Ο ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν χαρακτηρίζει την επιθετικότητά του στα σύνορα της Ουκρανίας ως απάντηση στην επιθετικότητα της Δύσης. Εδώ και αρκετό καιρό δείχνει ανάλογη επιθετικότητα και μέσω του Διαδικτύου. Εδώ και καιρό έχει χαρακτηρίσει το Διαδίκτυο ως «έργο της CIA». Και η βαθιά του πίστη ότι ο εσωτερικός και ο εξωτερικός εχθρός στην πραγματικότητα ταυτίζονται σημαίνει ότι αν ο Αλεξέι Ναβάλνι, ο βασικός εσωτερικός εχθρός του κ. Πούτιν, χρησιμοποιεί το YouTube – το βίντεό του για το παραθαλάσσιο παλάτι του προέδρου προβλήθηκε περισσότερες από 120 εκατομμύρια φορές – τότε το YouTube και η μητρική του, η Alphabet, είναι επίσης εχθροί.

Έχοντας να αντιμετωπίσει μια τέτοια «επιθετικότητα», εκείνο που επιθυμεί είναι ένα ρωσικό Διαδίκτυο που να είναι ασφαλές έναντι της εξωτερικής απειλής και της εσωτερικής αντιπολίτευσης. Προσπαθεί να το πετύχει αυτό σε διάφορα μέτωπα: μέσω των εταιρειών, μέσω των δικαστηρίων και μέσω της ίδιας της τεχνολογίας.

Στις αρχές Δεκεμβρίου ο VK, ένας από τους πολυσχιδείς διαδικτυακούς ομίλους της Ρωσίας, εξαγοράστηκε από δύο θυγατρικές του κρατικού γίγαντα φυσικού αερίου Gazprom. Τον ίδιο μήνα ένα δικαστήριο στη Μόσχα επέβαλε στη μητρική εταιρεία της Google, Alphabet, πρόστιμο ύψους 98 εκατομμυρίων δολαρίων για επανειλημμένη αποτυχία διαγραφής από τις πλατφόρμες περιεχομένου που το ρωσικό κράτος θεωρεί παράνομο.

Και το καθεστώς του κ. Πούτιν άρχισε να χρησιμοποιεί υλικό που απαιτούσε από τους παρόχους ιντερνετικών υπηρεσιών (ISP) να εγκαταστήσουν προκειμένου να μπλοκάρουν το Tor, ένα εργαλείο που χρησιμοποιείται ευρέως στη Ρωσία για να συγκαλύψει τη διαδικτυακή δραστηριότητα. Και οι τρεις ενέργειες ήταν μέρος της προσπάθειας της χώρας να διασφαλίσει τη διαδικτυακή ανεξαρτησία της, χτίζοντας αυτό που ορισμένοι μελετητές της γεωπολιτικής, δανειζόμενοι τον όρο από τη Silicon Valley, έχουν αρχίσει να αποκαλούν «στοίβα». Οι προσπάθειές του θα μπορούσαν να χρησιμεύσουν ως έμπνευση και πρότυπο για τυράννους σε άλλες περιοχές του πλανήτη.

Στην τεχνολογία στοίβα καλείται το άθροισμα όλων των τεχνολογιών και των υπηρεσιών στις οποίες βασίζεται μια συγκεκριμένη εφαρμογή, από το πυρίτιο έως το λειτουργικό σύστημα και το δίκτυο. Στην πολιτική σημαίνει περίπου το ίδιο, σε κρατικό επίπεδο όμως. Η εθνική στοίβα είναι ένας κυρίαρχος ψηφιακός χώρος που αποτελείται όχι μόνο από λογισμικό και υλικό (ολοένα και περισσότερο με τη μορφή υπολογιστικών νεφών) αλλά και από υποδομή για πληρωμές, για δημιουργία διαδικτυακών ταυτοτήτων και για τον έλεγχο της ροής πληροφοριών.

