Στην τελευταία ενότητα του κειμένου του «Υστερόγραφο για τις κοινωνίες του ελέγχου», ο Ζιλ Ντελέζ αναφέρεται στο «όραμα» του Φελίξ Γκουαταρί για την ύπαρξη μιας ηλεκτρονικής κάρτας, η οποία θα επιτρέπει (ή θα απαγορεύει) την πρόσβαση των ανθρώπων σε γειτονιές, δρόμους, πόλεις κ.λπ., υποδηλώνοντας βεβαίως τη δυνατότητα της συνεχούς παρακολούθησής τους.

Το κείμενο δημοσιεύτηκε το 1992, αρκετά χρόνια προτού τεχνολογίες όπως το διαδίκτυο, τα GPS, τα έξυπνα τηλέφωνα και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης γίνουν οργανικό μέρος – μια κανονική πλευρά – της καθημερινής ζωής πολλών ανθρώπων, αρκετά χρόνια προτού τα δεδομένα (data) αναλάβουν τον παραδοσιακό ρόλο του κεφαλαίου, δημιουργήσουν τις συνθήκες για πιο στοχευμένη εμπορευματοποίηση και νέες μορφές εξουσίας, αναπτύξουν πρακτικές επιτήρησης και ελέγχου, οι οποίες όχι απλώς προβλέπουν, αλλά διαμορφώνουν την ανθρώπινη συμπεριφορά.

Το «Υστερόγραφο» είναι το κείμενο με το οποίο κλείνει ο συλλογικός τόμος Εισαγωγή στις Ψηφιακές Σπουδές, αλλά δεν είναι το μοναδικό που διερευνά τους νέους κόσμους που δημιουργούνται με τη συνδρομή των ψηφιακών τεχνολογιών. Αυτές τις διαστάσεις της μετάβασης στην ψηφιακότητα συζητούν, επίσης, τα κείμενα των Μπραϊντότι, Ζούμποφ, Ο’Ράιλι και Νέγκρι.

Η ψηφιακή νεωτερικότητα

Ωστόσο, όπως επισημαίνει ο Μανώλης Πατηνιώτης στην εισαγωγή, «η μετάβαση στην ψηφιακότητα δεν σηματοδοτεί την κίνηση της κοινωνίας στην κατεύθυνση της ουτοπίας, αλλά ούτε στην κατεύθυνση της δυστοπίας». Πρόκειται μάλλον για ένα «πρότζεκτ», το οποίο επιπλέον έχει σημαντικές φιλοσοφικές διαστάσεις, καθώς επανασχεδιάζει «τη σχέση του ανθρώπου με τον κόσμο, καταλύοντας τις εδραίες διακρίσεις της δυτικής νεωτερικότητας».

Ο τόμος φωτίζει και αυτές τις διαστάσεις, μέσα από κείμενα τα οποία συζητούν ερωτήματα που συνδέονται με την ηθική (ΜακΚάλοχ, Γουίνερ) και τη συνείδηση των μηχανών (Πάτναμ, Τσάλμερς), την ικανότητά τους να επικοινωνούν (Γουίβερ) και να σκέφτονται (Τιούρινγκ), την επαναθεμελίωση της φυσικής (Φρέντκιν). Σ’ αυτούς τους ευρύτερους προβληματισμούς εντάσσονται, επίσης, τα κείμενα του Μάνοβιτς, για το status quo των νέων μέσων της εποχής του και της Καβαλάρο για το κίνημα του κυβερνοπάνκ, τη σχέση του με τις τεχνολογίες της δυνητικής πραγματικότητας και τη συμβολή του Γουίλιαμ Γκίμπσον σ’ αυτό το λογοτεχνικό/πολιτισμικό είδος.
Το βιβλίο αποτελεί μια πολύ σημαντική συμβολή στην ελληνόγλωσση βιβλιογραφία, η οποία αφορά το αναδυόμενο, διεπιστημονικό πεδίο των ψηφιακών σπουδών.

Μεταφέρει τον ενθουσιασμό για τις ψηφιακές τεχνολογίες, αλλά ταυτόχρονα και την ανάγκη για κριτική μελέτη των ζητημάτων που θέτει το ψηφιακό και ως αντικείμενο μελέτης και ως αναλυτική κατηγορία. Απαντά με τον καλύτερο τρόπο στις κατηγορίες που συχνά απευθύνονται σ’ αυτό το νέο πεδίο μελέτης ως απολιτικό, τεχνοκρατικό, συντηρητικό ή ως να προάγει έναν μετα-κριτικό θετικισμό.

