Tο 82% των συνολικών εισοδημάτων που δηλώθηκαν στις φορολογικές αρχές κατά το έτος 2019, προερχόταν από μισθούς και συντάξεις, ενώ  μόλις το 9% περίπου από εισοδήματα ακινήτων και το υπόλοιπο 9% αθροιστικά από επιχειρηματική δραστηριότητα, από κεφάλαιο (μερίσματα κτλ.) και από τους αγρότες. Το γεγονός αυτό καταδεικνύει πως η μισθωτή εργασία «σηκώνει σχεδόν αποκλειστικά το βάρος του φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων».

Τα στοιχεία προέρχονται από την μελέτη που εκπόνησε για λογαριασμό του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ, η κυρία Γεωργία Καπλάνογλου, καθηγήτρια του Τμήματος Οικονομικών Επιστημών του ΕΚΠΑ.

ΙΝΕ ΓΣΕΕ: Πόσο επιβαρύνθηκαν φορολογικά τα μεσαία νοικοκυριά την εποχή των μνημονίων [Γραφήματα]

Πρόκειται για τη μελέτη με τίτλο «η άνιση κατανομή του φορολογικού βάρους στα νοικοκυριά στην Ελλάδα», που παρουσιάσθηκε από το ΙΝΕ – ΓΣΕΕ και εξετάζει τη  μεταβολή του φορολογικού βάρους των νοικοκυριών από το 2008 μέχρι το 2019, εστιάζοντας στον φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων και στους έμμεσους φόρους.

Μισθωτοί και συνταξιούχοι

Σύμφωνα με τη μελέτη ο φόρος εισοδήματος φυσικών προσώπων αφορά
κυρίως τον κόσμο της μισθωτής εργασίας και τους συνταξιούχους. Πριν την εκδήλωση της οικονομικής κρίσης, οι μισθοί και οι συντάξεις αποτελούσαν το 74% του συνολικού δηλωθέντος εισοδήματος.

Κατά τη διάρκεια της κρίσης, τα εισοδήματα από κάθε πηγή κατέρρευσαν, όχι όμως στον ίδιο βαθμό. Την περίοδο 2008 – 2019, τα εισοδήματα από μισθούς και συντάξεις μειώθηκαν κατά 14% περίπου, τα εισοδήματα από ακίνητα κατά 22%, τα αγροτικά εισοδήματα είχαν μειωθεί κατά 25%, ενώ τα εισοδήματα από επιχειρηματική δραστηριότητα κατά 75% περίπου.

Η από το 2014 πλήρης κατάργηση του αφορολόγητου ή της μείωσης φόρου για εισοδήματα από επιχειρηματική δραστηριότητα, οδήγησε στην φορολόγηση του δηλωμένου εισοδήματος από το πρώτο ευρώ, στις πηγές αυτές των εισοδημάτων. Αποτέλεσμα αυτό ήταν να δημιουργηθούν κίνητρα για απόκρυψη εισοδημάτων.

Έτσι το 2019, το 82% των συνολικών εισοδημάτων που δηλώθηκαν στις φορολογικές αρχές προερχόταν από μισθούς και συντάξεις. Από το υπόλοιπο, το 9% περίπου προέρχεται από εισοδήματα από ακίνητα και το υπόλοιπο 9% προέρχεται αθροιστικά από επιχειρηματική δραστηριότητα, από κεφάλαιο (μερίσματα κτλ.) και από τους αγρότες.

Μάλιστα η μελέτη σημειώνει πως εάν κάποιος εύλογα υποθέσει ότι το εισόδημα από κεφάλαιο στο μεγαλύτερο μέρος του φορολογείται αυτοτελώς και όχι με βάση την προοδευτική κλίμακα φορολόγησης του φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο κόσμος της μισθωτής εργασίας είναι αυτός
που σηκώνει σχεδόν αποκλειστικά το βάρος του φόρου αυτού.

