Κάτι σχετικά με τις παγκόσμιες τάσεις του πληθυσμού φαίνεται να οδηγεί κατά τα άλλα λογικούς ανθρώπους στα άκρα. Σύμφωνα με τα Ηνωμένα Έθνη, ο πληθυσμός του πλανήτη αναμένεται να φτάσει τα 8 δισεκατομμύρια στις 15 Νοεμβρίου. Κρούεται ο κώδωνας του κινδύνου. Οι απαισιόδοξοι σχετικά με τα του παγκόσμιου πληθυσμού έχουν προβλέψει εδώ και καιρό μαζικό λιμό. Τώρα επισυνάπτουν σε αυτές τις προβλέψεις προφητείες περιβαλλοντικής καταστροφής ως αποτέλεσμα του αυξημένου ανθρώπινου πληθυσμού. Άλλοι ανησυχούν για το αντίθετο πρόβλημα: «Η κατάρρευση του πληθυσμού λόγω των χαμηλών ποσοστών γεννήσεων», έγραψε στο Twitter ο Ίλον Μασκ, ο αυτοαποκαλούμενος «chief Twit», «είναι πολύ μεγαλύτερος κίνδυνος για τον πολιτισμό από την υπερθέρμανση του πλανήτη». Στην πραγματικότητα, η μελέτη της πληθυσμιακής αλλαγής κατά την τελευταία δεκαετία υποδηλώνει ότι καμία από αυτές τις αμοιβαία αντιφατικές καταστροφικές προγνώσεις δεν θα αποδειχθεί σωστή.

Χρειάστηκαν δώδεκα χρόνια (από το 1998 έως το 2010) για να αυξηθεί ο παγκόσμιος πληθυσμός από 6 δισεκατομμύρια σε 7 δισεκατομμύρια. Χρειάστηκε ο ίδιος χρόνος για να προστεθεί ένα ακόμη δισεκατομμύριο. Σε αυτό το σκηνικό καταστροφολογίας, αξίζει να θυμηθούμε τι κρύβεται πίσω από αυτήν την αύξηση του πληθυσμού: μεγαλύτερη διάρκεια ζωής, βελτιώσεις στη διατροφή και τη δημόσια υγεία, πτώση στη βρεφική θνησιμότητα, στις ασθένειες και στους θανάτους γυναικών κατά τον τοκετό. Ο παγκόσμιος πληθυσμός συνέχισε να αυξάνεται ακόμη και κατά την έξαρση της πανδημίας covid-19, παρά τη θνησιμότητα που προκαλούσε ο ιός. Σύμφωνα με τις καλύτερες εκτιμήσεις του The Economist, ο ιός σκότωσε μεταξύ 16 και 28 εκατομμύρια ανθρώπους. Αυτό αντιπροσωπεύει έως και το ένα πέμπτο όλων των θανάτων παγκοσμίως κατά τη διάρκεια της περιόδου.

Δεν υπάρχουν πολλά στοιχεία, λοιπόν, που να δείχνουν παγκόσμια δημογραφική κατάρρευση. Ούτε πρόκειται να έρθει σύντομα. Σύμφωνα με τις τρέχουσες τάσεις, ο παγκόσμιος πληθυσμός θα φτάσει τα 9 δισεκατομμύρια το 2037 και θα κορυφωθεί στα 10,4 δισεκατομμύρια κάποια στιγμή μεταξύ 2080 και 2100.

Το φόβητρο του υπερπληθυσμού φαίνεται εξίσου μη απειλητικό. Παρόλο που ξεπερνάμε τα ορόσημα των επιπλέον δισεκατομμυρίων με τον ίδιο ρυθμό, ο παγκόσμιος ρυθμός αύξησης του πληθυσμού μειώνεται γρήγορα. Το 1963 ο συνολικός πληθυσμός αυξήθηκε κατά 2,3%. Το 2022 αυξήθηκε μόλις κατά 0,8%, το χαμηλότερο ποσοστό από τη δεκαετία του 1950.

Πώς μπορεί να μειώνεται η αύξηση ενώ ο πληθυσμός αυξάνεται σταθερά; Η απάντηση είναι ότι η αδράνεια και η δυναμική – ορμή έχουν τεράστια σημασία. Οι δεκαετίες του 1990 και του 2000 ήταν και οι δύο δεκαετίες σχετικά ταχείας πληθυσμιακής αύξησης. Τα παιδιά που γεννήθηκαν τότε φτάνουν τώρα σε αναπαραγωγική ηλικία. Ο αριθμός των ενηλίκων μεταξύ 18 και 49 ετών ήταν 2,2 δισεκατομμύρια το 1987. Σήμερα είναι 3,6 δισεκατομμύρια. Αλλά αυτό το σύνολο πιθανών γονέων φαίνεται να επιλέγει να έχει μικρότερες οικογένειες. Ο συνολικός δείκτης γονιμότητας, ο οποίος μετρά πόσα παιδιά μπορεί να αναμένει να κάνει κάθε γυναίκα, κατά μέσο όρο, στη ζωή της, έχει πέσει από 3,3 το 1990 σε 2,3 τώρα, ελαφρώς μόνο πάνω από το «επίπεδο αναπλήρωσης» του 2,1 περίπου, στο οποίο ο πληθυσμός παραμένει σταθερός. Αν και ο πληθυσμός συνεχίζει να αυξάνεται, η αύξηση δεν φαίνεται σχεδόν καθόλου ανεξέλεγκτη.

