Η συμπλήρωση είκοσι ετών από την ένταξη της Ελλάδος στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ), στο ευρώ, στη Ζώνη του Ευρώ, στην Ευρωζώνη, είναι μία σημαντική επέτειος, ένας σημαντικός σταθμός στη νεώτερη ελληνική οικονομία.

Μολονότι βραχύχρονη η περίοδος αυτή, προσφέρεται για έναν ψύχραιμο  απολογισμό, χωρίς δαιμονοποιήσεις και υπερβολές, χωρίς ωραιοποιήσεις και ιδεοληπτικές εμμονές, αλλά μόνο με κριτική των πεπραγμένων, των μέτρων και των παραλείψεων, με σκοπό τη διόρθωση των «ημαρτημένων» και την αποτροπή της συνέχισης  παθημάτων χωρίς να γίνονται μαθήματα.

Διότι, και το 2001 ήταν μία σημαντική πρόκληση, όπως κι εκείνες του 1981 με την ένταξη της χώρας μας στην ΕΟΚ, του 1993 με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως συνέχεια της ΕΟΚ και την προετοιμασία με κριτήρια ένταξης των χωρών στο ενιαίο νόμισμα, το ευρώ, του 2000 με τη σημαντική, αλλά πολύ φιλόδοξη Στρατηγική της Λισαβώνας.

Η μεγάλη περιπέτεια και οδυσσειακές σειρήνες

Με την ευκαιρία της επετείου αυτής ο «Οικονομικός Ταχυδρόμος», συνεχίζοντας την παράδοση δεκαετιών, ανοίγει πάλι έναν φάκελο μιας τρακονταετούς περιπέτειας της χώρας μας στην πορεία προς την Ευρώπη, η οποία, μολονότι ξεκίνησε με πολλούς αίσιους οιωνούς, οι γνωστές «οδυσσειακές» γλυκοκέλαδες σειρήνες του εύκολου κομματικού οφέλους παρέσυραν τους εκάστοτε διαχειριστές των ρυχών της χώρας και του ελληνικού σε ανέμελες τακτικές, τις οποίες πλήρωσε ακριβά η χώρα. Όλα αυτά τεκμηριώνονται με επίσημα στοιχεία, τα οποία θα συνοδεύουν τα επόμενα σημειώματα του φακέλου.

Πράγματι, σε όλες αυτές οι προκλήσεις, μολονότι απαιτούσαν τη θαρραλέα αντιμετώπιση όλων των χρόνιων παθογενειών, των ολέθριων μακροικονομικών ανισορροπιών, διαρθρωτικών προβλημάτων και στρεβλώσεων, για την ανάδειξη της χώρας ως ισότιμου, δυναμικού και με κύρος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις ανταποκρίνονταν μόνο με ανακοινώσεις σκληρών μέτρων λιτότητας, όπως το 1985 και το 1992, ύστερα από πιέσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, και με τις εύκολες λύσεις της κατάρτισης Προϋπολογισμών «Μπακαλόχαρτων» με προβλέψεις που συντρίβονταν από τους ίδιους τους συντάκτες τους και με τη συγγραφή  βαρύγδουπών  Προγραμμάτων τάχα  Σύγκλισης στην αρχή, Προγραμμάτων τάχα Σταθερότητας στη συνέχεια, Εθνικών Προηραμμάτων τάχα Μεταρρυθμίσεων και Ιδιωτικοποιήσεων τελευταία, με επιπόλαιους στόχους, οι οποίοι ουδέποτε επιτυγχάνονταν και, για τον λόγο αυτόν, συνεχώς επικαιροποιούνταν ή αναθεωρούνταν ή προκαλούσαν τη τη χλεύη ή την  επέμβαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Eurostat για αποκατάσταση  της οικονομικής πραγματικότητας, η οποία, με τη γνωστή «Δημιουργική Λογιστική» θύμιζε τους γνωστούς «κεκονιαμένους τάφους»!

