Για μια ακόμη χρονιά το Insete προχώρησε σε μια μελέτη σχετικά με την Μέση Κατά Κεφαλή Δαπάνη (ΜΚΔ) που καταγράφεται σε Ελλάδα και Ισπανία και υποδηλώνει κατά κάποιο τρόπο πόσο «πλούσιους» τουρίστες προσελκύει η κάθε χώρα.

Η αξία της μελέτης αυτής έγκειται στο γεγονός ότι σύμφωνα με το Insete καταρρίπτεται ο μύθος ότι η Ελλάδα προσελκύει «φτωχούς» τουρίστες σε αντίθετη με άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Σπό την μελέτη συνάγεται ότι αυτό που κάνει τη διαφορά είναι ότι στη χώρα μας έρχονται και μεγάλες αριθμός των τουριστών από τα Βαλκάνια που μειώνουν το μέσο όρο της κατά κεφαλή δαπάνης.

Όπως επισημαίνει το Insete συχνά υποστηρίζεται ότι η Ελλάδα είναι προορισμός χαμηλής δαπάνης, ισχυρισμός που βασίζεται στη σύγκριση των στοιχείων της Μέσης κατά Κεφαλή Δαπάνης (ΜΚΔ) των τουριστών που επισκέπτονται την Ελλάδα και άλλες χώρες, όπως τα στοιχεία αυτά δημοσιεύονται από τις κατά περίπτωση αρμόδιες αρχές («δημοσιευμένα στοιχεία»).

Για παράδειγμα, με βάση τα δημοσιευμένα στοιχεία σε Ελλάδα και Ισπανία, η Μέση κατά Κεφαλήν Δαπάνη (ΜΚΔ) του εισερχόμενου τουρισμού στην Ισπανία, για το 2020, εκτιμήθηκε σε € 1.041, δηλαδή σχεδόν διπλάσια από τα € 584 που εκτιμήθηκε η ΜΚΔ στην Ελλάδα την ίδια χρονιά.

Παρόμοια είναι η εικόνα και για το 2019 που η ΜΚΔ εκτιμήθηκε σε € 1.101 στην Ισπανία και € 564 στην Ελλάδα.

Όμως, σύμφωνα με το Insete οι δημοσιευμένες ΜΚΔ των δύο χωρών δεν είναι άμεσα συγκρίσιμες, καθώς οι σχετικές έρευνες ακολουθούν σημαντικά διαφορετικές μεθοδολογίες και μετρούν διαφορετικά μεγέθη.

Το Insete προκειμένου να ελέγξει την ακρίβεια του ισχυρισμού ότι η Ελλάδα είναι προορισμός χαμηλής δαπάνης, αφού προέβη στις αναγκαίες αναπροσαρμογές των δημοσιευμένων στοιχείων, συνέκρινε τη ΜΚΔ σε Ελλάδα και Ισπανία, που αποτελεί τον κύριο ανταγωνιστή της Ελλάδας στον τουρισμό.

Η σύγκριση έγινε με δύο τρόπους: αφενός ως προς το μέρος της ΜΚΔ του τουρίστα που καταλήγει στον εκάστοτε προορισμό και αφετέρου ως προς τη συνολική ΜΚΔ του τουρίστα, περιλαμβανομένων δηλαδή όλων των δαπανών του, είτε καταλήγουν στον προορισμό είτε στην χώρα προέλευσης είτε ακόμα και σε τρίτη χώρα, όπως για παράδειγμα αν η έδρα του αερομεταφορέα ή του ενδιάμεσου tour operator δεν είναι ούτε στη χώρα προέλευσης ούτε στην χώρα προορισμού.

