Όταν ακούει κανείς για έναν Όμιλο όπως η Goldman Sachs, πολλά έρχονται στο μυαλό, τα περισσότερα εκ των οποίων αφορούν σκληρά χρηματοοικονομικά στοιχεία. Σίγουρα, όμως η διασκέδαση δεν χωράει ή μήπως όχι.

Όταν ο CEO του αμερικανικού κολοσσού, Ντέιβιντ Σόλομον, παρουσιάζει τα οκτώ σημεία που του προσφέρει η καθημερινή του δουλειά, ψάχνει για λίγο… επιδεικτικότητα. Ο ίδιος έχει δημιουργήσει μια αξιοζήλευτη κάβα, αγόρασε μερίδια σε μοντέρνα εστιατόρια στο Μανχάταν και ένα κομμάτι από μια αυτοκρατορία πολυτελών ακινήτων, για τους εξαιρετικά πλούσιους. Αλλά δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο από το να είσαι ιδιοκτήτης μιας ειδυλλιακής καλοκαιρινής κατασκήνωσης για παιδιά στη Νέα Αγγλία – εκτός ίσως από το να είσαι συνιδιοκτήτης σε δύο από αυτές.

Ο DJ CEO της Goldman, η «αυτοκριτική» και ο Χατζηπετρής

Όταν ο Σόλομον έγινε διευθύνων σύμβουλος της Goldman το 2018, ορισμένοι συνάδελφοι γνώριζαν ήδη ότι ήταν συνιδιοκτήτης του «Ρόμπεν των Δασών», ενός καταυλισμού με κόστος 14.900 δολ. ανά καλοκαίρι στο Νιου Χάμσαϊρ σε μια πόλη που ονομάζεται Freedom. Εκεί γύρω είναι γνωστός ως Sol, όπως το παρατσούκλι του ως DJ D-Sol προτού πάρει ξανά το όνομά του.

KenMont και KenWood

Ενας από τους ταγούς της Wall Street έχει έκτοτε επεκτείνει τις επενδύσεις του. Πέρυσι, ο Σόλομον έγινε συνιδιοκτήτης του 99 ετών καμπ KenMont (για αγόρια) και KenWood (για κορίτσια) στους πρόποδες του Berkshire του Κεντ, μια όμορφη πόλη του Κονέκτικατ γνωστή για τις κατασκηνώσεις. Ανήκει σε μια ομάδα επενδυτών που πλήρωσαν περίπου 8,5 εκατομμύρια δολάρια για το καμπ, σύμφωνα με ένα άτομο που γνωρίζει το θέμα, το οποίο ζήτησε να μην κατονομαστεί μιλώντας για μια ιδιωτική συμφωνία. «Προφανώς το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας του είναι σε μετοχές Goldman Sachs», λέει ένας εκπρόσωπος της τράπεζας, αναφερόμενος στον Σόλομον. Ο τραπεζίτης κατέχει περίπου 51 εκατομμύρια δολάρια μετοχών της Goldman, σύμφωνα με μια ρυθμιστική αναλυση τον περασμένο μήνα.

Όπως μεταδίδει το Bloomberg, το KenMont και KenWood καμπ χρεώνει 5.200 δολ. για διαμονή δύο εβδομάδων ή 8.100 δολ. για περίπου τρεισήμισι εβδομάδες, το οποίο περιλαμβάνει πλυντήριο, καντίνα, φωτογραφίες και μεταφορά με λεωφορείο ή μεταφορά από/προς το αεροδρόμιο. Αν και υπάρχουν πιο ακριβά καμπς, αυτό ακούγεται σαν το κατάλληλο μέρος για έναν μελλοντικό master of the universe: Ένας κατασκηνωτής μπορεί να περιμένει μια μέρα που ξεκινά με αυγά και βάφλες πριν κάνει θαλάσσιο σκι. Μετά ακολουθούν καρτ, κοτομπουκιές, Monopoly, τένις, ένα διάλειμμα για σνακ, μαγείρεμα, ποδόσφαιρο, ένα θεματικό δείπνο και στη συνέχεια ένα πάρτι με τον «καταπληκτικό μας DJ».