Ο Μπέντζαμιν Μπράτον, καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο University of California στο Σαν Ντιέγκο, βλέπει τη στοίβα ως ένα σύνολο νέων διαστάσεων για την πολιτεία, συσσωρευμένες η μία πάνω στην άλλη, καθεμία από αυτές ανάλογη με την περιοχή που ορίζεται από τα φυσικά της σύνορα. Η προεπιλεγμένη στοίβα είναι σε μεγάλο βαθμό αμερικανική, γιατί εκεί μεγάλωσε το Διαδίκτυο. Ωστόσο, άλλες χώρες προσπαθούν να διαφοροποιήσουν τις στοίβες τους. Κάποιες επειδή βλέπουν ευκαιρίες, κάποιες για να αποτρέψουν ορατές απειλές. Η ΕΕ που φιλοδοξεί να γίνει ο υπερ-ρυθμιστής του κόσμου σε καθετί το ψηφιακό, συνθέτει αυτό που ελπίζει ότι θα είναι μια πιο ανοιχτή στοίβα. Λιγότερο εξαρτημένη από αποκλειστικές τεχνολογίες και μονοπωλιακές εφαρμογές. Η Ινδία, η Ιαπωνία και η Ταϊβάν εργάζονται επίσης πάνω στα δικά τους ξεχωριστά ψηφιακά οικοδομήματα.

Τους αυταρχικούς ηγέτες σαν τον κ. Πούτιν τους χαρακτηρίζουν συμβάντα όπως αυτό στην Κίνα. Η Κίνα κατασκεύασε το Διαδίκτυό της έχοντας κατά νου τη λογοκρισία: δημιούργησε το Μεγάλο Φράγμα Πυρός. Πρόκειται για ένα Σινικό Τείχος ηλεκτρονικής προστασίας, μια βαθιά και εκτεταμένη συλλογή εξελιγμένων ψηφιακών σημείων ελέγχου που επιτρέπει το φιλτράρισμα των διαδικτυακών πλοηγήσεων με συγκριτική ευκολία. Το μέγεθος της  κινεζικής αγοράς σημαίνει ότι οι εγχώριες επιχειρήσεις, οι οποίες είναι ανοιχτές σε διάφορες μορφές ελέγχου, μπορούν να εκπληρώσουν με επιτυχία όλες τις ανάγκες των χρηστών της. Και ότι το κράτος έχει τους τα μέσα για να ασκήσει και λογοκρισία και εποπτεία.

Ο κ. Πούτιν και άλλοι αυταρχικοί ηγέτες λατρεύουν τους εξουσιαστικούς αυτούς ελέγχους. Αλλά δεν μπορούν να τους πετύχουν. Δεν είναι μόνο ότι τους λείπει ο συνδυασμός του άκαμπτου κρατικού ελέγχου, του οικονομικού μεγέθους, της τεχνολογικής υπεροχής και της σταθερότητας που απολαμβάνει το κινεζικό καθεστώς. Επίσης, δεν κατάφεραν να ξεκινήσουν πριν από 25 χρόνια τις μεθοδεύσεις τους, όπως το έπραξαν οι Κινέζοι. Χρειάζονται λοιπόν άλλα μέσα για να επιτύχουν όσους στόχους μπορούν να επιτύχουν αποσπασματικά, ενσωματώνοντας νέους ελέγχους, κίνητρα και δομές σε ένα Διαδίκτυο που έχει ωριμάσει δίχως επίβλεψη και είναι ανοιχτό στους δυτικούς γεννήτορές του.

Οι μεθοδεύσεις της Ρωσίας, οι οποίες ξεκίνησαν ως αμιγώς αντιδραστικές προσπάθειες για να περάσει απαρατήρητη η όποια βλαπτική δραστηριότητά της, έχουν γίνει πιο συστηματικές. Τρία στοιχεία ξεχωρίζουν: η δημιουργία εγχώριας τεχνολογίας, ο έλεγχος των πληροφοριών που ρέουν σε αυτήν και, ίσως το πιο σημαντικό, η δημιουργία των θεμελιωδών υπηρεσιών που υποστηρίζουν ολόκληρο το οικοδόμημα.

Πάρτε πρώτα την τεχνολογία – μικροεπεξεργαστές, διακομιστές, λογισμικό και τα συναφή. Αν και η Ρωσία διαθέτει μερικές αξιόλογες εταιρείες σε αυτούς τους τομείς – τις Baikal και Mikron στους ημιαγωγούς, τις ABBYY και Kaspersky στο λογισμικό – ως επί το πλείστον οι επιχειρήσεις και οι κυβερνητικές υπηρεσίες προτιμούν τα δυτικά προϊόντα. Το μερίδιο των ρωσικών εταιρειών στην παγκόσμια αγορά των ημιαγωγών ήταν μικρότερο από το 1% του συνόλου το 2020, σύμφωνα με την εταιρεία συμβούλων EMIS. Σε ό,τι αφορά τους διακομιστές και το επιχειρηματικό λογισμικό η κατάσταση είναι περίπου η ίδια.

