Διάβασα τη συνέντευξη του υπουργού Οικονομικών Χρήστου Σταϊκούρα στην εφημερίδα «The Telegraph» με τις προτάσεις για χαλάρωση  του συζητούμενου Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, του οποίου η χώρα μας τα τελευταία δύο χρόνια, ελέω πανδημίας, αξιοποιεί (ορθώς από τη μια μεριά, υπερβολικώς από την άλλη ως υπερχρεωμένη!) με κάθε τρόπο τη “ρήτρα διαφυγής”. ‘

Οπως τονίζεται στη συνέντευξη, το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης “για τη μεγάλη και κρίσιμη διαπραγμάτευση της αναθεώρησης του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης που θα ισχύσει από το επόμενο έτος, το  2023,  και που θα καθορίσει  τη δημοσιονομική πολιτική για τα επόμενα χρόνια και τον βαθμό ελευθερίας για την ενίσχυση των κοινωνικών και αναπτυξιακών παρεμβάσεων” επιδιώκει τη χαλάρωση των κριτηρίων για το χρέος και το έλλειμμα, διότι, όπως τονίζεται, “τυχόν επαναφορά των σκληρών κανόνων θα εξαλείψει τα χρηματοδοτικά περιθώρια για την υλοποίηση του κυβερνητικού σχεδιασμού που προβλέπει σταδιακό περιορισμό του φορολογικού βάρους και παρεμβάσεις για την τόνωση των εισοδημάτων και την κινητοποίηση επενδυτικών προγραμμάτων”.

Και ομολογώ ότι η βολική αυτή επιλογή του οικονομικού επιτελείου της κυβέρνησης για χαλάρωση του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης με προβλημάτισε για πολλούς λόγους. Κατ΄αρχάς, για μιαν ακόμα φορά καταδεικνύεται ότι τα παθήματα, σε βάρος του κύρους της χώρας και των πολιτών,  από κακές επιλογές και λάθη του παρελθόντος δεν γίνονται ποτέ μαθήματα. Διότι, όπως καταδεικνύεται από τα διαχρονικά στοιχεία  εξέλιξης του χρέους και του ελλείμματος  στον “Οικονομικό Ταχυδρόμο”, καμία ελληνική κυβέρνηση δεν συμμορφώθηκε και δεν ικανοποίησε τους στόχους των παλαιών περιβόητων Προγραμμάτων Σύγκλισης, του “σκληρού” τάχα Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης και των επονείδιστων Μεσοπρόθεσμων Πλαισίων Δημοσιονομικής Αναπροσαρμογήγς, τα οποία ασμένως και προθύμως υπέγραφαν όλες οι μνημονιακές κυβερμήσεις μετά το 2010 για να παίρνουν τις…  “δόσεις” τους από τα παχυλά δάνεια της επάρατης … τρόικας!!! Ακόμα και τα αποτελέσματα της εφαρμογής της περίφημης Στρατηγικής της Λισαβώνας ήταν απογοητευτικά, καθώς, όπως καταδείχθηκε, δεν ικανοποιήθηκε κανένας σχεδόν από τους βασικούς δείκτες της από την Ελλάδα.

Ύστερα, αυτή η οικειοθελής και μονομερής, σε πείσμα των συστάσεων και προειδοποιήσεων,   χαλάρωση του Συμφώνου της Σταθερότητας  βόλευε μόνο τις κυβερνήσεις για κομματικούς λόγους, ενώ, αντιθέτως, από την άλλη μεριά, συνεπαγόταν μονομερή λιτότητα για τα ελληνικά νοικοκυριά, τους Έλληνες εργαζόμενους, τους συνεπείς Έλληνες φορολογούμενους με τις εκάστοτε παρεμβάσεις με τα εναγή σκληρά ισοδύναμα μέτρα που  πρότεινε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή μετά τη συχνή υπαγωγή της ελληνικής οικονομίας στη Διδικασία του Υπερβολικού Ελλείμματος  καθώς και μετά από τους ελέγχους με  τις γνωστές τραγελαφικές εμπλοκές που έκανε η τρόικα κατά την περίοδο των Μνημονίων για να εγκρίνουν ξανά τις … “δόσεις” των δανείων που χορηγούσαν!

