Την ώρα που η διαδικασία για την υποβολή φορολογικών δηλώσεων «τρέχει» σε φουλ ρυθμούς, με τους πολίτες να δηλώνουν τα εισοδήματα που απέκτησαν το 2022, τα στοιχεία της ΑΑΔΕ για τα περασμένα έτη δίνουν τροφή για σκέψη και επαναφέρουν στο προσκήνιο το πολυσυζητημένο όριο των… 10.000 ευρώ.

Με την πλειονότητα των ελλήνων φορολογουμένων – και πιο συγκεκριμένα 7 στους 10 – να δηλώνουν στην Εφορία ετήσια εισοδήματα κάτω από 10.000 ευρώ, τίθεται το ερώτημα αν μιλάμε για έκρηξη φοροδιαφυγής ή για συρρίκνωση των εισοδημάτων από μισθούς, συντάξεις και λοιπά εισοδήματα, με την πλάστιγγα να γέρνει ξεκάθαρα υπέρ της πρώτης επιλογής.

Η προεκλογική μάχη για τη φορολογία – Ποιες οι προτάσεις των κομμάτων

Πολλοί κάνουν λόγο για «προσαρμογή» των δηλωθέντων εισοδημάτων, από μερίδα φορολογουμένων, στα όρια του αφορολογήτου της σχετικής κλίμακας, προκειμένου να ξεγελάσουν την πολιτεία. Από τη στιγμή, μάλιστα, που το φαινόμενο είναι διαχρονικό, με μικρές αποκλίσεις και χαρακτηριστικές εξάρσεις τα τελευταία χρόνια, εμφανίζονται ολοένα και περισσότερο φαινόμενα πολιτών που δηλώνουν χαμηλό εισόδημα, όσο είναι και το αφορολόγητο γι’ αυτούς όριο, ενώ κυκλοφορούν προκλητικά με πολυτελή αυτοκίνητα και διαβιούν με πλουσιοπάροχο τρόπο ζωής ανερυθρίαστα, εις βάρος του κοινωνικού συνόλου.

Ενδεικτικά, το 2015, 3.575.990 φορολογούμενοι δήλωσαν έως 10.000 ευρώ, με τον φόρο να ανέρχεται στα 399 εκατ. ευρώ. Το 2016 μόλις 3 στους 10 εμφάνισαν εισόδημα πάνω από 10.000 ευρώ, ενώ το 2017 έξι στις δέκα οικογένειες δήλωσαν εισόδημα χαμηλότερο των 10.000 ευρώ. Συγκεκριμένα, στις 6.370.099 φορολογικές δηλώσεις που υποβλήθηκαν το 2018 (εισοδήματα 2017), εισόδημα χαμηλότερο των 10.000 ευρώ δήλωσαν 3.964.567 φορολογούμενοι σε οικογενειακό επίπεδο, δηλαδή το 58,9% των νοικοκυριών.

Το 2018, από το σύνολο των φορολογουμένων με εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες, το 51,87% δήλωσε εισόδημα έως 10.000 ευρώ και το 2019 σχεδόν έξι στις δέκα φορολογικές δηλώσεις (58,9%) που υποβλήθηκαν ενσωμάτωσαν εισοδήματα χαμηλότερα των 10.000 ευρώ.

Τέλος, τη διετία 2020 – 2021 καταγράφηκαν οι ίδιες τάσεις, με τη μεν πρώτη χρονιά έξι στα δέκα νοικοκυριά να δηλώνουν στην Εφορία ετήσια εισοδήματα που δεν ξεπέρασαν τα 10.000 ευρώ, ενώ το 2021 (τελευταία διαθέσιμα στοιχεία) περισσότεροι από έξι εκατομμύρια φορολογούμενοι, σε σύνολο περίπου εννέα εκατομμυρίων (αναλογία 7 στους 10), δήλωσαν εισοδήματα κάτω από το συγκεκριμένο όριο.

Αξίζει να σημειωθεί ότι τα περισσότερα από τα εισοδήματα που βρίσκονται κάτω από το φάσμα των 10.000 ευρώ είναι αφορολόγητα καθώς προέρχονται κυρίως από μισθούς ή συντάξεις. Οπως ανέφερε το σχετικό ρεπορτάζ από «Το Βήμα της Κυριακής» (21/5), «σε σύνολο 8.929.096 φορολογουμένων εκείνοι που δηλώνουν ετήσια εισοδήματα κάτω των 10.000 ευρώ το 2021 ανέρχονται σε 6.045.895 πολίτες. Το γεγονός αυτό είναι και η βασική αιτία που το υπουργείο Οικονομικών εδώ και πολλά χρόνια δεν “αγγίζει” τα τεκμήρια καθώς θεωρούν αρμοδίως ότι πολλοί από τους παραπάνω πολίτες δεν δηλώνουν τα πραγματικά τους εισοδήματα γιατί φοροδιαφεύγουν».