Αλλά, δημιουργώντας αυτή τη δημοσιονομική  εικόνα των «κεκονιασμένων τάφων» στη χώρα μας σε όλη  αυτή την περιπτειώδη περίοδο το πολιτικό σύστημα έδινε την εντύπωση ότι «περί άλλα τυρβαζόταν»,  καθώς ο κομματικός ανταγωνισμός, ο οποίος είναι χρησιμότατος όταν αποβλέπει στην εξασφάλιση του καλύτερου για τη χώρα, όπως έλεγε ο Αριστείδης στον πολιτικό του αντίπαλο Θεμιστοκλή, έκανε, ακουσίως φυσικά, το χειρότερο με τις γνωστές  ολέθριες πολιτικές  αντιπαλότητες (“βρώμικο” 1989, «Τσοβόλα δώστ΄όλα», Οικουμενική τάχα Κυβέρνηση, κυβερνητική κρίση με το Σκοπιανό, σκληρά πακέτα λιτότητας το 1992, πελατειακές σχέσεις, παροχές από άδεια δημόσια ταμεία και άλλα).

Έτσι, επί έναν αιώνα όλο μηνύματα και προειδοποιήσεις απευθύνονται στη χώρα μας για την ανάγκη εξυγίανσης και ενίσχυσης της ελληνικής οικονομίας. Το 1898 επεβλήθη ταπεινωτική πειθαρχία από τον Διεθνή Οικονομικό Ελεγχο για τον περιορισμό του χρέους και των δαπανών που διήρκεσε έως το 1977! Τον Σεπτέμβριο του 1932 η χώρα μας προχώρησε σε συμβιβαστική διαπραγμάτευση του δημόσιου χρέους, αφού υποχώρησε στις διεθνείς πιέσεις. Το 1954 ετέθη για πρώτη φορά και μόνο για την Ελλάδα ως όρος για τη χορήγηση δανείου 15 εκατ. δολαρίων από τη Διεθνή Τράπεζα Ανασυγκρότησης η τακτοποίηση των παλαιών δανειακών υποχρεώσεων!

Τον Νοέμβριο του 1962 πιέστηκε η χώρα μας να ρυθμίσει το προπολεμικό χρέος της με τους αμερικανούς ομολογιούχους, επί τη βάσει της αρχής «της αναγνωρίσεως του ονομαστικού κεφαλαίου», μολονότι την ίδια στιγμή οι Γερμανοί και οι Ιταλοί αρνούνταν να επιστρέψουν κατοχικές «πιστώσεις» 165 εκατ. στερλινών, όπως εγγράφως είχαν υποσχεθεί με τη Συμφωνία της Ρώμης! Οι πιέσεις και οι συστάσεις αυτές ξανάρχισαν εντονότερα μετά την κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας από τις αλλεπάλληλες ενεργειακές κρίσεις κατά τη δεκαετία του ’70, συνεχίστηκαν κατά τη δεκαετία του ’80, όταν επεβλήθη το σκληρό πρόγραμμα λιτότητας, και πύκνωσαν κατά τη δεκαετία του ’90, όταν η ελληνική οικονομία βάδιζε ακάθεκτα προς τη χρεοκοπία.

Η επονείδιστη επιστολή Ντελόρ το 1992

Κι ενώ όλα αυτά οροωθούνταν στην ενωμένη Ευρώπη, η οικονομική κρίση κορυφωνόταν  μετά τις εκλογικές αναμετρήσεις του 1989 και τη βραχύβια κυβέρνηση  συνεργασίας και  την Οικουμενική Κυβέρνηση Ζολώτα, ο οποίος, μολονότι «αθώος», με ημερομηνία 19 Μαρτίου 1990, παρέλαβε από τον τότε πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζακ Ντελόρ και φίλο του Ανδρέα Παπανδρέου μία επιστολή με δραματικό περιεχόμενο για την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας και με δραματική έκκληση για τη λήψη των αναγκαίων μέτρων. Δημοσιεύω μερικά αποσπάσματα της επιστολής αυτής:

