Λίγο πριν από τις ενδιάμεσες εκλογές, ο Ντόναλντ Τραμπ πραγματοποίησε συγκέντρωση στο Οχάιο. Εκεί είπε στους ψηφοφόρους: «Οι ΗΠΑ μετατρέπονται σε τριτοκοσμική χώρα». Αργότερα άφησε να εννοηθεί ότι σύντομα θα ανακοίνωνε πως θα ήταν ξανά υποψήφιος για πρόεδρος. Τι θα μπορούσε να πάει στραβά για ένα κόμμα με έναν τέτοιον για επικεφαλής; Ή για κάποιον του οποίου η κύρια δεξαμενή ψηφοφόρων είναι τόσο πρόθυμη να προσφύγει ξανά στη δικαιοσύνη για το οριακό αποτέλεσμα των εκλογών του 2020, ώστε επέλεξε υποψήφιους για ζωτικές έδρες της Γερουσίας, με γνώμονα ότι ήταν πραγματικοί θεματοφύλακες του τραμπισμού;

Όπως φάνηκε, αρκετά πήγαν στραβά. Το πιο σημαντικό αποτέλεσμα των ενδιάμεσων προεδρικών εκλογών του 2022, για την Αμερική και τη Δύση, είναι ότι τόσο ο Τραμπ, όσο και ο τρόπος με τον οποίο ασκούσε πολιτική, βγήκαν από τις εκλογές αυτές τραυματισμένοι. Αυτό θα απογοητεύσει όλους εκείνους, συμπεριλαμβανομένων των αυταρχικών ηγετών σε Πεκίνο και Μόσχα που αναζητούν σημάδια αμερικανικής παρακμής.

Δεν υπάρχουν πλέον συντριπτικές νίκες στην αμερικανική πολιτική. Όταν κάποιο κόμμα ισχυρίζεται ότι η Αμερική είναι δική του, με βάση μερικές χιλιάδες ψήφων σε μια χώρα με πληθυσμό 330 εκατομμυρίων, θα πρέπει να επανεξετάσει τη στάση του και να αποφεύγει την υπερανάλυση του αποτελέσματος. Το κόμμα του εκάστοτε προέδρου χάνει σχεδόν πάντα έδρες στις ενδιάμεσες εκλογές: υπήρξαν μόνο τρεις εξαιρέσεις από τότε που έληξε ο εμφύλιος πόλεμος το 1865. Στους ψηφοφόρους φαίνεται να αρέσει η διχασμένη κυβέρνηση, η οποία ήταν ο κανόνας στην Ουάσιγκτον από τη δεκαετία του 1970. Τιμωρούν κάθε κόμμα που έχει πλειοψηφία και στα δύο σώματα του Κογκρέσου και κατέχει την προεδρία, όπως διαπίστωσε ο Μπαράκ Ομπάμα το 2010, ο Τραμπ το 2018 και κατά συνέπεια η ομάδα του Τζο Μπάιντεν θα έπρεπε να το ανέμενε και φέτος. Κανένα από τα κόμματα δεν είναι επί του παρόντος ικανό να διατηρήσει την ισχυρή πλειοψηφία που κάποτε επέτρεπε να υλοποιήσουν μεγάλα μεταρρυθμιστικά προγράμματα στην Ουάσιγκτον.

Από τη πλευρά των Δημοκρατικών υπάρχουν πολλές εξηγήσεις για αυτό. Είναι δύσκολο να παινεύεται κανείς για αύξηση των ομοσπονδιακών δαπανών όταν πολλοί ψηφοφόροι θεωρούν ότι οι Δημοκρατικοί συνέβαλαν στην αύξηση του πληθωρισμού σε επίπεδα πάνω από το 8%. Το Δημοκρατικό Κόμμα φαίνεται διαρκώς σε σύγχυση σχετικά με το τι ακριβώς πρέπει να προτείνει για την εγκληματικότητα ή τη μετανάστευση. Επειδή έχουν εμμονές με τις αλλόκοτες συμπεριφορές και τις απειλές για τη δημοκρατία που εκτοξεύουν πολλοί Ρεπουμπλικάνοι, οι Δημοκρατικοί τείνουν να παραβλέπουν το πόσο περίεργους θεωρούν τους ίδιους οι ψηφοφόροι. Δημοσκόπηση που διεξήχθη από το κεντρώο δημοκρατικό think-tank Third Way, λίγο πριν τις εκλογές, διαπίστωσε ότι οι ψηφοφόροι αμφισβητούν αν οι υποψήφιοι του Δημοκρατικού κόμματος έχουν τις ίδιες με αυτούς αξίες απέναντι στον πατριωτισμό και την κοπιώδη εργασία [σ.σ. βασικό αξίωμα του προτεσταντισμού για την είσοδο στην επουράνια βασιλεία]. Στην ερώτηση ποιο κόμμα είναι πιο ακραίο, ο μέσος ψηφοφόρος απαντά ότι είναι οι Δημοκρατικοί.