Πανδημία και φοροδιαφυγή

Ο Απόστολος Αλωνιάτης, οικονομολόγος – φοροτεχνικός, α’ αντιπρόεδρος του Ινστιτούτου Οικονομικών και Φορολογικών Μελετών (ΙΟΦΟΜ), επισημαίνει πως τα τελευταία στοιχεία αφορούν την περίοδο 2020 – 2021, όπου η πανδημία είχε κάνει ιδιαίτερα αισθητή την παρουσία της και επηρέασε αρνητικά μια σειρά από επαγγέλματα. «Για παράδειγμα οι δικηγόροι, πώς να έχουν εισοδήματα από τη στιγμή που είχαμε πανδημία και ήταν κλειστά τα δικηγορικά γραφεία. Χωρίς να είναι δικαιολογία, πρέπει να εξετάσουμε  το γεγονός ότι υπήρχε μια πτώση στους πρώην ελεύθερους επαγγελματίες, έχουμε τους επιτηδευματίες που έχουν έναν φούρνο, μια ατομική επιχείρηση και επλήγησαν», αναφέρει και προσθέτει ότι την περίοδο που εξετάζουμε κάποιοι δεν είχαν πραγματικά εισοδήματα και βέβαια και κάποιοι είναι γνωστοί στον χώρο αυτό για τη φοροδιαφυγή και τα επαγγέλματά τους τα γνωρίζει η κυβέρνηση».

Οπως λέει, «σε ορισμένα επαγγέλματα έχει νομοθετηθεί πως αν κόψεις μια απόδειξη και την πληρώσεις ηλεκτρονικά μετράει στο να γίνει αφαίρεση από τη δήλωσή σου, από το εισόδημά σου. Αρα γνωρίζει η εκάστοτε κυβέρνηση ποιοι είναι αυτοί που φοροδιαφεύγουν».

Την ίδια ώρα, ο κ. Αλωνιάτης επισημαίνει ότι δεν γίνονται έλεγχοι. «Σου λέει αυτός: “Βάλε τη δαπάνη, ποιος θα με ελέγξει”. Ομως, χρειάζονται έλεγχοι έξω, γιατί καλό το mydata, καλή κάθε ενέργεια που λαμβάνεται ενάντια στη φοροδιαφυγή. Είναι καλοδεχούμενο μέτρο, τουλάχιστον από τον κλάδο των φοροτεχνικών γιατί αναδεικνύεται η δουλειά τους, αλλά από εκεί και πέρα αν δεν βγάλεις συνεργεία έξω να δεις τι γίνεται δεν θα πιάσεις ποτέ τη φοροδιαφυγή. Γι’ αυτό μας έβαλε χέρι και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή».

Να δοθούν κίνητρα

Σύμφωνα με τον ίδιο, πρέπει να δοθούν κίνητρα στην αντίθετη μεριά. «Σήμερα λέμε να έχει κάποιος το 30% πληρωμένο με κάρτα, με πίστωση κ.λπ. για να μη φάει το πέναλτι του 22% στη διαφορά. Αν όμως δοθούν κίνητρα θα είναι διαφορετικά. Οπως δόθηκαν μέχρι το 2025 για τους υδραυλικούς και τους ηλεκτρολόγους που ήταν αφαίρεση από το εισόδημα, δηλαδή να πάρεις μια απόδειξη μέχρι ένα ποσό και να την πληρώσεις και ηλεκτρονικά και τότε θα σου την αφαιρέσει η Εφορία από το συνολικό εισόδημα».

«Εάν λοιπόν δεν δοθούν τέτοια κίνητρα ώστε να αναγκάσεις τον πολίτη να ζητήσει την απόδειξη όπου θα έχει κάποιο όφελος, δεν θα προχωρήσει αυτή η ιστορία. Να δώσεις κίνητρα στον πολίτη για να μην πει ο άλλος θα έρθω, θα σου κάνω και 20% έκπτωση και να είναι μαύρα. Αν μου φέρεις αυτά και όχι αποδείξεις από σουπερμάρκετ, εγώ πρέπει να σου δώσω κέρδος στη φορολογική δήλωση. Πρέπει να του δώσεις το τυράκι του φορολογουμένου», προσθέτει χαρακτηριστικά.

Ο επανασχεδιασμός των φορολογικών εργαλείων και φορολογικός έλεγχος έξω, στη διακίνηση, είναι, σύμφωνα με τον Αλωνιάτη, ο ακρογωνιαίος λίθος για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής. «Δεν ξέρω αν θα πετύχει το ηλεκτρονικό τιμολόγιο που είναι στα σκαριά, αλλά και πάλι αν δεν βγάλεις κόσμο έξω δεν θα κάνεις τίποτα», καταλήγει.

Να αυξηθεί η «ποιότητα» των ελέγχων

Ο αντιπρύτανης Οικονομικού Προγραμματισμού και Υποδομών του ΟΠΑ, καθηγητής Κωνσταντίνος Δράκος, αναφέρεται στον αριθμό εκείνων που δηλώνουν εισοδήματα χαμηλότερα των 10.000 ευρώ, υπογραμμίζοντας πως «αναμφισβήτητα πρόκειται για ένα πολύ μεγάλο ποσοστό, το οποίο υποδηλώνει μεγάλο βαθμό φοροδιαφυγής υπό τη μορφή αδήλωτων εισοδημάτων».