«Καθ’ όλο το διάστημα από την είσοδο της χώρας σας στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες και μετά η Κοινότητα κατέβαλε κάθε προσπάθεια για να διευκολύνει την ενσωμάτωση της Ελλάδας και να τη βοηθήσει να φθάσει στο επίπεδο των πιο ανεπτυγμένων οικονομιών. Επειτα από μερικές αρχικές επιτυχίες προς αυτή την κατεύθυνση (π.χ. οι χρηματοδοτικές ανάγκες του δημόσιου τομέα μειώθηκαν από 18% το 1985 σε 13,5% το 1987) η κατάσταση στην Ελλάδα επιδεινώθηκε και πάλι σοβαρά, ιδιαίτερα κατά το 1989, έτσι ώστε να αποτελεί σήμερα η οικονομική και δημοσιονομική κατάσταση της χώρας σας σοβαρή αιτία ανησυχίας για όλους μας.

Οι σημαντικότεροι διαθέσιμοι οικονομικοί δείκτες, καθώς και οι πληροφορίες που συνέλεξε η πρόσφατη αποστολή της Επιτροπής στην Αθήνα δείχνουν πράγματι ότι η κατάσταση έγινε πολύ ανησυχητική:

* Οι χρηματοδοτικές ανάγκες του δημόσιου τομέα αυξήθηκαν μαζικά σε δύο χρόνια, δηλαδή το 1988 και 1989 (σ.σ.: υπενθυμίζεται ότι το σταθεροποιητικό πρόγραμμα του 1985 στόχευε στη μείωση του ποσοστού από 18% σε 10% το 1987).

* Η νομισματική πολιτική δεν κατόρθωσε να επιτύχει τους στόχους της, δεδομένου ότι η αύξηση της κυκλοφορίας χρήματος υπό την ευρεία έννοια (Μ3) ανέρχεται σε 24%.

* Η αύξηση των τιμών επιταχύνθηκε φθάνοντας το 15%, ποσοστό ανώτερο κατά 10 μονάδες του κοινοτικού μέσου όρου. Η αύξηση των μισθών ήταν ακόμη σημαντικότερη, φθάνοντας το 20%.

* Το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών επιδεινώθηκε σοβαρά, δεδομένου ότι το έλλειμμα έφθασε από 1 δισ. δολάρια το 1988 σε 2,5 δισ. δολάρια το 1989 (περίπου 5% του ΑΕΠ), παρά τη σημαντική μεταφορά πόρων εκ μέρους της Κοινότητας, ιδιαίτερα κατά το τέλος του χρόνου.

Η κατάσταση αυτή επιβάλλει τη λήψη, χωρίς καθυστέρηση, δραστικών μέτρων και την εκπόνηση και εφαρμογή πολυετούς προγράμματος ανόρθωσης της οικονομίας το ταχύτερο δυνατόν. Αν δεν γίνει αυτό, η χώρα σας διατρέχει δύο σοβαρούς κινδύνους: Από τη μία πλευρά, το μέγεθος και η αύξηση του δημοσίου και του εξωτερικού χρέους της χώρας σας κινδυνεύουν να βλάψουν τη φερεγγυότητα της Ελλάδας. Από την άλλη πλευρά, η σοβαρή διαφορά που διαπιστώνεται ανάμεσα στην οικονομική εξέλιξη της Ελλάδας και σε εκείνη των άλλων χωρών της Κοινότητας κινδυνεύει να υπονομεύσει μόνιμα την πορεία της χώρας σας προς την Ενιαία Αγορά, την Οικονομική και Νομισματική Ενωση και την ευρωπαϊκή ενοποίηση…”.