Η κυβέρνηση έκανε κινήσεις για την επαναλειτουργία ενός εργοστασίου κατασκευής ημιαγωγών στο Ζελένογκραντ κοντά στη Μόσχα, τον τόπο μιας αποτυχημένης σοβιετικής προσπάθειας να δημιουργήσει μια Silicon Valley. Αλλά δεν θα καταφέρει να λειτουργήσει ως τεχνολογική μονάδα αιχμής. Έτσι, παρόλο που ένας αυξανόμενος αριθμός ημιαγωγών σχεδιάζεται στη Ρωσία, σχεδόν όλα τα προϊόντα κατασκευάζονται από τη Samsung και την TSMC, μια κοινοπραξία από τη Νότια Κορέα και την Ταϊβάν. Αυτό θα μπορούσε να καταστήσει τα αρχικά σχέδια ευάλωτα σε τυχόν κυρώσεις. Ένα πρόσθετο πρόβλημα είναι ότι συχνά τα σχέδια δεν είναι απολύτως έτοιμα για υλοποίηση. Ορισμένοι ειδικοί έχουν αμφιβολίες σχετικά με τις δυνατότητες των εγχώριων επεξεργαστών Elbrus της Ρωσίας, που σχεδιάστηκαν από μια εταιρεία που ονομάζεται Moscow Center of SPRAC Technologies.

Για κρίσιμες εφαρμογές, όπως τα δίκτυα κινητής τηλεφωνίας, η Ρωσία εξακολουθεί να εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από δυτικούς προμηθευτές, όπως η Cisco, η Ericsson και η Nokia. Επειδή η Μόσχα θεωρεί ότι αυτό την αφήνει εκτεθειμένη σε επιθέσεις από το εξωτερικό, το υπουργείο Βιομηχανίας με την υποστήριξη της Rostec, ενός κρατικού κολοσσού όπλων και τεχνολογίας, πιέζει για δίκτυα «5G» επόμενης γενιάς που θα κατασκευαστούν μόνο με εξοπλισμό ρωσικής κατασκευής.

Ο κλάδος των τηλεπικοινωνιών της χώρας δεν φαίνεται να ανταποκρίνεται στο καθήκον, καθώς υπάρχουν και εσωτερικά εμπόδια. Οι ελίτ ασφαλείας της Ρωσίας, οι «Σιλόβικι», δεν θέλουν να πάψουν να χρησιμοποιούν τις ζώνες μήκους κύματος που ταιριάζουν καλύτερα για τα δίκτυα 5G. Και η μόνη εταιρεία που θα μπορούσε να προσφέρει φθηνό εξοπλισμό που λειτουργεί σε εναλλακτικές συχνότητες είναι η Huawei, ένας υποτιθέμενος συνδεδεμένος με το κράτος κινεζικός όμιλος ηλεκτρονικών ειδών, τον οποίο οι «Σιλόβικι» δεν εμπιστεύονται, όπως δεν την εμπιστεύονται εξάλλου και οι Δυτικοί.

Είναι όμως σε επίπεδο hardware που η στοίβα της Ρωσίας είναι πιο ευάλωτη. Οι κυρώσεις που θα μπορούσαν να επιβληθούν εάν η Ρωσία εισέβαλλε στην Ουκρανία πιθανότατα θα έκαναν τη χώρα στο σύνολό της να αντιμετωπίζεται με τον τρόπο που αντιμετωπίζεται τώρα η Huawei από την Αμερική. Οποιοσδήποτε κατασκευαστής ημιαγωγών σε όλο τον κόσμο που χρησιμοποιεί τεχνολογία που αναπτύχθηκε στην Αμερική για να σχεδιάσει ή να φτιάξει τσιπάκια για την Huawei χρειάζεται ειδική εξαγωγική άδεια από το αμερικανικό υπουργείο Εμπορίου – άδεια που συνήθως δεν χορηγείται. Εάν ισχύσουν οι ίδιοι κανόνες συλλήβδην για τις ρωσικές εταιρείες, όποιος πωλεί σε αυτές χωρίς άδεια μπορεί να κινδυνεύσει να γίνει ο ίδιος στόχος κυρώσεων. Αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα η ροή ημιαγωγών προς τη Ρωσία να γίνεται με το σταγονόμετρο.

Όσον αφορά το λογισμικό, η κυβέρνηση της Ρωσίας χρησιμοποιεί τη δύναμή της σε ό,τι αφορά τις προμήθειες για να αυξήσει τη ζήτηση. Κυβερνητικοί θεσμοί, από σχολεία έως υπουργεία, ενθαρρύνθηκαν να πετάξουν το αμερικανικό λογισμικό τους, συμπεριλαμβανομένου του πακέτου Office της Microsoft και των βάσεων δεδομένων της Oracle. Ενθαρρύνει επίσης η κυβέρνηση τη δημιουργία εγχώριων εναλλακτικών υπηρεσιών για να αντικαταστήσουν δημοφιλείς ξένες εφαρμογές, όπως το TikTok, η Wikipedia και το YouTube.