Οπως σημειώνει, «απαιτείται ανάλυση των δεδομένων προκειμένου να επιμετρηθεί το ποσοστό αυτό ανά επαγγελματική κατηγορία, ούτως ώστε να διαπιστωθεί εάν υπάρχουν συγκεκριμένοι κλάδοι στους οποίους παρατηρείται μεγάλη απόκλιση από τον μέσο όρο» και αυτό, σύμφωνα με τον ίδιο, «θα βοηθήσει στην αποτελεσματικότερη στόχευση των ελεγκτικών μηχανισμών, δεδομένου ότι οι ελεγκτικοί πόροι είναι πεπερασμένοι».

Σε ερώτηση για το πώς μπορεί να μειωθεί αυτός ο αριθμός – με την αλλαγή των φορολογικών εργαλείων ή με περισσότερο έλεγχο – ο Δράκος τονίζει πως η λύση οφείλει να είναι πολυδιάστατη. «Είναι σίγουρο ότι η εντατικοποίηση των ελέγχων θα βοηθούσε, ωστόσο δεν είναι τόσο πρόβλημα της “ποσότητας” των ελέγχων, όσο μάλλον της “ποιότητάς” τους. Οι στοχευμένοι έλεγχοι, παρά οι τυχαίοι, αναμένεται να είναι πιο αποτελεσματικοί. Επιπλέον, η διασταύρωση στοιχείων με χρήση ηλεκτρονικών μέσων θα ήταν χρήσιμη, με σκοπό να διαπιστωθούν εάν συγκεκριμένες καταναλωτικές συμπεριφορές ή εν γένει δαπάνες δεν συνάδουν με τα (μη-)δηλωθέντα εισοδήματα».

«Εννοείται ότι ακόμη και η μείωση των φορολογικών συντελεστών ή η απλοποίησή τους (π.χ. ένας σταθερός φορολογικός συντελεστής) θα βοηθούσε στη μείωση των κινήτρων για φοροδιαφυγή», προσθέτει ο αντιπρύτανης του ΟΠΑ.

Μετρητά και παραοικονομία

Τέλος, ο Δράκος στέκεται στην τόνωση των ηλεκτρονικών πληρωμών, η οποία, αν μη τι άλλο, δημιουργεί ελπίδες για περιορισμό της φοροδιαφυγής. «Εάν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, η χρήση φυσικού χρήματος και οι συνακόλουθες συναλλαγές με μετρητά, στη συντριπτική τους πλειονότητα, εξυπηρετούν την παραοικονομία. Δεν υπάρχει απολύτως κανένας άλλος λόγος μη χρήσης μέσων ηλεκτρονικών πληρωμών. Τα τελευταία χρόνια, ειδικά κατά και μετά την πανδημία, η αποδοχή ηλεκτρονικών πληρωμών έχει επεκταθεί και σίγουρα μπορεί να λάβει καθολικό χαρακτήρα».

Πού στρέφεται η προσοχή

Με βάση τα δεδομένα προκύπτει ότι καθώς τα «παραθυράκια» φοροδιαφυγής στους μισθωτούς και τους συνταξιούχους είναι λιγοστά και -σύμφωνα με τα αντίστοιχα στοιχεία- επικεντρώνονται σε μια πιθανή δεύτερη εργασία υπό το καθεστώς της «μαύρης» απασχόλησης και στην «ριψοκίνδυνη» εμφάνιση μειωμένων εισοδημάτων από ενοίκια, τα βλέμματα στρέφονται στην αδήλωτη εργασία και στις τάξεις των αυτοαπασχολουμένων. Οι τελευταίοι μπορούν πιο εύκολα είτε να «φουσκώνουν» τις επαγγελματικές δαπάνες για να μην επιβαρύνονται με φόρο εισοδήματος είτε να κάνουν συναλλαγές χωρίς να εκδίδουν τα σχετικά παραστατικά.

Και επειδή τα πραγματικά «ευάλωτα» νοικοκυριά αποτελούν τον στόχο των εκάστοτε πολιτικών με κοινωνικό πρόσημο και γι’ αυτό τον λόγο χρησιμοποιούνται εισοδηματικά κριτήρια -αυτά που βασίζονται στα στοιχεία της ΑΑΔΕ από τις φορολογικές δηλώσεις- φαίνεται πως η μάστιγα της φοροδιαφυγής ζει και βασιλεύει παρά τα όποια μέτρα, τα κίνητρα και τους ελέγχους. Τα στοιχεία κινούν υποψίες και στον πλέον ανυποψίαστο πολίτη, γιατί κανείς σώφρων δεν πιστεύει ότι το 70% των πολιτών έχει εισοδήματα κάτω από 10.000 ευρώ, ενώ ουσιαστικά τορπιλίζεται κάθε προσπάθεια χάραξης ενός δίκαιου «χάρτη» και θύμα αποτελούν οι συνεπείς και ειλικρινείς.

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Tax