Η κυβερνητική αλλαγή που έγινε το 1990 δεν ανέστρεψε τη δυσμενή πορεία της ελληνικής οικονομίας παρά τα σκληρά μέτρα που ανακοινώθηκαν στις 4 Αυγούστου του 1992, ενώ η νέα κυβερνητική αλλαγή του 1993 συνέπεσε με τη δρομολόγηση των σταδίων υλοποίησης της ΟΝΕ που καθορίσθηκαν με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ. Αμ δε! Ένα χρόνο αργότερα, όπως αποκάλυψε ο συνάδελφος Αθανάσιος Παπανδρόπουλος με εποκλειστικό ρεπορτάζ στον “Οικονομικό Ταχυδρόμο”, κύκλοι των Βρυξελλών ετοίμαζαν την έξοδο της Ελλάδος από την ΕΟΚ ήδη από το 1994 με την υπαγωγή, με τη μορφή σκληρών συστάσεων, σε  μιαν οιονεί Διαδικασία Υπερβολικού Ελλείμματος!

13 περιπτώσεις  «Καμένης Γης» μετά το 1980

Έως τότε κι ενώ στην Ευρώπη προωθούνταν συστηματικά διαδικασίες για τη λειτουργία της νέας Ευρωπαϊκής Ένωσης, στην Ελλάδα, οι εκάστοτε νέοι πρωθυπουργοί παρελάμβαναν ασμένως  και παρέδιδαν  την “Τέταρτη Καμένη Γη” μετά το 1980! Η «Πρώτη Καμένη Γη» στην οικονομία παρελήφθη από τον Ανδρέα Παπανδρέου και μετά τις εκλογές της 18ης Οκτωβρίου 1981 ως αποτέλεσμα της πρώτης  μείζονος εγκατάλειψης της δημοσιονομικής σωφροσύνης. Η  «Δεύτερη Καμένη Γη» διαπιστώθηκε στις 13 Οκτωβρίου 1985, λίγο μετά τις γνωστές εκλογές με σύνθημα « Για ακόμα καλύτερες μέρες!», όταν η τότε κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ αναγκάστηκε, υπό την πίεση της ΕΟΚ και την ανάγκη λήψης της δεύτερης δόσης του κοινοτικού δανείου, να εξαγγείλει το πιο σκληρό πακέτο μέτρων λιτότητας. Η «Τρίτη Καμένη Γη» σηματοδοτήθηκε το 1989 από τη γνωστή πρωθυπουργική ιαχή στο Περιστέρι «Τσοβόλα δώστα  όλα» και χαρακτηρίσθηκε από την περίοδο οικονομικής αστάθειας και λεηλασία της οικονομίας. Η «Τέταρτη Καμένη Γη» επιβεβαιώθηκε από τη φοροεισπρακτική καταιγίδα στις 3 Αυγούστου 1992 και την εφαρμογή νέου σταθεροποιητικού προγράμματος, με το οποίο η τότε κυβέρνηση πήρε πίσω και πολλαπλάσια όσα είχαν δώσει η προηγούμενες με το σταγονόμετρο!

Μετά το 1992, έγινε η παραλαβή και η παράδοση άλλων … εννιά περιπτώσεων “καμένης γής” όλων μετά το 2001, δηλαδή μετά την εισαγωγή του ευρώ! Συγκεκριμένα: Η «Πέμπτη Καμένη Γη» διαπιστώθηκε από την Eurostat αρχικά το 2003 και το Μάρτιο του 2004 και την αναθεώρηση πολύ προς τα πάνω βασικών μακροοικονομικών μεγεθών και ιδιαίτερα των ελλειμμάτων και του δημόσιου χρέους, τα οποία εμφανιζονταν ωραιοποιημένα με την περιβόητη «Δημιουργική Λογιστική» και με την υπαγωγή στη Διαδικασία Υπερβολικού Ελλείμματος! Η “Έκτη Καμένη Γη” διαπιστώθηκε με τη νέα υπαγωγή στη Διαδικασία Υπεβολικού Ελλείμματος  τον Ιούλιο του 2005. Η “Έβδομη Καμένη Γη” επισημοποιήθηκε πανηγυρικά με τη φοροεισπρακτική καταιγίδα του Σεπτεμβρίου του 2008, με το ΠΑΣΟΚ να υποστηρίζει ότι  «Λεφτά Υπάρχουν!» και κατακάηκε από τη δεινή διεθνή οικονομική κρίση που σάρωνε τα πάντα στην Ελλάδα και την Ευρώπη.