Η επιλογή των συγκεκριμένων κειμένων δείχνει ότι οι ψηφιακές σπουδές μπορούν να παραγάγουν έναν λόγο για το ψηφιακό και για τον υπολογισμό (computation) όχι ως μια αντικειμενική αποτύπωση του κόσμου, αλλά ως πολιτισμική πράξη που πρέπει να μελετηθεί στο ιστορικό και πολιτισμικό πλαίσιο ανάπτυξής της. Εναν λόγο που φωτίζει και δεν συσκοτίζει τις πολιτισμικές αξίες που ενσωματώνονται στους αλγόριθμους, καθώς και τις αισθητικές ποιότητες και τα ηθικά διλήμματα που το ψηφιακό δημιουργεί.

Προβληματισμοί για το τώρα και το μετά

Οχι μόνο τα μεταφρασμένα κείμενα, αλλά και τα πρωτότυπα κείμενα/σχόλια των μεταφραστών που τα συνοδεύουν αποτελούν σημαντική συμβολή στο πεδίο των ψηφιακών σπουδών. Το βιβλίο συνολικά αποτυπώνει τους προβληματισμούς που αναπτύχθηκαν στο πλαίσιο ενός διαρκούς σεμιναρίου, το οποίο αποτελεί εξέλιξη του μαθήματος «Ψηφιακές Σπουδές» του μεταπτυχιακού προγράμματος σπουδών Ιστορίας και Φιλοσοφίας της Επιστήμης και της Τεχνολογίας του Τμήματος Ιστορίας και Φιλοσοφίας της Επιστήμης του ΕΚΠΑ.

Συνιστά προϊόν συνεργασίας των μελών μιας διεπιστημονικής ομάδας, η οποία συζητά τις κοινωνικές και πολιτισμικές επιπτώσεις των ψηφιακών τεχνολογιών, αλλά και τους τρόπους με τους οποίους αυτές οι τεχνολογίες επηρεάζουν τη γνώση. Η ομάδα αναδεικνύει την ιδιαίτερη συμβολή του κάθε γνωστικού αντικειμένου στα ζητήματα που μελετά και ταυτόχρονα αναζητά τις κοινές θέσεις και τις συνέπειές τους σε ένα επιστημικό επίπεδο.

Εύχομαι στο μέλλον να δούμε περισσότερες μελέτες, οι οποίες να μπορούν να εκτιμήσουν τις νέες τεχνολογίες όχι από μια μοραλιστική σκοπιά, η οποία συνήθως απλοποιεί και ρομαντικοποιεί τους προ-ψηφιακούς κόσμους. Αντίθετα, να δούμε μελέτες οι οποίες θα αναδεικνύουν τις πολλαπλές και αντιφατικές επιπτώσεις του ψηφιακού στην καθημερινή ζωή διαφορετικών ανθρώπων σε διαφορετικά μέρη του κόσμου, καθώς και τους ποικίλους βαθμούς χρήσης, ενσωμάτωσης και αποδοχής των ψηφιακών τεχνολογιών ως κανονιστικών. Μελέτες, οι οποίες θα θεματοποιούν ευρύτατα διαδεδομένες αντιλήψεις, όπως ότι ζούμε πλέον στην «κοινωνία της πληροφορίας» και είμαστε όλοι περισσότερο συνδεδεμένοι.

Χρειαζόμαστε περισσότερες έρευνες που θα θέτουν ερωτήματα που αφορούν τα υλικά, κοινωνικά και ιδεολογικά θεμέλια που στηρίζουν τέτοιου είδους αντιλήψεις, όπως, ποιος κατέχει την πληροφορία, πού μεταφέρονται τα κόστη μιας κοινωνίας της πληροφορίας η οποία είναι φτηνή, αποτελεσματική και καθαρή, τι σημαίνει πολιτική ενεργητικότητα στην κοινωνία της πληροφορίας;

Αντί να προσπαθούμε να αποφασίσουμε εάν οι ψηφιακές τεχνολογίες είναι καλές ή κακές, ίσως έχει περισσότερο ενδιαφέρον να εστιάσουμε στις εγγενείς αντιθέσεις και αντιφάσεις τους και να εξερευνήσουμε την επίδρασή τους στον τρόπο με τον οποίο κάνουμε επιστήμη, κατανοούμε την επιστήμη και το τι σημαίνει άνθρωπος στην εποχή μας.

Η κυρία Βασιλική Λαλιώτη είναι επίκουρη καθηγήτρια Ανθρωπολογίας της Επιτέλεσης στο Τμήμα Μουσικών Σπουδών του ΕΚΠΑ.

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Plus