αυτή η παρεμβατική νοοτροπία συσπειρώνεται γύρω από πολιτικές που υπολείπονται ιδιοκτησίας. Σύνολο μέτρων πρόκειται να ενισχύσει την ασφάλεια, με την ευρύτερή της έννοια. Η κατηγορία των βιομηχανιών, στις οποίες η κυβερνητική καθοδήγηση είναι νόμιμη για λόγους ασφαλείας, έχει επεκταθεί πέρα ​​από το πεδίο της άμυνας, ώστε να αφορά την ενέργεια και την τεχνολογία. Σε αυτούς τους τομείς, οι κυβερνήσεις ενεργούν ως de facto κεντρικοί σχεδιαστές, με δαπάνες έρευνας και ανάπτυξης (Ε&Α) για την προώθηση της εγχώριας καινοτομίας και με επιδοτήσεις για τον αναπροσανατολισμό των κεφαλαιουχικών δαπανών. Στον κλάδο των ημιαγωγών, η Αμερική έχει προτείνει ένα πρόγραμμα επιδότησης 52 δισεκατομμυρίων δολαρίων, ένας λόγος για τον οποίο η επένδυση της Intel πρόκειται να διπλασιαστεί σε σχέση με πριν από πέντε χρόνια. Η Κίνα επιδιώκει αυτάρκεια στους ημιαγωγούς και η Ευρώπη στις μπαταρίες.

Ο ορισμός του τι θεωρείται στρατηγικό μπορεί κάλλιστα να επεκταθεί περισσότερο, ώστε να συμπεριλάβει, αναφορικά, και τα εμβόλια, τα φάρμακα και τα μέταλλα. Στο όνομα της ασφάλειας, οι περισσότερες μεγάλες χώρες έχουν υιοθετήσει αυστηρότερους κανόνες που ελέγχουν τις εισερχόμενες ξένες επενδύσεις.

Το άλλο σύνολο μέτρων αποσκοπεί στην ενίσχυση των ενδιαφερόμενων μερών. Οι μέτοχοι και οι καταναλωτές δεν έχουν πλέον την αδιαμφισβήτητη πρωτοκαθεδρία στην ιεραρχία των εταιρειών. Οι διευθυντές πρέπει να σταθμίσουν περισσότερο την ευημερία διαφόρων άλλων παραγόντων, όπως το προσωπικό, οι προμηθευτές, ακόμη και οι ανταγωνιστές. Υπάρχουν, ακόμη, και οι επενδυτικοί κώδικες «ESG» που αξιολογούν τις εταιρείες, για παράδειγμα, με βάση την προστασία της βιοποικιλότητας, των ντόπιων πληθυσμών ή τους εργαζομένων τους. Οι επιχειρήσεις, όμως, ενδεχομένως, να μην μπορέσουν να αποφύγουν αυτές τις ευρύτερες υποχρεώσεις. Στην Κίνα, η Alibaba έχει δεσμευτεί για μία «δωρεά» 15 δισεκατομμυρίων δολαρίων, με σκοπό την υλοποίηση της Κοινής Ευημερίας. Οι κεντρικές τράπεζες και τα δημόσια συνταξιοδοτικά ταμεία, ενδεχομένως, να μπορούν να αποφεύγουν τις κινητές αξίες εταιρειών που κρίνονται αντικοινωνικές. Η αντιμονοπωλιακή υπηρεσία της Αμερικής, η οποία κάποτε προστάτευε μόνο τους καταναλωτές, εξετάζει σήμερα κι άλλους στόχους, όπως το να παρέχει βοήθεια στις μικρές επιχειρήσεις.

Η φιλοδοξία μας να αντιμετωπίσουμε τα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα είναι αξιοθαύμαστη. Και μέχρι στιγμής, αν δε λάβουμε υπόψη μας την Κίνα, ακόμη και η πιο αυταρχική κυβέρνηση δεν έχει μπορέσει να βλάψει την επιχειρηματική εμπιστοσύνη. Ο βασικός δείκτης χρηματιστηριακών αγορών της Αμερικής είναι περισσότερο από 40% υψηλότερος από ό,τι πριν από την πανδημία, ενώ οι κεφαλαιουχικές δαπάνες από τις μεγαλύτερες 500-περίπου εισηγμένες εταιρείες στον κόσμο αυξήθηκαν κατά 11%. Ωστόσο, μακροπρόθεσμα, ελλοχεύουν τρεις κίνδυνοι.