Σύμφωνα με τα επίσημα δημοσιευμένα στοιχεία για το 2020, η Μέση κατά Κεφαλήν Δαπάνη (ΜΚΔ) του εισερχόμενου τουρισμού στην Ισπανία εκτιμήθηκε σε € 1.041, δηλαδή σχεδόν διπλάσια από τα € 584 που εκτιμήθηκε η ΜΚΔ στην Ελλάδα την ίδια χρονιά. Παρόμοια είναι η εικόνα και για το 2019 που η ΜΚΔ εκτιμήθηκε σε € 1.101 στην Ισπανία και € 564 στην Ελλάδα. Όμως, οι δημοσιευμένες ΜΚΔ των δύο χωρών δεν είναι άμεσα συγκρίσιμες:

  • Στην Ελλάδα, η προαναφερθείσα ΜΚΔ εκτιμάται μόνο για το μέρος της δαπάνης που έγινε εντός της Ελλάδας και για το σύνολο των επισκεπτών πλην κρουαζιέρας, ανεξάρτητα αν διανυκτέρευσαν ή όχι. Επίσης, στην ΜΚΔ δεν περιλαμβάνεται το κόστος του αεροπορικού ή ακτοπλοϊκού εισιτηρίου μετάβασης στην Ελλάδα, ακόμα και αν η εταιρεία που χρησιμοποιήθηκε έχει την έδρα της στην Ελλάδα, αλλά ούτε και η δαπάνη για διαρκή καταναλωτικά αγαθά, υψηλής αξίας κοσμήματα κλπ. Τέλος, τα στοιχεία της Ελλάδας καλύπτουν όλους τους ταξιδιώτες, περιλαμβανομένων των ημερήσιων επισκεπτών και των cross border workers ή των εποχιακών εργαζομένων.
  • Αντίθετα, στην Ισπανία, η εκτίμηση της ΜΚΔ περιλαμβάνει το σύνολο των δαπανών μόνο των εισερχόμενων τουριστών στην Ισπανία, είτε αυτές έλαβαν χώρα εντός της Ισπανίας είτε εκτός αυτής, και στη δαπάνη συμπεριλαμβάνεται και το κόστος του αεροπορικού ή ακτοπλοϊκού εισιτηρίου μετάβασης στην Ισπανία, ακόμα και αν η εταιρεία που χρησιμοποιήθηκε έχει την έδρα της εκτός Ισπανίας. Επιπλέον, η ΜΚΔ στην Ισπανία υπολογίζεται μόνον για επισκέπτες που πραγματοποίησαν τουλάχιστον μια διανυκτέρευση στην χώρα αυτή και στα στοιχεία περιλαμβάνονται και οι ταξιδιώτες κρουαζιέρας. Τέλος, στην Ισπανία, η εκτιμώμενη ΜΚΔ περιλαμβάνει και δαπάνες για διαρκή αγαθά ή αγαθά υψηλής αξίας από εισερχόμενους τουρίστες, ενώ στην Ελλάδα αυτού του είδους οι δαπάνες αφαιρούνται για τον υπολογισμό της ΜΚΔ.

Μέση κατά Κεφαλή Δαπάνη στον προορισμό, σε Ελλάδα και Ισπανία

Προσαρμόζοντας τις δημοσιευμένες ΜΚΔ της Ισπανίας και της Ελλάδας, προκειμένου να εκτιμηθεί η ΜΚΔ που αφορά μόνο σε επισκέπτες με διανυκτέρευση και αποκλειστικά για το μέρος της δαπάνης που κατέληξε στην κάθε χώρα και εξαιρώντας την δαπάνη για το αεροπορικό ή ακτοπλοϊκό εισιτήριο, η εικόνα διαφοροποιείται σημαντικά: η ΜΚΔ της Ισπανίας μειώνεται, για το 2019 και 2020 αντίστοιχα, από 1.101 σε 609 Ευρώ και από 1.041 σε 578 Ευρώ, ενώ -αντίστοιχα- της Ελλάδας αυξάνεται από 564 σε 600 Ευρώ και από 584 σε 619 Ευρώ.

Αντίστοιχα, η υπέρ της Ισπανίας διαφορά, μειώνεται από 537 Ευρώ σε 9 Ευρώ το 2019, ενώ το 2020 η εικόνα αντιστρέφεται με την Ελλάδα να υστερεί σε ότι αφορά την δημοσιευμένη ΜΚΔ κατά 457 ευρώ αλλά να υπερτερεί στην προσαρμοσμένη ΜΚΔ κατά 41 Ευρώ.

Η ως άνω διαφορά μεταξύ των δύο προσαρμοσμένων ΜΚΔ, μπορεί να αποδοθεί αφενός σε διαφορές στατιστικών μεθόδων και αφετέρου στο διαφορετικό market mix των τουριστών στις δύο χώρες, ιδιαίτερα για το 2019 που η Ελλάδα δέχθηκε σημαντικό αριθμό τουριστών από τις όμορες Βαλκανικές χώρες και τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, κάτι που δεν ισχύει για την Ισπανία.