Αυτό θα έπρεπε να ήταν θεόσταλτο δώρο για τους Ρεπουμπλικάνους σε έτος ενδιάμεσων εκλογών. Ωστόσο, το Ρεπουμπλικανικό κόμμα δεν έχει κάποιες καλύτερες ιδέες για το πώς να αντιμετωπίσει τα προβλήματα της Αμερικής και επιπλέον έχει αρκετές ιδέες για το πώς να τα επιδεινώσει. Οι εκλεγμένοι Ρεπουμπλικάνοι απογοήτευσαν τη χώρα προσπαθώντας να ξεγλιστρήσουν ώστε να μην απορρίψουν τους ισχυρισμούς του Τραμπ για τις εκλογές του 2020. Με αυτόν τον τρόπο αδίκησαν επίσης το κόμμα τους εφόσον έτσι του αρνήθηκαν την ευκαιρία να επαναπροσδιοριστεί και να ανοικοδομηθεί μετά την ήττα του, κάτι που κάνουν συνήθως τα κόμματα. Ο Τραμπ εξακολουθεί να είναι θεωρητικά επικεφαλής των Ρεπουμπλικάνων. Κρατάει γερά τα ηνία της φατρίας του κόμματος που πολλά ΜΜΕ αποκαλούν berserkers [σ.σ. φανατισμένοι μέχρι παροξυσμού Βίκινγκ πολεμιστές]. Ωστόσο, μετά τις ενδιάμεσες εκλογές, φαίνεται πιο ευάλωτος από οποιαδήποτε άλλη στιγμή μετά τις 6 Ιανουαρίου 2021, τότε που πολλοί Αμερικανοί νόμιζαν ότι το είχε παρατραβήξει.

Εδώ αναδύεται μια ευκαιρία. Ο Τραμπ μπορεί να επωφεληθεί με το να σπέρνει χάος. Πολλοί ψηφοφόροι θέλουν έναν μαχητή, και η άρνηση συναίνεσης και η υποκίνηση ταραχών είναι γι’ αυτούς απόδειξη μαχητικότητας. Μετά τις εκλογές αυτής της εβδομάδας, θα είναι πολύ πιο δύσκολο για τον Τραμπ να ξεπεράσει την υποψία ότι στην πραγματικότητα είναι απλώς ένας ηττημένος, ένας loser. Και αυτό δείχνει το ιστορικό του. Το 2020 έγινε ο πρώτος Πρόεδρος μετά τον Τζίμι Κάρτερ που διαδέχθηκε πρόεδρο του αντιπάλου κόμματος και μετά την πρώτη θητεία έχασε. Το 2018 οι Ρεπουμπλικάνοι έχασαν 41 έδρες στη Βουλή υπό την ηγεσία Τραμπ (οι Δημοκρατικοί μπορεί να έχασαν μόνο μια χούφτα έδρες αυτή την εβδομάδα). Ακόμη και τη στιγμή του μεγαλύτερου θριάμβου του, το 2016, έχασε τη λαϊκή ψήφο και νίκησε οριακά την υποψήφια που προσπαθούσε να διαδεχθεί πρόεδρο από το κόμμα της, που υπηρέτησε δύο θητείες, κάτι που σπάνια συμβαίνει. Τώρα το 2022 μπορεί να προστεθεί σε αυτό το ελάχιστα λαμπρό ιστορικό.