Όπως πάντα, ο παγκόσμιος μέσος όρος συγκαλύπτει μεγάλες περιφερειακές διαφορές. Περίπου το ήμισυ της προβλεπόμενης αύξησης του πληθυσμού στον κόσμο μεταξύ 2022 και 2050 θα συμβεί σε μόλις οκτώ χώρες. Πέντε από αυτές βρίσκονται στην Αφρική (Κονγκό, Αίγυπτος, Αιθιοπία, Νιγηρία και Τανζανία). Οι άλλες τρεις βρίσκονται στην Ασία (Ινδία, Πακιστάν και Φιλιππίνες). Η Ινδία πιθανότατα θα ξεπεράσει την Κίνα ως η πιο πυκνοκατοικημένη χώρα του κόσμου το επόμενο έτος. Η Αφρική ξεπέρασε τους συνδυασμένους πληθυσμούς της Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής φέτος (το 1980 είχε μόλις το ένα τρίτο του συνόλου τους). Αυτό θα έχει τόσο περιβαλλοντικές όσο και κοινωνικές επιπτώσεις.

Ας ξεκινήσουμε με τις περιβαλλοντικές συνέπειες. Οι άνθρωποι στην Ινδία και την Αφρική ρυπαίνουν πολύ λιγότερο από τους ομολόγους τους στην Αμερική, την Ευρώπη ή την Κίνα. Σύμφωνα με τα Ηνωμένα Έθνη, οι φτωχές χώρες και οι χώρες με χαμηλότερο μέσο εισόδημα ευθύνονται μόνο για το ένα έβδομο των παγκόσμιων εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα. Αλλά το 90% της αύξησης του πληθυσμού την επόμενη δεκαετία θα προέλθει από αυτές τις λιγότερο ρυπογόνες χώρες. Η αύξηση του πληθυσμού μπορεί μερικές φορές να επιδεινώσει τις περιβαλλοντικές πιέσεις: αναλογιστείτε τη Σομαλία που έχει πληγεί από την ξηρασία. Ωστόσο, σε παγκόσμιο επίπεδο, υπάρχουν ελάχιστα στοιχεία ότι η αύξηση του πληθυσμού, από μόνη της, επιβαρύνει στον ίδιο βαθμό την υπερθέρμανση του πλανήτη, όσο και η αύξηση του βιοτικού επιπέδου.

Παρόμοιο επιχείρημα μπορεί να τεθεί και για τις γηράσκουσες κοινωνίες. Τα δύο τρίτα των ανθρώπων του κόσμου ζουν σε χώρες όπου ο πληθυσμός επιπεδοποιείται ή μειώνεται και όπου ο συνολικός ρυθμός γονιμότητας είναι κάτω από το επίπεδο αναπλήρωσης. Σε 61, ως επί το πλείστον πλούσιες, χώρες, ο πληθυσμός θα μειωθεί κατά 1% ή περισσότερο από τώρα έως το 2050. που συνεπάγεται υψηλότερους φόρους ή χαμηλότερες δαπάνες για τους ηλικιωμένους.

Το αν αυτό συνιστά απειλή για τον πολιτισμό δεν είναι τόσο σαφές. Σύμφωνα με απαισιόδοξες εκτιμήσεις, μια πλούσια χώρα όπως η Γερμανία θα μπορούσε να έχει περίπου τον ίδιο πληθυσμό το 2100 όπως είχε το 1950 (και αυτό υποθέτει ότι η πολύ χαμηλή γονιμότητά της δεν αλλάζει). Αυτό θα ήταν μεγάλη αλλαγή από την σημερινή κατάσταση, αλλά δεν είναι σαφές ότι θα ήταν καταστροφική. Τις επόμενες οκτώ δεκαετίες η αύξηση της παραγωγικότητας θα μπορούσε κάλλιστα να σημαίνει ότι χρειάζονται λιγότεροι εργάτες για να υποστηρίξουν δεδομένο αριθμό συνταξιούχων, με τον ίδιο τρόπο που χρειάζονται λιγότεροι για την καλλιέργεια γης ή τη χύτευση χάλυβα από ό,τι χρειαζόντουσαν πριν από 80 χρόνια, το 1942.

Τίποτα από αυτά δεν σημαίνει ότι ο κόσμος αντιμετωπίζει μεγάλα προβλήματα περιβαλλοντικής υποβάθμισης και πολιτικής αναταραχής. Το όριο των 8 δισεκατομμυρίων δεν προμηνύει δημογραφική καταστροφή. Αντίθετα, η αύξηση του πληθυσμού της Γης φαίνεται να βρίσκεται σε ιδανική συγκυρία: ούτε πολύ ζέστη, ούτε πολύ κρύο.

© 2021 The Economist Newspaper Limited. All rights reserved. Άρθρο από τον Economist το οποίο μεταφράστηκε και δημοσιεύθηκε με επίσημη άδεια από τον Οικονομικό Ταχυδρόμο. Το πρωτότυπο άρθρο βρίσκεται στο www.economist.com

Πρόσφατα Άρθρα