Από τη Ρωσία με likes

Εδώ η ώθηση για «ιθαγενοποίηση» έχει ισχυρότερα θεμέλια για να χτίσει κανείς. Σύμφωνα με το GroupM, το μεγαλύτερο επενδυτικό όμιλο στα ΜΜΕ στον κόσμο, η Yandex, μια ρωσική εταιρεία που μοιράζεται με την Google της Alphabet τη ρώσικη αγορά στον τομέα των μηχανών αναζήτησης στο Διαδίκτυο, και η VK, ένας κολοσσός των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, κέρδισαν μαζί 1,8 δισ. δολάρια από τη διαφήμιση πέρυσι. Δηλαδή περισσότερο από το ήμισυ της συνολικής αγοράς. Το VKontakte και η Odnoklassniki της VK ανταγωνίζονται στα ίσα αμερικανικές εφαρμογές (Facebook, Instagram) και κινεζικές (Likee, TikTok) στην κατάταξη των δέκα κορυφαίων εταιρειών του κλάδου (Γράφημα).

Αυτό το ποικιλόμορφο σύστημα είναι προφανώς λιγότερο ευάλωτο σε κυρώσεις – οι οποίες στη ρωσική αγορά δεν είναι τόσο ελκυστικές ως πηγή μόχλευσης όσο αλλού στη στοίβα. Αν η Alphabet και η Meta σταματήσουν να προσφέρουν το YouTube και το WhatsApp, αντίστοιχα, στη Ρωσία, θα ήταν πολύ πιο δύσκολο για την Αμερική να ξεκινήσει τον δικό της πόλεμο στοίβας εναντίον της χώρας – όπως θα ήταν πολύ δυσκολότερη και η απενεργοποίηση του Διαδικτύου της Ρωσίας σε βαθύτερο επίπεδο πρωτοκόλλων και συνδεσιμότητας. Επίσης θα ωθούσε τους Ρώσους να χρησιμοποιούν περισσότερο τα εγχώρια προσφορόμενα προϊόντα, κάτι που θα άρεσε πολύ στον κ. Πούτιν.

Όπως και η Κίνα, η Ρωσία αντιλαμβάνεται τις όλο και πιο δημοφιλείς «υπερ-εφαρμογές» ως πακέτα ψηφιακών υπηρεσιών όπου το να είσαι τοπικός έχει νόημα. Το Yandex δεν είναι απλώς μια μηχανή αναζήτησης. Προσφέρει υπηρεσίες μεταφορών, παράδοση φαγητού, ροή μουσικής, ψηφιακό βοηθό, υπολογιστικό νέφος και, μια μέρα, αυτόνομα αυτοκίνητα. Η Sber, η μεγαλύτερη τράπεζα της Ρωσίας, εξετάζει ένα παρόμοιο «οικοσύστημα» υπηρεσιών, προσπαθώντας να μετατρέψει την τράπεζα σε όμιλο τεχνολογίας. Μόνο το πρώτο εξάμηνο του 2021 επένδυσε 1 δισ. δολάρια για να πετύχει τον σκοπό αυτό. Πρόκειται για επενδύσεις ανάλογες με εκείνες που κάνουν οι μεγάλες ευρωπαϊκές τράπεζες στην τεχνολογία των πληροφοριών (IT).

Οι διαρθρωτικές αλλαγές στον κλάδο της πληροφορικής κάνουν αυτή τη «ρωσοποίηση» ευκολότερη κατά ένα μέρος. Παράδειγμα το υπολογιστικό νέφος. Τα κέντρα δεδομένων του χρησιμοποιούν φθηνούς διακομιστές κατασκευασμένους από ανταλλακτικά «εκτός ραφιού» και άλλα «κιτ» εμπορευμάτων που εύκολα μπορεί να προμηθευτεί κανείς. Μεγάλο μέρος του λογισμικού του είναι ανοιχτού κώδικα. Έξι από τους δέκα μεγαλύτερους παρόχους υπηρεσιών cloud στη Ρωσία είναι πλέον Ρώσοι, σύμφωνα με τον Ντμίτρι Γκαβρίλοφ της εταιρείας ερευνών IDC.