Ο πιθανός εσωκομματικός αντίπαλος

Οι επιλεγμένοι από αυτόν υποψήφιοι μετέτρεψαν τους εκλογικούς αγώνες για τη Γερουσία που μπορούσαν να κερδηθούν, σε θρίλερ σε Αριζόνα, Τζόρτζια, Νεβάδα και Πενσυλβάνια. Εν τω μεταξύ, στη Φλόριντα, ο Κυβερνήτης Ρον ΝτεΣάντις, πιθανός εσωκομματικός αντίπαλος, κέρδισε με περίπου 20 πόντους διαφορά. Δύο στενά συνδεδεμένοι με τον τραμπισμό Ρεπουμπλικανοί υποψήφιοι για κυβερνήτες – ο Νταγκ Μαστριάνο στην Πενσυλβάνια και ο Τιμ Μίχελς στο Ουισκόνσιν – αμφότεροι επανέλαβαν το αφήγημα της κλεμμένης ευκαιρίας του 2020 και υποσχέθηκαν να χρησιμοποιήσουν την επιρροή τους στην εκλογική διαδικασία ώστε να διασφαλίσουν ότι κανένας Ρεπουμπλικανός προεδρικός υποψήφιος δεν θα χάσει ξανά στις πολιτείες τους. Αλλά αυτοί ήταν που έχασαν. Στο Μίσιγκαν και τη Νεβάδα, Ρεπουμπλικανοί υποψήφιοι που ορκίζονταν ότι οι εκλογές του 2020 «κλάπηκαν» έθεσαν υποψηφιότητα για πολιτειακοί υπουργοί Εξωτερικών προκειμένου να επιβλέπουν την επόμενη εκλογική διαδικασία. Έχασαν και αυτοί. Στο Κολοράντο η Λόρεν Μπόμπερτ, που έχει φλερτάρει με τη συνωμοσιολογία των QAnon, μπορεί να χάσει την πιο «σίγουρη» θέση.

Αποδεικνύεται τελικά ότι η κοινή λογική μπορεί ακόμα μερικές φορές να νικήσει τα κομματικά αντανακλαστικά. Στο περιθώριο της εκλογικής διαδικασίας οι ψηφοφόροι μπορούν να διακρίνουν μεταξύ καλών και κακών υποψηφίων, κάτι που έχει σημασία όταν στενεύουν τα περιθώρια. Η αμερικανική δημοκρατία φαίνεται να γιατρεύεται και ως εκ τούτου να καθίσταται πιο ασφαλής.

Σε τι κατάσταση μένει λοιπόν η χώρα; Δυστυχώς, για τα επόμενα δύο χρόνια το Κογκρέσο είναι πιθανό να βυθιστεί σε θεατρινίστικες αναμετρήσεις σχετικά με τη χρηματοδότηση της κυβέρνησης και άσκοπες έρευνες για τις επιχειρηματικές συναλλαγές του γιου του προέδρου Χάντερ Μπάιντεν. Τα πραγματικά προβλήματα της Αμερικής θα μείνουν αναπάντητα.

Δεδομένης αυτής της στείρας προοπτικής, είναι προς το συμφέρον της Αμερικής και του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος να αφήσουν πίσω τον Τραμπ και να κοιτάξουν μπροστά. Αλλά ίσως παραδόξως, δεδομένου ότι μόλις ηγήθηκε μιας αξιόλογης επίδοσης στις ενδιάμεσες εκλογές, υπάρχουν επίσης αμφισβητήσεις για το εάν ο Μπάιντεν θα πρέπει να είναι ο υποψήφιος των Δημοκρατικών το 2024. Η κυβέρνησή του, όπως κάθε προεδρία, έχει κάνει πολλά πράγματα στραβά. Όμως, εξοπλίζοντας την Ουκρανία και εφαρμόζοντας πολιτικές για τη δραστική μείωση των εκπομπών άνθρακα, έχει βάλει σε τάξη δύο σημαντικά θέματα. Τώρα, για το καλό του κόμματος και της χώρας, ο κ. Μπάιντεν πρέπει να ξανασκεφτεί τι θα κάνει στη συνέχεια.

Η απομάκρυνση από την εξουσία είναι μια ευγενής αμερικανική παράδοση που είναι σχεδόν τόσο παλιά όσο και η δημοκρατία. Ακολουθώντας αυτή την παράδοση, ο Μπάιντεν θα μπορούσε να αρνηθεί στον Τραμπ τη ρεβάνς του 2020 που τόσο ξεκάθαρα ποθεί ο δεύτερος. Οι Ρεπουμπλικάνοι στο Κογκρέσο μπορεί να έχουν λίγο μικρότερη εμμονή να μπλοκάρουν οτιδήποτε μοιάζει με προεδρική νίκη. Και οι Δημοκρατικοί μπορεί να κάνουν την ανοικοδόμηση της δημοκρατίας κάτι περισσότερο από αερολογίες για ιδιοτελείς λόγους. Με τα επιτεύγματά του και τη σχετική επιτυχία του κόμματός του σε αυτές τις εκλογές, ο Μπάιντεν έχει την ευκαιρία να αποχωρήσει με τους δικούς του όρους. Θα πρέπει να την χρησιμοποιήσει.

© 2021 The Economist Newspaper Limited. All rights reserved. Άρθρο από τον Economist το οποίο μεταφράστηκε και δημοσιεύθηκε με επίσημη άδεια από τον Οικονομικό Ταχυδρόμο. Το πρωτότυπο άρθρο βρίσκεται στο www.economist.com

Πρόσφατα Άρθρα