Όταν η Έλινορ Όστρομ έγινε η πρώτη γυναίκα που έλαβε το βραβείο Νόμπελ στα οικονομικά, το 2009, είπε: «Δεν θα είμαι η τελευταία». Αν και αποδείχθηκε έκτοτε ότι είχε δίκιο, ήταν ωστόσο, πραγματικά, η κατάλληλη στιγμή για τη βράβευσή της, μετά από τόσα χρόνια κόπων και αναμονής. Η Όστρομ, η οποία απεβίωσε το 2012, βγήκε, τελικά , νικήτρια, παρόλο που είχε αποκλειστεί για χρόνια από τον πυρήνα των οικονομικών. Άρα, έχουν, τελικά, τα οικονομικά κάποιο πρόβλημα με τις γυναίκες; Και έχουν και οι γυναίκες κάποιο πρόβλημα με τα οικονομικά;

Νωρίτερα το καλοκαίρι, η Βασιλική Οικονομική Εταιρεία (Royal Economic Society) δημοσίευσε έκθεση που δείχνει την άνιση εκπροσώπηση των φύλων στον τομέα των οικονομικών, στο Ηνωμένο Βασίλειο. (Συνήθιζα να προσφέρω τις υπηρεσίες μου στο Συμβούλιο της Βασιλικής Οικονομικής Εταιρείας, την ομάδα που επιβλέπει τις δραστηριότητες της Εταιρείας.) Η εικόνα δεν είναι ενθαρρυντική. Τα ακαδημαϊκά οικονομικά παραμένουν, ως επί το πλείστον, ένας ανδροκρατούμενος χώρος, και όσο ανώτερη είναι η θέση εργασίας, τόσο πιο «ανδρική» είναι.

Οι γυναίκες αποτελούν το 32% των προπτυχιακών φοιτητών στα οικονομικά (από 27% το 1996) και 26% των ακαδημαϊκών οικονομολόγων (από 18 % το 1996). O ρυθμός αυτός προόδου, για ένα διάστημα 25 ετών, δεν είναι ενθαρρυντικός. Αντιθέτως, είναι και δυσάρεστο γεγονός για τα οικονομικά.

Το πρόβλημα είναι πολύ πιο έντονο στα ακαδημαϊκά οικονομικά παρά στον τομέα των οικονομικών, ευρύτερα. Οι μισοί από το σύνολο των μεταπτυχιακών φοιτητών στα οικονομικά,  στο Ηνωμένο Βασίλειο, είναι γυναικείου φύλου. Αυτές οι γυναίκες στρέφονται προς τον ιδιωτικό τομέα για εύρεση εργασίας (τραπεζικέςκαι συμβουλευτικές υπηρεσίες και τεχνολογία πληροφοριών),  σε δεξαμενές σκέψεις (think tanks), στην Τράπεζα της Αγγλίας ή στην Κρατική Οικονομική Υπηρεσία, όπου απασχολούνται σε μεγαλύτερο ποσοστό γυναίκες οικονομολόγοι απ’ ό,τι στα Πανεπιστήμια.

Σε διεθνές επίπεδο, οι γυναίκες είναι εκείνες που διοικούν, ή διοικούσαν πρόσφατα, το Υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ, το Συμβούλιο Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ και το ΔΝΤ. Οι ανώτεροι οικονομολόγοι τόσο του ΔΝΤ όσο και της Παγκόσμιας Τράπεζας είναι γυναίκες.

Φαίνεται, λοιπόν, παράδοξο το ότι τα ακαδημαϊκά οικονομικά είναι τόσο απρόσιτα ή μη ελκυστικά για τις γυναίκες. Μέρος του προβλήματος είναι η αστάθεια που χαρακτηρίζει τις κατώτερες ακαδημαϊκές θέσεις σε όλους τους τομείς και η ανάγκη για δημοσιεύσεις ακριβώς τη στιγμή που πολλές γυναίκες χρειάζεται να πάρουν άδεια μητρότητας. Πρέπει, επομένως, να αναδιαμορφωθούν με τέτοιο τρόπο οι ακαδημαϊκές θέσεις εργασίας, ώστε να γίνουν περισσότερο ελκυστικές και κατάλληλες για άτομα που θα έχουν συγκεκριμένες απαιτήσεις σε συγκεκριμένες στιγμές της ζωής τους. Μέχρι στιγμής, όμως, κάτι τέτοιο δεν έχει συμβεί.