Η “Όγδοη Καμένη Γη”  συνεχίστηκε με την υπαγωγή ξανά στη Διαδιακσία Υπερβολικού Ελλείμματος τον Απρίλιο του 2009, η ‘Ενατη Καμένη Γη”  σηματοδοτήθηκε με την ένταξη της χώρας μας στο Πρώτο επαχθές  Μνημόνιο  το 2010, επειδή το χρέος 129,7% του ΑΕΠ  δεν ήταν… «βιώσιμο» και είναι τώρα (206% του ΑΕΠ!), η “Δέκατη Καμένη Γη”  επισημοποιήθηκε με την υπογραφή το 2012  του «Δεύτερου επαχθούς» Μνημονίου, όταν συνοδεύθηκε από τη μεγαλύτερη λεηλασία της ιδιωτικής περιουσίας με το «κούρεμα» 177 δις. ευρώ, από το οποίο πήγαν σε μείωση του δημόσιου χρέους μόνο 51 δις. ευρώ (τα άλλα τα «έφαγαν» οι τράπεζες και οι ζημιογόνες  δημόσιες επιχειρήσεις!!!), η “Ενδέκατη Καμένη Γη» παρελήφθη τον Ιανουάριο του 2015 από τον Αλέξη Τσίπρα, η οποία στη συνέχεια «κατακάηκε» με τους γνωστούς «λεονταρισμούς» και τη βαρουφάκειο «Δημιουργική Ασάφεια», η “Δωδέκατη Καμένη Γη» παρελήφθη από τον Τσίπρα από τον … εαυτόν του και  προέκυψε με εντυπωσιακά περιπετειώδη τρόπο με την υπογραφή (αντί κατάργησης των προηγούμενων!) τον Αύγουστο του 2015 του τρίτου επονείδιστου Μνημονίου και η “Δέκατη Τρίτη” (και … γρουσούζικη;) παρελήφθη στις 8 Ιουλίου 2019 από τον Κυριάκο Μητσοτάκη με πολλά παλιά και νέα αρνητικά οικονομκά ρεκόρ και με την υγειονομική κρίση, που είναι σε εξέλιξη και “προικοδότησε” τη χώρα με την εφιαλτική ύφεση – ρεκόρ όλων εποχών το 2020!

Ένταξη της Ελλάδος στην ΟΝΕ με τη δεύτερη «προσπάθεια» και… υποψίες!

Κι όλα αυτά  διαδραματίζονταν στη χώρα μας σε μια κρίσιμη περίοδο περίπου τριάντα περίπου  ετών, αφού  ήδη από τον Ιούνιο του 1988 το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο επιβεβαίωσε τον στόχο της σταδιακής υλοποίησης της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης (ΟΝΕ) και ανέθεσε σε μια επιτροπή, υπό την προεδρία του Jacques Delors, τότε προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, να μελετήσει και να προτείνει συγκεκριμένα στάδια που θα οδηγούσαν στην  ένωση αυτή.

Πρώτο Στάδιο

1η Ιουλίου 1990 ως 31 Δεκεμβρίου 1993): Την 1η Ιουλίου 1990 καταργήθηκαν οι έλεγχοι συναλλάγματος, επομένως οι κινήσεις κεφαλαίων απελευθερώθηκαν πλήρως στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα. Επίσης, η Συνθήκη του Μάαστριχτ το 1992 καθιέρωσε την ολοκλήρωση της ΟΝΕ ως επίσημο στόχο και έθεσε μια σειρά κριτηρίων οικονομικής σύγκλισης όσον αφορά τον πληθωρισμό, τα δημόσια οικονομικά, τα επιτόκια και τη σταθερότητα της συναλλαγματικής ισοτιμίας. Η συνθήκη, η οποία τέθηκε σε ισχύ την 1η Νοεμβρίου 1993, καθιέρωσε μερικά κριτήρια  που αποσκοπούν στην εξασφάλιση σύγκλισης και σταθερότητας της οικονομικής και δημοσιονομικής τους κατάστασης. Αυτά τα κριτήρια σύγκλισης της ΕΕ (τα οποία επίσης αναφέρονται ως κριτήρια του Μάαστριχτ βάσει της Συνθήκης του Μάαστριχτ) αναφέρονται στο άρθρο 140 της Συνθήκης. Συγκεκριμένα, πρόκειται για τα παρακάτω κριτήρια:

