Project Syndicate

Η σκληρή απόφαση για το lockdown της Σαγκάης, της μεγαλύτερης πόλης της Κίνας, συγκλόνισε τον κόσμο. Μετά από έξι εβδομάδες, και παρά την απότομη μείωση των μολύνσεων, το lockdown της Σαγκάης έχει προκαλέσει τεράστιο κόστος στην πόλη και τους κατοίκους της. Δεδομένου ότι η παραλλαγή Omicron έχει χαμηλό ποσοστό θνησιμότητας μεταξύ των εμβολιασμένων και ότι μεγάλο μέρος του υπόλοιπου κόσμου έχει πειστεί να μετατοπίσει τις στρατηγικές του από τα lockdown και τους περιορισμούς μετακίνησης στη μαζική ανοσοποίηση, οι επικριτές αναρωτιούνται γιατί η πολιτική μηδενικού COVID-19 της Κίνας συνεχίζει να εφαρμόζεται.

Όταν ο COVID-19 εμφανίστηκε για πρώτη φορά στη Γουχάν στα τέλη του 2019, η Κίνα δεν ήταν καλά προετοιμασμένη για τέτοια λοιμώδη επιδημία. Ενώ το Κινεζικό Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων ιδρύθηκε το 2002, ποτέ δεν ενοποιήθηκε και ποτέ δεν λειτούργησε αποτελεσματικά, παρά το ξέσπασμα του σοβαρού οξέος αναπνευστικού συνδρόμου (SARS) τον επόμενο χρόνο. Έτσι, όταν εμφανίστηκε η COVID-19, με το συγκριτικά υψηλότερο ποσοστό θνησιμότητας, η κυβέρνηση της Κίνας δεν είχε άλλη επιλογή από το να υιοθετήσει «πολεμικό» μοντέλο, κλείνοντας την πόλη και κινητοποιώντας πρόσθετους πόρους (συμπεριλαμβανομένου ιατρικού προσωπικού) σε επείγουσα βάση.

Το lockdown της Γουχάν, το οποίο διήρκεσε 76 ημέρες, ήταν ζωτικής σημασίας υπό αυτές τις συνθήκες. Αλλά αν η Κίνα είχε εφαρμόσει σύστημα ανταπόκρισης σε κρούσματα ασθενειών που υποστηρίζεται επιδημιολογικά, οι αυστηρότεροι περιορισμοί πιθανότατα θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί ή τουλάχιστον να είχαν μειωθεί σημαντικά.

Στα χρόνια από την έκρηξη της πανδημίας COVID-19, η Κίνα έχει αναπτύξει και εφαρμόσει ακριβώς ένα τέτοιο σύστημα για ολόκληρη τη χώρα, συμπεριλαμβανομένων τακτικών δοκιμών και εντοπισμού επαφών, κεντρικής καραντίνας και χρήσης μεγάλων δεδομένων για την πρόληψη της εξάπλωσης του ιού μεταξύ των πόλεων . Όπως μπορούν να επιβεβαιώσουν οι κάτοικοι της Σαγκάης, αν και αυτό δεν έχει εξαλείψει την ανάγκη για lockdown, έχει επιτρέψει πολύ πιο περιορισμένα και στοχευμένα κλεισίματα. Ακόμη και όταν η οικονομία της Σαγκάης δέχεται πλήγμα, η υπόλοιπη Κίνα συνεχίζει να λειτουργεί.

Ενώ οι πολιτικές ελέγχου της πανδημίας της Κίνας παραμένουν πιο ενεργές και αυστηρές από αυτές στις περισσότερες άλλες χώρες, τα αποτελέσματα μιλούν από μόνα τους. Η ηπειρωτική Κίνα έχει αναφέρει μέχρι στιγμής μόλις 222.000 επιβεβαιωμένα κρούσματα και 5.200 θανάτους από την COVID-19 και έχει αποφύγει μεγάλες ζημιές στην οικονομία της. Και η Κίνα έχει βάσιμους λόγους να επιβάλει αυστηρότερα μέτρα και να μην εγκαταλείψει τη δυναμική προσέγγισή της για μηδενικό COVID αυτή τη στιγμή.

