Οι νευροψυχιατρικές διαταραχές αποτελούν ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα των σύγχρονων κοινωνιών, καθώς όλο και περισσότεροι άνθρωποι φαίνεται να πλήττονται από αυτές, μέρα με τη μέρα. Οι νευροψυχιατρικές διαταραχές αποτελούν τις πιο σύνθετες, πολυπαραγοντικές νόσους που έχουν παρατηρηθεί μέχρι στιγμής, ενώ συχνά εμφανίζουν υψηλό ποσοστό συννοσηρότητας με άλλες ψυχικές ασθένειες και είναι δύσκολο να διαφοροδιαγνωστούν. Η πολυπαραγοντική τους φύση καθιστά δύσκολη τη διερεύνηση των μηχανισμών που οφείλονται για την εμφάνισή τους, ενώ δυσχεραίνει τη γενετική μελέτη των πιθανών γονιδίων που συσχετίζονται με τις νόσους αυτές, καθώς συνήθως απαιτεί τη χαρτογράφηση γονιδίων που φαίνεται να απορρυθμίζονται σε ποικίλες διαταραχές, ενώ φαίνεται να εμφανίζουν αλληλεπικαλυπτόμενες λειτουργίες. Η διάγνωση των νευροψυχιατρικών διαταραχών βασίζεται αποκλειστικά στα συμπτώματα, καθώς οι διαγνωστικές τεχνικές στην κλινική πράξη βρίσκονται ακόμη σε ερευνητικό επίπεδο.

Η ψυχική υγεία αποτελεί έναν γενικό όρο που περιλαμβάνει έννοιες όπως η συναισθηματική, η ψυχολογική και η κοινωνική ευημερία και παίζει καθοριστικό ρόλο στον τρόπο με τον οποίο κάθε άτομο αντιμετωπίζει την καθημερινή ζωή και τα προβλήματά της. Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας το 27% του ενήλικου πληθυσμού (ηλικίες 18-65) σε ορισμένες χώρες της Ευρώπης έχει βιώσει τουλάχιστον μία νευροψυχιατρική διαταραχή στη ζωή του, καθώς και παρενέργειες από την κατάχρηση ουσιών, ψυχώσεις, κατάθλιψη, άγχος και διατροφικές διαταραχές. Φυσικά, τα πληθυσμιακά αυτά μεγέθη είναι πιθανό να μην περιλαμβάνουν ολόκληρο το φάσμα των νευροψυχιατρικών διαταραχών καθώς και άτομα άνω των 65 ετών, μία ομάδα υψηλού κινδύνου. Επιπλέον, φαίνεται να υπάρχουν δεδομένα που υποδεικνύουν την αύξηση εμφάνισης αγχωδών διαταραχών σε παιδιά μικρής ηλικίας, μερικά εκ των οποίων έχουν λάβει θεραπεία κατά την προσχολική ηλικία. Οι ψυχικές διαταραχές αποτελούν το μεγαλύτερο ποσοστό ασθενειών που πλήττουν τον Ευρωπαϊκό πληθυσμό. Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, τρεις στους τέσσερις ασθενείς με κατάθλιψη στην Ευρώπη, δεν λαμβάνουν επαρκή θεραπεία.

Eύρεση οικογενειακών προτύπων και ιστορικού

Το ερευνητικό πεδίο της βιολογικής ψυχιατρικής στράφηκε, με τη βοήθεια της γενετικής, προς την εύρεση οικογενειακών προτύπων και ιστορικού, στις νευροψυχιατρικές διαταραχές. Οι σημειακές μεταλλαγές (μεταλλαγές σε μονάχα μια βάση της αλληλουχίας του DNA) καθώς και πιθανές χρωμοσωμικές μεταλλάξεις φαίνεται να συμμετέχουν στην πιθανότητα εμφάνισης νευροψυχιατρικών διαταραχών. Διάφορες μεταλλαγές στον αριθμό αντιγράφων γονιδίων φαίνεται να συσχετίζονται με την πιθανότητα εμφάνισης σχιζοφρένειας, αυτισμού, διπολικής διαταραχής και κατάθλιψης. Σύμφωνα με το πρότυπο της «Αναπτυξιακής Προέλευσης Υγείας και Νόσου» (Developmental Origins of Health and Disease, DOHaD) η έκθεση σε περιβαλλοντικά ερεθίσματα κατά τα κρίσιμα αναπτυξιακά στάδια μπορεί να συνεισφέρει σε μακροπρόθεσμες τροποποιήσεις, προγραμματίζοντας έτσι την απόκριση του οργανισμού σε βιολογικό επίπεδο. Τα περιβαλλοντικά ερεθίσματα εντυπώνονται στο γονιδίωμα και επηρεάζουν τη γονιδιακή έκφραση μέσω της επιγενετικής ρύθμισης. Ενώ το πεδίο της γενετικής στην ψυχιατρική έρευνα όλο και διευρύνεται, ταυτόχρονα ο τομέας της επιγενετικής φαίνεται να αποκτά όλο και περισσότερο ερευνητικό ενδιαφέρον. Επιγενετική ονομάζεται το πεδίο έρευνας που μελετά τις περιβαλλοντικές μεταβολές που αποτυπώνονται στο ανθρώπινο γονιδίωμα, προκαλώντας μεταβολές στη λειτουργία μορίων-τελεστών που ευθύνονται για τη φυσιολογική λειτουργία του οργανισμού. Φαίνεται πως οι στρεσογόνες εμπειρίες και ειδικά όσες συμβαίνουν κατά τα νεαρά στάδια της ανάπτυξης αφήνουν τα «ίχνη» τους στο ανθρώπινο DNA, μεταβάλλοντας τη δράση των πρωτεϊνών που κωδικοποιούνται από αυτό.