•                     Σταθερότητα των τιμών

Ο πληθωρισμός δεν μπορεί να υπερβαίνει περισσότερο από 1,5 εκατοστιαίες μονάδες τον μέσο όρο των τριών κρατών μελών με τα σταθερότερα επίπεδα τιμών (χαμηλότερο πληθωρισμό).

•                     Σταθερότητα των δημόσιων οικονομικών

Το δημόσιο χρέος δεν μπορεί να υπερβαίνει το 60% του ΑΕΠ και το έλλειμμα του κρατικού προϋπολογισμού το 3% του ΑΕΠ.

•                     Σταθερότητα συναλλαγματικών ισοτιμιών

Η χώρα πρέπει να έχει συμμετάσχει για τουλάχιστον δύο χρόνια χωρίς υποτίμηση στον μηχανισμό συναλλαγματικών ισοτιμιών ΙΙ (ΜΣΙ 2). Το νόμισμα της χώρας μπορεί μόνο να αποκλίνει από το ευρώ σε συγκεκριμένο εύρος (συνήθως 15%). Σε περίπτωση σημαντικών αποκλίσεων, πρέπει να παρέμβει η Κεντρική Τράπεζα της χώρας.

•                     Μακροπρόθεσμα επιτόκια

Το επιτόκιο των μακροπρόθεσμων κρατικών ομολόγων δεν μπορεί να υπερβαίνει τις 2 ποσοστιαίες μονάδες πάνω από το μέσο όρο των τριών κρατών μελών με τις σταθερότερες τιμές.

Δεύτερο Στάδιο (1η Ιανουαρίου 1994 ως 31 Δεκεμβρίου 1998)

Κατά το στάδιο αυτό ιδρύεται το Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ίδρυμα ως πρόδρομος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, στις 16 Δεκεμβρίου 1995 αποφασίστηκαν λεπτομέρειες, όπως το όνομα του νέου νομίσματος (ευρώ) και η διάρκεια των μεταβατικών περιόδων, στις 16-17 Ιουνίου 1997, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο αποφάσισε στο Άμστερνταμ να υιοθετήσει το  Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης, το οποίο αποσκοπεί στη διασφάλιση της δημοσιονομικής πειθαρχίας μετά τη δημιουργία του ευρώ, και δημιουργήθηκε ένας νέος μηχανισμός συναλλαγματικών ισοτιμιών (ΜΣΙ 2) για τη διασφάλιση σταθερότητας μεταξύ του ευρώ και των εθνικών νομισμάτων των χωρών που δεν έχουν ακόμη εισέλθει στην  ΟΝΕ. Στις  3 Μαΐου 1998, στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο των Βρυξελλών, επελέγησαν οι 11 αρχικές χώρες που θα συμμετείχαν στο τρίτο στάδιο από την 1η Ιανουαρίου 1999,  την  1η Ιουνίου 1998 δημιουργήθηκε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) και στις 31 Δεκεμβρίου 1998 καθορίστηκαν οι τιμές μετατροπής μεταξύ των 11 συμμετεχόντων εθνικών νομισμάτων και του ευρώ.

Τρίτο Στάδιο (από την 1η Ιανουαρίου 1999…)

Από τις αρχές του 1999, το ευρώ αποτελεί πλέον πραγματικό νόμισμα και εισάγεται ενιαία νομισματική πολιτική υπό την εποπτεία της ΕΚΤ. Μια μεταβατική περίοδος τριών ετών αρχίζει πριν την εισαγωγή των πραγματικών χαρτονομισμάτων και κερμάτων ευρώ, αλλά από νομική άποψη τα εθνικά νομίσματα έχουν ήδη παύσει να υφίστανται. Κατά το στάδιο αυτό την 1η Ιανουαρίου 2001 εντάσσεται η Ελλάδα στο τρίτο στάδιο της ΟΝΕ με τη δεύτερη προσπάθεια (με την πρώτη απορρίφθηκε, διότι δεν ικανοποιούσε κανάνε από τα κρίτήρα του Μάαστριχτ!) τον Ιούνιο του 2000.