Έτσι, οδηγούνταν η χώρα στην υπερχρέωση, στην υπερφορολόγηση, στην υπερανεργία, στην υπεραφαίμαξη του εισόδηματος των νοικοκυριών. Δηλαδή, με βάση την πικρή αυτή εμπειρία,  η βολική αυτή πρόταση της ελληνικής κυβέρνησης για  χαλάρωση και με τη “βούλα” της Ευρωπαϊκής Ενωσης, ενισχύει ακόμα περισσότερο την  κρατική “έξιν” για σπατάλη, αφού  ανέκαθεν και στο πλαίσιο του Συμφώνου  Σταθερότητας και Ανάπτυξης κυριαρχούσε η  δημοσιονομική ανορθοδοξία με τη γνωστή μονομερή “λιτότητα” για τους  φορολογούμενους και τους εργαζομένους και τη γνωστή μονομερή  κρατική γαλαντομία με καλπασμό των δαπανών στη διαχείριση των εθνικών πόρων (έσοδα από φόρους, από κρατικοποιήσεις, από δάνεια και από κοινικές εισροές!) . Με λίγα λόγια, όλοι σχεδόν οι εξασφαλιζόμενοι εθνικοί πόροι διετίθεντο για την κάλυψη καταναλωτικών δαπανών, ακόμη και εκείνοι του Προγράμματος Δημόσιων Επενδύσεων!

Αγνοείται η πρόταση της Τράπεζας της Ελλάδος

Επίσης, με προβλημάτισε η επιλογή αυτή του οικονομικού επιτελείου της κυβέρνησης για χαλάρωση του Συμφώνου Σταθερότητας διότι αγνοήθηκε προκλητικά  ολόκληρο “μάθημα” που έκανε η Τράπεζα της Ελλάδος έγκαιρα στην ενδιάμεση έκθεσή της για τη Νομισματική Πολιτική του 2020 (Δεκέμβριος του 2020), όπου με επιχειρήματα που στηρίζονται στα λάθη του παρελθόντος και σε πλουσιότατη ξένη βιβλιογραφία έσπευσε να παρουσιάσει, σε αντίθεση με την πρόταση  του οικονομικού επιτελείου της σημερινής κυβέρνησης, την δημοσιονομική ορθοδοξία στη χάραξη της οικονομικής πολιτικής και στη λήψη πολιτικών αποφάσεων, η οποία  υπαγορεύεται από τις αρχές της δημοσιονομικής υπευθυνότητας, σύνεσης και πειθαρχίας και μάλιστα για μια χώρα που είναι η πιο υπερχρεωμένη στην Ευρωπαϊκή Ένωση και με πολλά διαρθρωτικά προβλήματα και στρεβλώσεις. Συγκεκριμένα, η  Τράπεζα της Ελλάδος, η οποία είναι θεσμικά και “σύμβουλος” της εκάστοτε κυβέρνησης, στην  παραπάνω αυτή ενδιάμεση  έκθεσή της για τη Νομισματική Πολιτική του 2020 (σελίδες 119-124) επισημαίνει, μεταξύ πολλών άλλων, τα εξής:

-Δημοσιονομικά υπεύθυνη θεωρείται η πολιτική εκείνη που στοχεύει στην επίτευξη και τη διατήρηση δημοσιονομικής ισορροπίας, η οποία διασφαλίζεται με την αποφυγή δημιουργίας μεγάλων δημοσιονομικών ελλειμμάτων και αύξησης της φορολογίας ή/και του κρατικού δανεισμού για τη χρηματοδότηση των αυξανόμενων δημόσιων δαπανών.