Η μοντελοποίηση των περιβαλλοντικών ερεθισμάτων που υφίστανται οι άνθρωποι, μπορεί μέχρι ένα βαθμό να προσεγγιστεί ερευνητικά με τη βοήθεια ειδικών μοντέλων πειραματοζώων. Οι προσεγγίσεις αυτές μπορεί να περιλαμβάνουν διάφορα χρόνια μοντέλα του στρες, όπως το μοντέλο μητρικής αποστέρησης και πρόωρου απογαλακτισμού, κατά το οποίο οι νεαροί μύες στρεσάρονται λόγω της απομάκρυνσής τους από το γνώριμο μητρικό περιβάλλον για ορισμένες ώρες κατά τη διάρκεια της ημέρας, αλλά και μοντέλα οξέος στρες όπως το στρες περιορισμού κίνησης. Τέτοιου είδους πρωτόκολλα έρευνας επιτρέπουν τη συμπεριφορική μελέτη της απόκρισης του οργανισμού στο στρες, καθώς και τη διερεύνηση των πιθανών μεταβολών των μοριακών τελεστών της απόκρισης στο στρες σε περιφερικό αίμα ή εγκεφαλικούς ιστούς.
Μελέτες σε τρωκτικά απέδειξαν πως ακόμη και μεταβολές στις διατροφικές συνήθειες της μητέρας συντελούν σε εμφανισιακές αλλαγές, συγκεκριμένα στο χρώμα του τριχώματος των απογόνων, ενώ η φροντίδα που παρέχει η μητέρα στα νεογνά μπορεί να αποτελέσει αμυντικό μηχανισμό σε μελλοντική έκθεση στο στρες, καθιστώντας τους μύες ανθεκτικούς σε αυτό. Ισχυρότερα περιβαλλοντικά στρες που μπορεί να περιλαμβάνουν bullying, κοινωνική απομόνωση και συναισθηματική ή/και σωματική κακοποίηση σε νεαρές ηλικίες, είναι πιθανό να οδηγήσουν σε χρόνιο άγχος, να απορρυθμίσουν μόνιμα τους μηχανισμούς αντοχής του οργανισμού και να δυσχεραίνουν τις μετέπειτα αποκρίσεις στο στρες καθώς και την ικανότητα του οργανισμού να ανταπεξέρχεται σε αυτές. Τέτοιου είδους περιβαλλοντικά ερεθίσματα, σε συνδυασμό με ένα ήδη επιβαρυμένο γενετικό προφίλ είναι πιθανό να επιβαρύνουν ακόμη περισσότερο τον ανθρώπινο οργανισμό.

Βασικό περιορισμό στην έρευνα των νευροψυχιατρικών διαταραχών και συγκεκριμένα της σχιζοφρένειας αποτελεί ο ιδιαίτερα ετερογενής κλινικός φαινότυπος μεταξύ των ασθενών. Η πληθώρα συμπτωμάτων σε συνδυασμό με τη δυσκολία εντοπισμού ενός πιθανού γενετικού υποβάθρου που να διακρίνει τουλάχιστον ένα μέρος του πληθυσμού ασθενών, καθιστούν απαραίτητο τον εντοπισμό πιθανών διαγνωστικών αλλά και θεραπευτικών βιοδεικτών της νόσου. Οι διαγνωστικοί βιοδείκτες κατατάσσονται σε ευρύτερες κατηγορίες. Χαρακτηριστικό των «σταθερών» βιοδεικτών (trait biomarkers) είναι πως προϋπάρχουν της εκδήλωσης της νόσου, κατά τη διάρκεια των συμπτωμάτων αλλά και κατόπιν της ύφεσής τους. Μια άλλη κατηγορία βιοδεικτών, οι «κατά συνθήκη» βιοδείκτες (state biomarkers) έχουν το χαρακτηριστικό της παροδικότητας. Συγκεκριμένα, διαταράσσονται κατά την εκδήλωση της νόσου αλλά τα επίπεδά τους εξομαλύνονται με την ύφεση των συμπτωμάτων. Εκτός από τη σημασία των βιοδεικτών στη διάγνωση των νευροψυχιατρικών διαταραχών, επιτακτική είναι επίσης η ανάγκη προσδιορισμού θεραπευτικών βιοδεικτών (treatment biomarkers), οι οποίοι θα συμβάλλουν ιδιαίτερα στην πρόγνωση της φαρμακευτικής απόκρισης των ασθενών. Οι όλο και περισσότερες φαρμακογονιδιωματικές έρευνες ανοίγουν το δρόμο προς μια θεραπεία που θα στοχεύει στην ύφεση των συμπτωμάτων, την ελαχιστοποίηση όσο το δυνατόν, ανεπιθύμητων ενεργειών καθώς και στη βελτίωση του τρόπου και της ποιότητας διαβίωσης των ασθενών.

Θεοδωρίδου Ντανιέλα, Υποψήφια Διδάκτωρ του τμήματος Ιατρικής, Παν/μίου Ιωαννίνων

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News