Τον Ιούνιο του 2000 το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο έκρινε ότι η Ελλάδα, με βάση τα μακροοικονομικά και δημοσιονομικά στοιχεία του 1999, είχε ικανοποιήσει τα κριτήρια της Συνθήκης του Μάαστριχτ και, επομένως, γινόταν δεκτή ως το 12ο μέλος της ΟΝΕ. Έτσι, από την 1η Ιανουαρίου 2001 η Ελλάδα συμμετείχε στο ενιαίο νόμισμα,το οποίο οι πρώτες 11 χώρες της ζώνης του ευρώ είχαν ήδη υιοθετήσει από το 1999. Η απόφαση αυτή ήταν η κατάληξη μιας εξαετίας (1994-1999) κατά την οποία ασκήθηκε οικονομική πολιτική που που προσπαθούσε να προωθήσει σταδιακά την ονομαστική σύγκλιση. Ωστόσο, επισημαίνω ότι η ονομαστική αυτή σύκλιση προωθούνταν  κυρίως επιφανειακά, δηλαδή προς το «θεαθήναι τοις Ευρωπαίοις»  διότι  ούτε οι μακροοικονομικές ανισορροπίες είχαν αρθεί σε διατηρήσιμη βάση ούτε τα διαρθρωτικά προβλήματα είχαν ρηξικέλευθα αντιμετωπιστεί, μολονότι τόσο το διεθνές όσο και το ευρωπαϊκό περιβάλλον ήταν προκλητικά ευνοϊκό! Είναι αλήθεια ότι, όπως τουλάχιστον προκύπτει από τα στοιχεία που προσκομίσθηκαν για την αξιολόγηση των κριτηρίων ένταξης στην ΟΝΕ, το έλλειμμα της της γενικής κυβέρνησης από 13,6% του ΑΕΠ το 1993 μειώθηκε σε  1,8% του ΑΕΠ  το 1999,  το ΑΕΠ αυξανόταν με ρυθμό 2%, ο οποίος επιταχύνθηκε βαθμιαία σε 3,4% το 1999.

Σημειώνεται όμως ότι  μετά τη δημοσιονομική απογραφή του 2004 αναθεωρήθηκε σε 3,4% και στη συνέχεια  περιορίστηκε σε 3,1% του ΑΕΠ. Ακόμα, το άλλο κριτήριο του Μάαστριχτ, ο πληθωρισμός, την περίοδο 1994 – 1999 βρισκόταν, κατά μέσον  όρο, στ0 6,8%, αλλά το 1999 συρρικμώθηκε με διάφορες παρεμβάσεις στο 2,1%,  αλλά μετά την ένταξη στην ΟΝΕ το 2000 άρχισε να τραβά ξανά την ανηφόρα (την περίοδο 2001-2007 διαμορφώθηκε κατά μέσον όρο στο 3,3%)!  Όσον αφορά το δεύτερο  κριτήριο του Μάαστριχτ, το δημόσιο χρέος που ήταν στο 60% του  ΑΕΠ, το 1999 διαμορφώθηκε στο… 104,6%, και οι Ευρωπαίοι έκλεισαν ελαφρώς τα… μάτια! Διότι από τότε  τα στοιχεία του χρέους αναθεωρήθηκαν πολλές φορές. Σύμφωνα με την πιο πρόσφατη αναθεώρηση, ο λόγος του χρέους ήταν 94,5% του ΑΕΠ το 1998 και 100,3% το 1999.

Μετά την ένταξη… άνετη χαλάρωση και τα… ίδια Παντελάκη μου, όπως θα δούμε στο επόμενο σημείωμα…

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Opinion