Ο Γκαβρίλοφ λέει ότι οι πιο επιτυχημένοι πάροχοι «απομακρύνονται από την αποκλειστική τεχνολογία που πωλούν εταιρείες της Δύσης» (με την εξαίρεση των ημιαγωγών). Και όπως και στη Δύση, το cloud computing επέτρεψε σε εξειδικευμένους παρόχους διαδικτυακού λογισμικού να διεισδύσουν στην αγορά. Στη Ρωσία είναι οι περιπτώσεις των amoCRM, Miro και New Cloud Technologies.

Η υποκατάσταση των εισαγωγών είναι μια αργή διαδικασία και η επιτυχία της δεν είναι σε καμία περίπτωση εγγυημένη. Ωστόσο, δεν μπορεί πλέον να θεωρηθεί «αστείο», σύμφωνα με τα λόγια του Αντρέι Σολντάτοφ, εκδότη της διαδικτυακής πύλης Agentura.ru και εκ των συγγραφέων του «The Red Web», ενός βιβλίου για τον ψηφιακό ακτιβισμό στη Ρωσία. «Η κυβέρνηση σημειώνει σταθερή πρόοδο στην προσπάθειά της να σύρει τους ανθρώπους μέσα σε μια εγχώρια ψηφιακή φούσκα», έγραψε πρόσφατα.

Εάν η τεχνολογία συνιστά το πρώτο κεφάλαιο της ρώσικης στοίβας, το «εθνικά κυρίαρχο Διαδίκτυο» αποτελεί το δεύτερο. Είναι ο κώδικας για το πώς μια κρατική εξουσία ελέγχει τη ροή των πληροφοριών στο Διαδίκτυο. Το 2019 η κυβέρνηση της Μόσχας τροποποίησε αρκετούς νόμους για να αποκτήσει περισσότερο έλεγχο στην εγχώρια ροή δεδομένων. Συγκεκριμένα, οι νόμοι αυτοί απαιτούν από τους ISP να εγκαταστήσουν «τεχνικό εξοπλισμό για την αντιμετώπιση απειλών κατά της σταθερότητας, της ασφάλειας και της λειτουργικής ενσωμάτωσης».

Αυτό επιτρέπει στην εποπτική αρχή του Διαδικτύου στη Ρωσία, Roskomnadzor, να εγκαθιστά «ενδιάμεσα κουτιά» μεταξύ του δημόσιου Διαδικτύου και των πελατών ενός ISP. Χρησιμοποιώντας την «εις βάθος επιθεώρηση πακέτων» (DPI), μια τεχνολογία που χρησιμοποιείται σε ορισμένους δυτικούς ISP για τον περιορισμό της πορνογραφίας, αυτές οι συσκευές μπορούν να περιορίζουν ή και να εμποδίζουν την κυκλοφορία πληροφοριών από συγκεκριμένες πηγές (και έχουν χρησιμοποιηθεί στην εκστρατεία κατά του Tor). Το κιτ DPI βρίσκεται σε δωμάτια με περιορισμένη πρόσβαση στις εγκαταστάσεις των παρόχων υπηρεσιών Διαδικτύου και ελέγχεται απευθείας από τη ρωσική Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Εποπτείας Επικοινωνιών, Πληροφορικής και Μέσων Ενημέρωσης (Roskomnadzor).

Πρόκειται για μια φθηνή πλην ατελή εκδοχή του Μεγάλου Φράγματος Πυρός της Κίνας, λέει η Ρόγια Ενσαφί του Censored Planet, ενός «πρότζεκτ» του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν για τη μέτρηση της λογοκρισίας στο Διαδίκτυο. Έχει καταφέρει να βελτιώσει την ικανότητα της Roskomnadzor να αποκλείει ιστότοπους και να διακόπτει τα εικονικά ιδιωτικά δίκτυα που χρησιμοποιούν πολλοί για να καμουφλάρουν τη χρήση του Διαδικτύου. Επιτρέπει επίσης στη ρυθμιστική αρχή να μπλοκάρει, όπως έκανε κατά τη διάρκεια διαδηλώσεων το 2019, τη ροή ζωντανών βίντεο δίχως να θέσει εκτός λειτουργίας ολόκληρα δίκτυα κινητής τηλεφωνίας.

© 2021 The Economist Newspaper Limited. All rights reserved. Άρθρο από τον Economist το οποίο μεταφράστηκε και δημοσιεύθηκε με επίσημη άδεια από τον Οικονομικό Ταχυδρόμο. Το πρωτότυπο άρθρο βρίσκεται στο www.economist.com

Πρόσφατα Άρθρα