– Η σύνεση στη διαχείριση των δημόσιων οικονομικών εξασφαλίζεται με την εφαρμογή δημοσιονομικών κανόνων, οι οποίοι συντρίβουν την πρόταση για χαλάρωση της δημοσιονομικής πολιτικής. “ Η πολιτική δημοσιονομικού κανόνα, θέτοντας ανώτατο ποσοτικό όριο σε κρίσιμα δημοσιονομικά μεγέθη , όπως είναι το κρατικό έλλειμμα, το δημόσιο χρέος ή ο ρυθμός αύξησης των δημόσιων δαπανών, αποσκοπεί στο μετριασμό της ροπής των κυβερνήσεων προς δημοσιονομική χαλαρότητα και της άσκησης προκυκλικής πολιτικής, η οποία όμως, όπως είναι γνωστό, οξύνει τις οικονομικές διακυμάνσεις”, τονίζει η Τράπεζα της Ελλάδος!

-Η αντικυκλική όμως πολιτική για τον μετριασμό των επενεργειών της πανδημίας,  κυρίως με τη λήψη στοχευμένων μέτρων δημοσιονομικής στήριξης (επιδόματα και δάνεια) με σκοπό την προστασία των εισοδημάτων, της εργασίας και των σχέσεων εργοδότη – εργαζομένου, οδηγεί σε αύξηση του δημόσιου χρέους σε ιστορικώς υψηλά επίπεδα,  οξύνει την οικονομική αβεβαιότητα και δυσχεραίνει την επιστροφή στην προ πανδημίας οικονομική ανάπτυξη, καθιστώντας σχεδόν ανέφικτη την τήρηση αυστηρών δημοσιονομικών κανόνων στο άμεσο μέλλον…

Εξειδίκευση με προτάσεις

Και εξειδεκεύοντας την επισήμανση αυτή  ευθέως και σαφώς  προβαίνει σε προτάσεις που είναι αντίθετες με εκείνες του οικονομικού επιτελείου της κυβέρνησης, τονίζοντας ότι  για να καταστεί η δημοσιονομική παρέμβαση αξιόπιστη και επομένως διατηρήσιμη είναι αναγκαίο:

Πρώτον, να διευκρινιστεί ότι η δυνατότητα χρήσης της μέγιστης δυνατής δημοσιονομικής ευελιξίας είναι προσωρινού μόνο χαρακτήρα.

Δεύτερον, να καταγραφεί με ακρίβεια το είδος και η περίμετρος των μέτρων στήριξης, καθώς και η απόκλιση από το δημοσιονομικό στόχο και

Τρίτον, να περιγραφεί η διαδικασία δημοσιονομικής προσαρμογής που θα ακολουθηθεί στην πορεία προς τη δημοσιονομική ισορροπία.

Αναγκαία η αλληλεξάρτηση νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής

Αλλά, το μέγιστο επιχείρημα της Κεντρικής Τράπεζας εντοπίζεται στην αιχμηρή επισήμανση ότι  σε ένα μακροοικονομικό περιβάλλον, το οποίο, εκτός από την εξαιρετικά μεγάλη αβεβαιότητα λόγω της πανδημίας, χαρακτηρίζεται συγχρόνως και από σοβαρές δομικές αρρυθμίες, όπως είναι η σχετικά χαμηλή συνολική παραγωγικότητα, η δημογραφική γήρανση, το μειωμένο επενδυτικό ενδιαφέρον και η αυξημένη ροπή προς αποταμίευση, πρπέπει να ενισχύεται η σχέση αλληλεξάρτησης της νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής. Έτσι, όπως τονίζει, όταν εκλείψει αυτή η επείγουσα κατάσταση, λόγω του υψηλού χρέους, η δημοσιονομική πολιτική όχι μόνο δεν πρέπει να χαλαρώσει, αλλά θα πρέπει και πάλι να εστιάσει στη δημιουργία επαρκούς δημοσιονομικού χώρου.

Κι όλα αυτά, όπως επισημαίνει, θα επιτευχθούν, μέσω των κατάλληλων δημοσιονομικών εργαλείων, ώστε η οικονομία να προετοιμαστεί όχι μόνο για μια ασφαλή και πλήρη επανεκκίνηση, αλλά πολύ περισσότερο για την επάνοδό της σε μια στέρεη αναπτυξιακή τροχιά επενδύοντας στην ψηφιακή και πράσινη οικονομία και στην αντιμετώπιση μελλοντικών πανδημιών.  Αυτό μπορεί να επιτευχθεί:

-Πρώτον, μέσα από το ουσιαστικό και συνεκτικό μεταρρυθμιστικό αποτύπωμα στη διαχείριση των δημόσιων οικονομικών τόσο στο σκέλος των εσόδων όσο και στο σκέλος των δαπανών.