Κατ’ αρχάς, ο αριθμός εμβολιασμένων ηλικιωμένων Κινέζων ήταν μάλλον μέτριος. Μόνο περίπου οι μισοί από τους ανθρώπους ηλικίας 80 ετών και άνω έχουν κάνει τον αρχικό εμβολιασμό, με λιγότερο από το 20% από αυτούς να έχουν κάνει και αναμνηστική δόση. Ο εμβολιασμός των παιδιών είναι επίσης χαμηλότερος από το αναμενόμενο.

Επιπλέον, υπάρχουν τεράστιες ανισότητες μεταξύ αστικών κέντρων και αγροτικών περιοχών και περιφέρειας στην Κίνα, όχι μόνο όσον αφορά τον οικονομικό δυναμισμό και τη δεκτικότητα, αλλά και τη διαθεσιμότητα κοινωνικών υπηρεσιών και πόρων υγειονομικής περίθαλψης. Αν συνυπολογίσουμε σε αυτό τα περίπου 500 εκατομμύρια άτομα με χαμηλό ή μεσαίο επίπεδο εκπαίδευσης και όσους ζουν σε λιγότερο ανεπτυγμένες περιοχές, και οι κίνδυνοι που συνεπάγονται από τη χαλάρωση των περιορισμών είναι τεράστιοι.

Ορισμένες εκτιμήσεις δείχνουν ότι, με βάση τα στοιχεία από τις Ηνωμένες Πολιτείες και το Χονγκ Κονγκ, η Κίνα θα μπορούσε να αντιμετωπίσει κύμα 200-300 εκατομμυρίων λοιμώξεων πέραν όσων δεν χρήζουν φαρμακευτικών παρεμβάσεων. Ακόμη και με την ικανότητα της κυβέρνησης για κινητοποίηση, πολλές περιφέρειες δεν θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν την αύξηση των κρουσμάτων COVID-19. Θα μπορούσε να αναμένεται καταπόνηση των ιατρικών πόρων και απότομη αύξηση των θανάτων ηλικιωμένων.

Είναι αλήθεια ότι η προσέγγιση μηδενικού COVID είναι δαπανηρή, και, παρά τον προσδιορισμό “μηδενικός”, ο στόχος των μηδενικών μολύνσεων δεν μπορεί να επιτευχθεί. Αντίθετα, η στρατηγική προτείνει ισχυρό συνδυασμό πολιτικών μη-φαρμακευτικών παρεμβάσεων και ανοσοποίησης και έμφαση στην αποφυγή lockdown. Είναι σημαντικό ότι απαιτεί από τις τοπικές κυβερνήσεις να βασίζονται σε σύστημα που υποστηρίζεται από την επιδημιολογία για να ανταποκρίνονται έγκαιρα σε κρούσματα και να σταματήσουν την εξάπλωση. Αναμφίβολα, μια τέτοια προσέγγιση επιβεβαιώνεται από την ισχυρή ικανότητα της Κίνας για κινητοποίηση πόρων.

Αυτή η προσέγγιση είναι χαρακτηριστική του πως η Κίνα χαράζει πολιτική. Η πολιτική ηγεσία της Κίνας έχει πάντα μακροχρόνιους ορίζοντες και είναι πιο πρόθυμοι να υποστούν βραχυπρόθεσμα υψηλό κόστος για την προώθηση μακροπρόθεσμων αναπτυξιακών στόχων. Ειδικά εν μέσω κρίσεων, βρίσκουν λύσεις που –αν και συχνά είναι βραχυπρόθεσμα δαπανηρές– επιτρέπουν στη χώρα να επιστρέψει στην πορεία της.

Ως αποτέλεσμα αυτής της στρατηγικής, η οποία αποτελεί τη βάση της πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής ανθεκτικότητας της χώρας, η οικονομία της Κίνας έχει αποφύγει σταθερά να χτυπηθεί από εξωτερικούς κραδασμούς. Όπως έχουν παρατηρήσει οι Σεμπάστιαν Χάιλμαν και Ελίζαμπεθ Τζ. Πέρι, αυτό το «στυλ αντάρτικης πολιτικής» προέκυψε από τη μακρά επαναστατική περίοδο, όταν το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας βρισκόταν συχνά σε σαφώς μειονεκτική θέση.