Ωστόσο, η μη ύπαρξη κάποιας καριέρας περισσότερο φιλικής για τη δημιουργία οικογένειας δεν αποτελεί το μοναδικό πρόβλημα. Πριν από τέσσερα χρόνια, η Alice Wu, προπτυχιακή φοιτήτρια στο Πανεπιστήμιο Μπέρκλεϋ, δημοσίευσε μια συστηματική μελέτη της γλώσσας που χρησιμοποιείται για τις γυναίκες ακαδημαϊκούς στο φόρουμ EconJobRumors. Η έρευνα της Wu έκανε την Αμερικανική Οικονομική Ένωση να δίνει περισσότερη προσοχή στις διακρίσεις εις βάρος των γυναικών στο συγκεκριμένο επάγγελμα. Μένει, ακόμη, να δούμε αν θα υπάρξει κάποιο αποτέλεσμα από αυτό.

Η οικονομική συντάκτρια, Στέισι Βάνεκ Σμιθ, συγγραφέας του «Μακιαβέλι για γυναίκες», υποστηρίζει ότι η διαφάνεια συμβάλλει στην αλλαγή. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, είναι, πλέον, υποχρεωτικό για κάθε οργανισμό με τουλάχιστον 250 υπαλλήλους να αναφέρει τυχόν χάσμα στους μισθούς μεταξύ ανδρών και γυναικών. Η Βάνεκ Σμιθ πιστεύει ότι αυτός ο κανόνας πιέζει, τώρα, το μισθολογικό χάσμα μεταξύ των δύο φύλων: είναι ντροπιαστικό να πρέπει να εξηγήσεις αυτή τη μισθολογική ανισότητα και στα αφεντικά δεν αρέσει να ντρέπονται.

Είναι επίσης ενοχλητικό, στις μέρες μας, να έχουμε τόσο λίγες γυναίκες οικονομολόγους σε ανώτερες ακαδημαϊκές θέσεις, ειδικά όταν η παρουσία γυναικών είναι, πλέον, αισθητή σε θέσεις στελεχών. Υπάρχει, επομένως, ελπίδα. Μια απλή πρόοδος που μπορούμε να κάνουμε είναι να «πλασάρουμε» καλύτερα τα οικονομικά σε υποψήφιους για τα Πανεπιστήμια και να προσπαθήσουμε να διδάξουμε καλύτερα τα οικονομικά σε όσους τα παρακολουθούν στο Πανεπιστήμιο που φοιτούν.

«Αν ρωτήσετε [τους νέους] τι είναι ένας οικονομολόγος, θα πουν ότι είναι ένας βαρετός άντρας με κοστούμι», αναφέρει η Σάρα Σμιθ, καθηγήτρια οικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Μπρίστολ. «Αν τους ρωτήσετε τι αφορά ο τομέας των οικονομικών, θα σας πουν ότι έχει σχέση με χρήματα, τραπεζικά και χρηματοοικονομικά».

Τόσο η Σμιθ όσο και η Κόιλ πιστεύουν ότι η ταύτιση αυτή των οικονομικών με το χρήμα και τα χρηματοοικονομικά είναι κάτι που προσελκύει περισσότερο τα αγόρια των 17 ετών, και όχι τα κορίτσια της ίδιας ηλικίας. Δεν μπορώ να αποδείξω ότι αυτή η λανθασμένη αντίληψη συμβάλλει στην άνιση εκπροσώπηση των φύλων στον τομέα αυτό, αλλά σίγουρα υποτιμά την αξία των οικονομικών.

Ένα μάθημα ανοικτής πρόσβασης, το Core, υιοθετεί μια διαφορετική προσέγγιση. Ξεκινά με μεγάλα οικονομικά ζητήματα ανισότητας, φτώχειας και βιώσιμης ανάπτυξης, ζητήματα, δηλαδή, που οι μαθητές σε όλο τον κόσμο θεωρούν ως κορυφαίες προτεραιότητες. Στη συνέχεια, το Core χρησιμοποιεί συνηθισμένα οικονομικά εργαλεία, με σκοπό να διερευνήσει τα ζητήματα αυτά. Μέσω της προσέγγισης αυτής, γίνεται πιο εύκολα κατανοητό το τι είναι τα οικονομικά. Ενώ, παράλληλα, εάν διευρύνει τις θεματικές του σε πιο ελκυστικά ζητήματα, τότε τα οικονομικά θα βγουν ακόμη πιο κερδισμένα.

Η καριέρα της Έλινορ Όστρομ θα πρέπει να αποτελέσει παράδειγμα. Αποκλείστηκε από τα συμβατικά οικονομικά επειδή, όπως κάθε κορίτσι που μεγάλωσε τη δεκαετία του 1940, απομακρύνθηκε από τα μαθηματικά. Έγινε πολιτικός επιστήμονας και έδωσε μια πιο περιεκτική κατανόηση και προσέγγιση των ερωτημάτων που αφορούσαν τα οικονομικά, των εργαλείων που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και των ανθρώπων που θα έπρεπε να λαμβάνουν τις αποφάσεις. Ήταν ένα άτομο που έκανε τα οικονομικά βαθύτερα, κάνοντάς τα ευρύτερα. Δεν θα είναι η τελευταία.

Πρόσφατα Άρθρα