Η τάση αυτή που καταγραφόταν τα προηγούμενα χρόνια στον εισερχόμενο τουρισμό διαταράχθηκε το 2020 λόγω της πανδημίας και των ταξιδιωτικών περιορισμών, με αύξηση του μεριδίου των κύριων αγορών μας και μείωση των βαλκανικών.

Αυτό οδήγησε το 2020 η διαφορά των προσαρμοσμένων / συγκρίσιμων ΜΚΔ να είναι υπέρ της Ελλάδας. Με την υπόθεση εργασίας ότι το market mix στην Ελλάδα είναι παρόμοιο με αυτό της Ισπανίας, η διαφορά από 537 Ευρώ υπέρ της Ισπανίας μετατρέπεται σε διαφορά 44 Ευρώ υπέρ της Ελλάδος ενώ το 2020 από 457 ευρώ υπέρ της Ισπανίας μετατρέπεται σε διαφορά 68 ευρώ υπέρ της Ελλάδας. Αυτό καταρρίπτει την άποψη ότι η Ελλάδα προσελκύει τουρίστες χαμηλής δαπάνης, αφού συγκρίνοντας την ΜΚΔ των τουριστών από τις ίδιες αγορές στις δύο χώρες η διαφορά της ΜΚΔ υπέρ της Ισπανίας για το 2019 και το 2020 αντιστρέφεται υπέρ της Ελλάδος.

Συνολική Μέση κατά Κεφαλή Δαπάνη τουριστών σε Ελλάδα και Ισπανία από δείγμα χωρών

Στην ανάλυση που προηγήθηκε συγκρίναμε, αναφέρει το Insete,  την ΜΚΔ σε Ελλάδα και Ισπανία, αναφορικά με την δαπάνη των τουριστών στην χώρα προορισμού, εξαιρουμένου του κόστους μετάβασης στον προορισμό, ακόμα και αν ο μεταφορέας είναι ελληνική ή ισπανική εταιρεία αντίστοιχα. Στην παρούσα ενότητα παρουσιάζουμε συγκριτικά στοιχεία για το σύνολο της δαπάνης των τουριστών με διανυκτέρευση σε Ελλάδα και Ισπανία, ανεξάρτητα αν η δαπάνη έγινε εντός ή εκτός της εκάστοτε χώρας και περιλαμβανομένου του κόστους τους αεροπορικού ή ακτοπλοϊκού εισιτηρίου.

Παρόλα αυτά, εξακολουθούν να υφίστανται οι ακόλουθες διαφορές στον τρόπο μέτρησης σε Ελλάδα και Ισπανία: στα ελληνικά στοιχεία περιλαμβάνονται και αυτά από cross border workers ή εποχιακά εργαζομένους ενώ στα ισπανικά στοιχεία περιλαμβάνονται και στοιχεία από τουρίστες με κρουαζιέρα.

Εκτιμάται ότι οι διαφοροποιήσεις αυτές οδηγούν τη ΜΚΔ της Ισπανίας σε σχετικά υψηλότερα επίπεδα σε σχέση με το αν η μέτρηση είχε πραγματοποιηθεί με τη μεθοδολογία που χρησιμοποιείται στη χώρα μας, καθώς η συνολική δαπάνη για μια κρουαζιέρα εκτιμάται ότι είναι μεγαλύτερη από την συνολική δαπάνη ενός τυπικού τουρίστα, ενώ οι εποχιακοί και οι cross border workers έχουν ιδιαίτερα χαμηλή δαπάνη.

Στις περισσότερες Ευρωπαϊκές χώρες για το 2019 , η δαπάνη των τουριστών που ήρθαν στην Ελλάδα ήταν οριακά ή σημαντικά υψηλότερη από την αντίστοιχη αυτών που πήγαν στην Ισπανία. Μοναδική εξαίρεση αποτέλεσε η αγορά της Ολλανδίας (€ -86).

Αντίθετα, οι τουρίστες από τις ΗΠΑ και -ιδιαίτερα- από την Ρωσία, δαπάνησαν υψηλότερα ποσά όταν επισκέφθηκαν την Ισπανία σε σχέση με αυτά που δαπάνησαν στην Ελλάδα.