Το κλειδί για τέτοιες προσεγγίσεις εντός ενός μεγάλου και πολύπλευρου πλαισίου είναι να παρέχεται ευελιξία και να ανατίθενται κρίσιμες αρμοδιότητες σε τοπικούς φορείς που έχουν την εξουσία και τα κίνητρα να βελτιστοποιούν τις πολιτικές για την κάλυψη των τοπικών αναγκών. Για παράδειγμα, στην εφαρμογή πολιτικής μηδενικού COVID-19, οι τοπικές κυβερνήσεις μπόρεσαν να αναζητήσουν την καλύτερη ισορροπία μεταξύ της οικονομικής ανάπτυξης και των αναγκών για δημόσια υγεία, βάσει των δυνατοτήτων και των πόρων τους.

Αυτό εξηγεί γιατί ορισμένες τοπικές κυβερνήσεις σε υπανάπτυκτες και αγροτικές περιοχές έχουν συχνά επιβάλει πιο περιοριστικές πολιτικές. Για αυτούς, το κόστος ευκαιρίας των γενικών μέτρων είναι απλώς χαμηλότερο από ό,τι στις ανεπτυγμένες παράκτιες πόλεις που οδηγούν την οικονομική ανάπτυξη της Κίνας.

Για τον ίδιο λόγο, ορισμένες περιοχές έχουν υιοθετήσει εξαιρετικά στοχευμένη προσέγγιση, με περιορισμούς που εφαρμόζονται σε ενιαίες διοικητικές περιφέρειες, γειτονιές ή ακόμα και πολυκατοικίες, ελαχιστοποιώντας έτσι την οικονομική αναστάτωση. Μια τέτοια προσέγγιση έδωσε τη δυνατότητα στη Σαγκάη να λειτουργήσει αποτελεσματικά για δύο χρόνια, πριν οι αρχές κρίνουν ότι χρειαζόταν lockdown με βάση επιδημιολογικές έρευνες. Αυτό είναι πραγματικά εξαιρετικό επίτευγμα για μητρόπολη 26 εκατομμυρίων ανθρώπων με υψηλή έκθεση σε κίνδυνο πανδημίας. Η Σενζέν – που συνορεύει με το σκληρά χτυπημένο Χονγκ Κονγκ και έχει μεγάλο πληθυσμό, δυναμική οικονομία και ανοιχτά λιμάνια – έχει επιτύχει εξίσου εντυπωσιακό περιορισμό του ιού. Άνοιξε ξανά μετά από lockdown διάρκειας μιας εβδομάδας τον Μάρτιο.

Φυσικά, καμία στρατηγική δεν είναι απόλυτα ασφαλής. Τα lockdown σε Σαγκάη και Σενζέν επιβλήθηκαν για να αποτραπεί η άφιξη της εξαιρετικά μεταδοτικής παραλλαγής Όμικρον από το Χονγκ Κονγκ. Ωστόσο, η Κίνα δεν είναι πιθανό να εγκαταλείψει το μείγμα πολιτικής μη-φαρμακευτικών παρεμβάσεων και εμβολιασμών στο εγγύς μέλλον. Ομοίως, η Κίνα θα συνεχίσει να προσαρμόζει τις πολιτικές της για την αντιμετώπιση της πανδημίας και να μειώνει την ανάγκη για μη-φαρμακευτικές παρεμβάσεις, καθώς αναπτύσσει πιο αποτελεσματικά εμβόλια και ενισχύει τα ποσοστά ανοσοποίησης.

Ο Zhang Jun είναι Κοσμήτορας της Σχολής Οικονομικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο Fudan, και Διευθυντής του Κέντρου Οικονομικών Σπουδών της Κίνας, δεξαμενή σκέψης με έδρα τη Σαγκάη.

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Experts