Μνημόνια και φόροι

Οι μεταρρυθμίσεις που υιοθετήθηκαν στο πλαίσιο των τριών μνημονίων αύξησαν τη φορολογική επιβάρυνση για το σύνολο σχεδόν των φορολογουμένων.

Η κατάργηση του αφορολόγητου και η αντικατάστασή του με μειώσεις φόρου για ορισμένες μόνο κατηγορίες εισοδήματος, η κατάργηση των περισσότερων φοροαπαλλαγών, η διεύρυνση της χρήσης των τεκμηρίων δαπανών διαβίωσης στο σύνολο σχεδόν των φορολογουμένων, η εισαγωγή της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης, η συμπίεση των εισοδηματικών κλιμακίων και η εφαρμογή υψηλών οριακών φορολογικών συντελεστών από χαμηλότερα εισοδηματικά επίπεδα και άλλα μέτρα αύξησαν σημαντικά το ποσό των φόρων που καταλογίστηκε στα φυσικά πρόσωπα.

Τα φορολογικά μέτρα που ελήφθησαν την περίοδο 2008 – 2014   επιβάρυναν τα πολύ χαμηλά εισοδήματα (προφανώς ως αποτέλεσμα κυρίως της κατάργησης του αφορολόγητου για εισοδήματα που δεν προέρχονται από μισθούς και συντάξεις, της κατάργησης των περισσότερων φοροαπαλλαγών αλλά και της διεύρυνσης της χρήσης των τεκμηρίων) αλλά και για τα μεσαία εισοδήματα ύψους 11.000-19.000 ευρώ, τα οποία επιπροσθέτως επηρεάστηκαν από την αντικατάσταση του αφορολόγητου από τη μείωση φόρου, την κατάργηση του πρόσθετου αφορολόγητου για παιδιά και την επιβολή της εισφοράς αλληλεγγύης.
Από το 2014 έως το 2019 αυξήθηκε περαιτέρω η μέση φορολογική επιβάρυνση για όλους εκτός από αυτούς που ανήκουν στα χαμηλά εισοδηματικά κλιμάκια (με οικογενειακό εισόδημα έως 9.000 ευρώ). H αύξηση του μέσου φορολογικού συντελεστή είναι εντονότερη για τα υψηλότερα εισοδήματα και αντανακλά την αύξηση των οριακών φορολογικών συντελεστών για τα εισοδήματα αυτά αλλά και τη μεγαλύτερη προοδευτικότητα της κλίμακας της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης.

Πλουσιότεροι και φτωχότεροι

Ένα διαχρονικό δομικό χαρακτηριστικό της φορολογίας εισοδήματος, το οποίο λίγο επηρεάστηκε από τις μεταρρυθμίσεις στο πλαίσιο της οικονομικής κρίσης, είναι η συγκέντρωση του βάρους του φόρου σχεδόν αποκλειστικά σε αυτούς που με βάση τις φορολογικές τους δηλώσεις ανήκουν στο πλουσιότερο 40%.

Μετά το 2008, ένα μικρό ποσοστό της φορολογικής επιβάρυνσης μετατοπίστηκε προς το φτωχότερο 60% των φορολογουμένων.

Όμως συνολικά, το 99% των φόρων το 2008 και το 94% των φόρων το 2014 και το 2019 καταλογίζονται στο πλουσιότερο 40%. Εκείνο που, βέβαια, έχει αλλάξει διαχρονικά είναι το επίπεδο εισοδήματος που χρειάζεται ένας φορολογούμενος για να τοποθετηθεί στο πλουσιότερο 40%.

Πριν από την κρίση, το 2008, οι φορολογούμενοι με δηλωθέν εισόδημα άνω των 15.000 ευρώ θεωρούνταν ότι ανήκαν στο πλουσιότερο 40% των φορολογουμένων, ενώ το όριο αυτό μειώθηκε στις 11.000 ευρώ το 2014 και το 2019.

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Tax