«Βρήκαμε ένα ανεκμετάλλευτο ακίνητο που λειτουργεί εδώ και 100 χρόνια στο υπέροχο Κεντ», λέει ο Κιθ Κλέιν, διευθύνων σύμβουλος του επενδυτικού ομίλου. «Εγώ  και οι συνεργάτες μου το κάναμε μαζί, και μέσα σε ένα χρόνο είχαμε απίστευτη επιτυχία».

Το «χτύπημα» της πανδημίας

Η βιομηχανία αντιμετώπισε αυτό που ένας τραπεζίτης της Wall Street θα αποκαλούσε δυσμενείς συνθήκες: Το περασμένο καλοκαίρι ένα δημοφιλές καμπ σταμάτησε  νωρίς μετά το ξέσπασμα της Covid-19 και το YMCA πούλησε ένα τεράστιο ακίνητο με τρεις κατασκηνώσεις το 2021, καταγράφοντας απότομες απώλειες. Η επένδυση του Σόλομον μπορεί να είναι συναισθηματική (οι μεγιστάνες είναι γνωστό ότι αγαπούν τις μαγικές παιδικές αναμνήσεις), μια έξυπνη οικονομική κίνηση ή και τα δύο.

Ο Κλέιν δεν σχολίασε λεπτομέρειες της συμφωνίας, εκτός από το να πει ότι ο Σόλομον αγόρασε το μερίδιό του με τον Ρίτσαρντ «Γούντι» Γουντστέιν Richard, ο οποίος είχε αγοράσει τον «Ρομπέν των Δασών» μαζί του το 2004. Ο Σόλομον πήρε τη γεύση του για την κατασκήνωση από τον μπαμπά και τον θείο του, οι οποίοι πήγαν εκεί στα μέσα της δεκαετίας του 1950. Το μελλοντικό στέλεχος ήταν κατασκηνωτής, σύμβουλος, αρχηγός στο χρωματοπόλεμο (παραδοσιακός διαγωνισμός μεταξύ ομάδων κατασκηνωτών) και διευθυντής προγράμματος.

Το KenMont και KenWood επικεντρώνεται στα «σωματικά, συναισθηματικά και κοινωνικά επιτεύγματα». Σύμφωνα με τη φιλοσοφία του, «ένας ανταγωνιστικός κατασκηνωτής μπορεί να επιλέξει να συμμετάσχει σε ενδοσχολικά αθλητικά πρωταθλήματα και τουρνουά, ικανοποιώντας ακόμη και το πιο ανταγωνιστικό πνεύμα», ενώ οι συμμετέχοντες που «δεν απολαμβάνουν τις αγωνιστικές διαστάσεις του στίβου» μπορούν «να βελτιώσουν τις δεξιότητές τους».

Η πανδημία κράτησε τα παιδιά απομονωμένα και μπροστά σε οθόνες – ένας λόγος για τον οποίο η ζήτηση για κατασκήνωση, λέει ο Κλέιν, είναι υψηλή. «Το αγγίζεις, το νιώθεις. Είναι αληθινό, είναι γνήσιο και είναι εξαιρετικά εντυπωσιακό». Ωστόσο, τα έξοδα αυξάνονται: «Το κόστος των υλικών μας είναι αυξημένο κατά 15, 18, 20%». Η πανδημία ανάγκασε ορισμένες κατασκηνώσεις να κλείσουν. Και η εύρεση και η διατήρηση αξιόπιστου προσωπικού έχει προκαλέσει δυσκολίες στις εταιρείες σε όλη τη χώρα.

Ακόμα κι έτσι, ο τόνος του Κλέιν ηχεί όπως ο ενθουσιασμός ενός παιδιού που τραγουδά στη φωτιά: «Αυτή είναι μια πολύ, πολύ, πολύ μεγάλη βιομηχανία».

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Διεθνή