Σε ό, τι αφορά το 2020 για το σύνολο της χώρας και για τις τέσσερις αγορές που -λόγω της πανδημίας και των ταξιδιωτικών περιορισμών- διαθέτουμε στοιχεία, η δαπάνη των τουριστών που ήρθαν στην Ελλάδα ήταν οριακά χαμηλότερη για Γερμανία και Ιταλία, οριακά υψηλότερη για Ην. Βασίλειο και σημαντικά υψηλότερη για την Γαλλία από την αντίστοιχη αυτών που πήγαν στην Ισπανία. Αξιοσημείωτο και για τα δύο έτη, είναι πόσο σημαντικά υψηλότερη είναι η δαπάνη των επισκεπτών από την Γαλλία στην Ελλάδα σε σχέση με την αντίστοιχη δαπάνη στην Ισπανία. Πιθανότατα αυτό οφείλεται στο ότι Γαλλία και Ισπανία συνορεύουν, κάτι που επιτρέπει την οδική πρόσβαση των Γάλλων τουριστών στην Ισπανία, δίνοντας τους την δυνατότητα να περιορίζουν τη δαπάνη μετάβασής τους.

Αναφορικά με το σύνολο των τουριστών, η ΜΚΔ στην Ελλάδα είναι σημαντικά χαμηλότερη από την αντίστοιχη στην Ισπανία τόσο για το 2019 (864 έναντι 1.101 Ευρώ) όσο και για το 2020 (849 έναντι 1.041 Ευρώ). Από το στοιχείο αυτό, σε συνδυασμό με την αντίθετη εικόνα για τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες που αναφέρονται στον πίνακα αλλά και από την μείωση που παρατηρείται στην διαφορά το 2020 όταν και μειώθηκε το μερίδιο αγοράς των βαλκανικών αγορών στην Ελλάδα, συνάγουμε ότι η διαφορά αυτή οφείλεται στις υπόλοιπες αγορές και στο διαφορετικό μείγμα αγορών που έχουν οι δύο χώρες. Τέλος, και στις δύο χώρες, η συνολική ΜΚΔ το 2020 ήταν μειωμένη σε σχέση με το 2019 αλλά λιγότερο στην Ελλάδα (-1,7%) απ’ ότι στην Ισπανία (-5,5%) πιθανώς και λόγω της ευνοϊκής μεταβολής του μίγματος αγορών της Ελλάδας με την αύξηση του μεριδίου των παραδοσιακών αγορών και τη μείωση του αντίστοιχου των Βαλκανικών.

Συμπεράσματα

Σύμφωνα με τα στοιχεία και την ανάλυση που παρατέθηκαν παραπάνω:

  •  αντικρούεται, καταλήγει το Insete, η άποψη ότι η Ελλάδα, συγκρινόμενη με τους κύριους ανταγωνιστές, είναι ένας φθηνός προορισμός για τους Ευρωπαίους αφού στις περισσότερες περιπτώσεις οι ευρωπαίοι τουρίστες στην Ελλάδα δαπανούν περίπου τα ίδια εάν όχι περισσότερα απ’ ότι στην Ισπανία.
  • η, σε επίπεδο χώρας, υστέρηση της ΜΚΔ στην Ελλάδα σε σχέση με την ΜΚΔ στην Ισπανία οφείλεται κυρίως στο διαφορετικό market mix που έχουν οι δύο χώρες ως προς τις χώρες προέλευσης των τουριστών -περίπου το 1/3 του εισερχόμενου τουρισμού στην Ελλάδα για το 2019 και το 1/5 του 2020 είναι οδικές αφίξεις από τις όμορες βαλκανικές αγορές. Η πελατεία αυτή δεν υποκαθιστά αλλά προστίθεται στην πελατεία με την υψηλότερη δαπάνη και απορροφάται, κατά κύριο λόγο, από το τουριστικό προϊόν της Β. Ελλάδας (Μακεδονία, Θράκη), όπου η ξενοδοχειακή υποδομή είναι χαμηλότερης κατηγορίας σε σχέση με την αντίστοιχη σε άλλες Περιφέρειες της χώρας .
Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Τουρισμός