Δεύτερον, μέσα από ένα καλά σχεδιασμένο και στοχευμένο σύστημα φορολογικών κινήτρων που θα λειτουργήσει ως εργαλείο ενθάρρυνσης της επιχειρηματικής ιδιωτικής πρωτοβουλίας με στόχο την έρευνα και την καινοτομία.

Τρίτον, μια περαιτέρω μείωση των φορολογικών συντελεστών και των ασφαλιστικών εισφορών θα στηρίξει την εργασία και την οικονομική ανάπτυξη και θα λειτουργήσει ως κίνητρο για μείωση της φοροδιαφυγής και της αδήλωτης εργασίας.

-Τέταρτον, παράλληλα, η αύξηση της δημόσιας επενδυτικής δαπάνης και των φιλικών προς την ανάπτυξη δαπανών δρα αποφασιστικά στην αύξηση της συνολικής παραγωγικότητας.

Μείζων ο ρόλος των δημόσιων επενδύσεων

Με την απελευθερωση από τη σπατάλη εθνικών πόρων, σε ένα περιβάλλον ιδιωτικής αποεπένδυσης και μεγάλης οικονομικής αβεβαιότητας, λόγω της πανδημικής κρίσης, όπως τονίζεται, οι δημόσιες επενδύσεις μπορούν να αποτελέσουν μοχλό κινητοποίησης της ιδιωτικής επενδυτικής πρωτοβουλίας με σημαντικά αναπτυξιακά αποτελέσματα που διαρκούν για μεγάλο χρονικό διάστημα. Σε επίρρωση της σημασίας των προτάσεων αυτών η Τράπεζα της Ελλάδος παραθέτει τα ακόλουθα παραδείγματα:

–                    Η  χρηματοδότηση της δημόσιων επενδύσεων διευκολύνεται τόσο από τα χαμηλά επιτόκια κρατικού δανεισμού όσο και μέσω των χρηματοδοτικών πόρων του Next Generation EU με τη μορφή επιχορηγήσεων και δανείων.

–                    Η επικράτηση ιστορικώς χαμηλών επιτοκίων δανεισμού και ρυθμών πληθωρισμού, παρά την αύξηση του κρατικού δανεισμού διεθνώς, διευκολύνει τη χρηματοδότηση των ιδιωτικών επενδυτικών σχεδίων.

–                      Έχει βρεθεί ότι μια αύξηση των δημόσιων επενδύσεων επιφέρει ισχυρότερα και μονιμότερα πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα στο προϊόν και στην απασχόληση από ό,τι μια ισόποση αύξηση της δημόσιας κατανάλωσης.

–                    Έχει βρεθεί επίσης ότι ο πολλαπλασιαστής των δημόσιων επενδύσεων είναι μεγαλύτερος από τη μονάδα όταν στην οικονομία υπάρχουν ανενεργοί παραγωγικοί συντελεστές. Τα ισχυρά αποτελέσματα παραμένουν ακόμη και σε περιβάλλον έντονης οικονομικής αβεβαιότητας, όπως για παράδειγμα ενόψει μιας πανδημικής κρίσης.

–                     Η χρηματοδότηση της δημόσιων επενδύσεων διευκολύνεται τόσο από τα χαμηλά επιτόκια κρατικού δανεισμού όσο και μέσω των χρηματοδοτικών πόρων του Next Generation EU με τη μορφή επιχορηγήσεων και δανείων.

Αλήθεια, μπορεί να εξασφαλίσει όλα αυτά μία χαλάρωση της δημοσιονομικής πολιτικής για συνέχιση της διοχέτευσης εθνικών πόρων σε αλλότριους τομείς;

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Opinion