Υψηλοί κίνδυνοι

Ο πρώτος κίνδυνος είναι ότι το κράτος και οι επιχειρήσεις, αντιμέτωποι με αντικρουόμενους στόχους, δεν θα καταφέρουν να βρουν τις καλύτερες ανταλλαγές. Εταιρεία ορυκτών καυσίμων που υποχρεούται να διατηρήσει τις καλές εργασιακές σχέσεις και τις θέσεις εργασίας που διαθέτει μπορεί να μην θελήσει να συρρικνωθεί, με αποτέλεσμα να συνεχίσει να βλάπτει το κλίμα. Ενδεχόμενη αντιμονοπωλιακή πολιτική, η οποία βοηθά εκατοντάδες χιλιάδες μικρούς προμηθευτές, θα βλάψει δεκάδες εκατομμύρια καταναλωτές, καθώς οι τελευταίοι θα πρέπει μετά να πληρώσουν υψηλότερες τιμές. Το μποϊκοτάρισμα της Κίνας για τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων της μπορεί να στερήσει τη Δύση από φθηνές προμήθειες ηλιακών τεχνολογιών. Οι επιχειρήσεις και οι ρυθμιστικές αρχές, που επικεντρώνονται σε έναν μόνο τομέα, συνήθως, δεν διαθέτουν τον κατάλληλο εξοπλισμό για να αντιμετωπίσουν αυτά τα διλήμματα, ενώ δεν διαθέτουν ούτε τη δημοκρατική νομιμότητα για να πράξουν κάτι τέτοιο.

Η μειωμένη αποτελεσματικότητα και καινοτομία είναι ο δεύτερος κίνδυνος. Η αντιγραφή παγκόσμιων εφοδιαστικών αλυσίδων είναι εξαιρετικά ακριβή: οι πολυεθνικές εταιρείες διαθέτουν 41 τρισεκατομμύρια δολάρια διασυνοριακών επενδύσεων. Πιο ολέθρια μακροπρόθεσμα είναι η αποδυνάμωση του ανταγωνισμού. Οι επιχειρήσεις που καταναλώνουν επιδοτήσεις δεν διαθέτουν πια ιδιαίτερη ισχύ, ενώ αυτές που προστατεύονται από τον ξένο ανταγωνισμό είναι πιο πιθανό να συμπεριφέρονται άθλια στους πελάτες τους. Αν θέλετε να αμφισβητήσετε, με κάποιο τρόπο, το Facebook, ο πιο αξιόπιστος τρόπος είναι το TikTok, από την Κίνα. Μια οικονομία στην οποία οι πολιτικοί και οι μεγάλες επιχειρήσεις είναι αυτοί που διαχειρίζονται τη ροή των επιδοτήσεων, σύμφωνα με τον ορθολογισμό δεν είναι μια οικονομία στην οποία ανθίζουν οι επιχειρηματίες.

Το τελευταίο πρόβλημα είναι ο νεποτισμός, ο οποίος, εν τέλει «μολύνει» τόσο τις επιχειρήσεις όσο και την πολιτική. Οι εταιρείες προσπαθούν να αποκτήσουν το πλεονέκτημα επιχειρώντας να χειραγωγήσουν την κυβέρνηση: ήδη στην Αμερική τα όρια είναι ασαφή, με τις εταιρείες να παρεμβαίνουν όλο και περισσότερο στην εκλογική διαδικασία. Εν τω μεταξύ, πολιτικοί και αξιωματούχοι ευνοούν, τελικά, συγκεκριμένες εταιρείες, έχοντας επενδύσει χρήματα και εναποθέσει όλες τους τις ελπίδες σε αυτές. Η έντονη επιθυμία να παρέμβουμε για να αμβλύνουμε κάθε κλυδωνισμό είναι εθιστική. Τις τελευταίες έξι εβδομάδες, η Βρετανία, η Γερμανία και η Ινδία ξόδεψαν 7 δισεκατομμύρια δολάρια για να στηρίξουν δύο εταιρείες ενέργειας και έναν πάροχο τηλεπικοινωνιών, τα προβλήματα των οποίων δεν συσχετίζονται με την πανδημία.

O Economist πιστεύει ότι το κράτος θα πρέπει να παρέμβει, ώστε να λειτουργήσουν καλύτερα οι αγορές, μέσω, για παράδειγμα, φόρων άνθρακα για τη μετατόπιση κεφαλαίων σε τεχνολογίες περισσότερο φιλικές προς το κλίμα, μέσω της έρευνας και της ανάπτυξης για τη χρηματοδότηση της επιστήμης, κάτι που δεν θα κάνουν οι εταιρείες, και μέσω ενός συστήματος παροχών που προστατεύει τους εργαζόμενους και τους φτωχούς. Ωστόσο, το νέο στυλ αυταρχικής διακυβέρνησης διαφέρει κατά πολύ από όλα αυτά. Οι οπαδοί του ευελπιστούν για ευημερία, δικαιοσύνη και ασφάλεια. Είναι, όμως, περισσότερο πιθανό το νέο αυτό σύστημα να επιφέρει αναποτελεσματικότητα, κεκτημένα συμφέροντα και συντηρητισμό.

© 2021 The Economist Newspaper Limited. All rights reserved. Άρθρο από τον Economist το οποίο μεταφράστηκε και δημοσιεύθηκε με επίσημη άδεια από τον Οικονομικό Ταχυδρόμο. Το πρωτότυπο άρθρο βρίσκεται στο www.economist.com

Πρόσφατα Άρθρα