Η cancel culture, η «κουλτούρα της ακύρωσης», έχει προστεθεί σε ένα μακρύ κατάλογο εννοιών, συνήθως αγγλοσαξονικής και βορειοαμερικανικής προέλευσης, που καταγγέλλονται στην Ευρώπη ως μορφές λογοκρισίας, περιορισμού της ελευθερίας του λόγου, αμφισβήτησης της αξίας του πολιτισμού.
Ας θυμηθούμε τη συνεχιζόμενη πολεμική γύρω από την «πολιτική ορθότητα», ή την ετοιμότητα αρκετών να επισημάνουν τις «υπερβολές» του κινήματος #Metoo, παρότι αυτή η ετοιμότητα πια έχει αρχίσει να αντιμετωπίζεται με τον δέοντα στιγματισμό. Κοινός παρανομαστής αυτών των πολεμικών η υπογράμμιση ότι υπάρχει κίνδυνος να ακυρωθούν πλευρές του πολιτισμού και να υπονομευτεί η δυνατότητα να τις απολαμβάνουμε και να συζητάμε για αυτές.
Η έννοια της cancel culture έχει και στη χώρα μας αρκετές φορές σχολιαστεί με αυτό τον πολεμικό τόνο και όχι με αναφορά στις διεκδικήσεις και τα κινήματα μέσα στα οποία έχει προκύψει. Όπως επισημαίνει η Λωρ Μυρά, καθηγήτρια στο UCLA, στο βιβλίο της Ποιος ακυρώνει τι; Σκέψεις για την cancel culture, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Πόλις σε μετάφραση Γιάννη Κτενά, έχουμε να κάνουμε με ένα «κριτικό εργαλείο των μειονοτήτων που εξασκούν την ελευθερία έκφρασή τους» και «συνίσταται κυρίως στην αποκάλυψη θεμάτων ή πράξεων εκ μέρους εταιρειών, προσώπων ή θεσμών που κρίνονται απαράδεκτες ή προσβλητικές και της απόσυρσης κάθε υποστήριξης προς αυτά τα πρόσωπα, τις εταιρείες και τους θεσμούς, κυρίως μέσω των κοινωνικών δικτύων».
Η υπενθύμιση αυτή είναι σημαντική γιατί έρχεται να υπογραμμίσει ότι έχουμε να κάνουμε με αντίδραση και διεκδίκηση απέναντι σε αδικίες που έχουν διαπραχθεί σε βάρος ανθρώπων κατά τεκμήριο αδύναμων. Ακόμη πιο σημαντική είναι και η υπενθύμιση που κάνει η Μυρά της κεντρικότητας που έχει σε αυτές τις πρακτικές το θέμα του ρατσισμού και της αποικιοκρατίας. Άλλωστε, αυτό εξηγεί και τη φόρτιση που έχει το φαινόμενο της αποκαθήλωσης αγαλμάτων, είτε υποστηρικτών της δουλείας στις ΗΠΑ, είτε προσώπων άμεσα συνδεδεμένων με τις πιο βάναυσες πλευρές της αποικιοκρατίας στην Ευρώπη. Το σημείο αυτό ίσως εξηγεί και γιατί υπάρχουν τόσο πολλές αντιδράσεις και τόσο έντονη πολεμική και από τις δύο πλευρές του Ατλαντικού (ας μην ξεχνάμε εδώ και την εχθρότητα του Ντόναλντ Τραμπ στο κίνημα Black Lives Matter). Δεν έχουμε να κάνουμε με μια απόπειρα «διαγραφής της ιστορίας» όπως υποστηρίζουν διάφοροι, αλλά με το ακριβώς αντίθετο: την αναμέτρηση με μια ιστορία, αυτή της αποικιοκρατίας, που δεν είναι μόνο ιδιαίτερα οδυνηρά συνυφασμένη με αυτό που συνήθως αποκαλούμε Δύση, αλλά – και αυτό είναι το χειρότερο – διαρκώς αναπαραγόμενη σε όλες τις μορφές συστημικού ρατσισμού, από τις διακρίσεις σε βάρος των πολιτών μεταναστευτικής καταγωγής έως τα πολλά τείχη σε βάρος όσων έρχονται για να αποφύγουν τον πόλεμο και την εξαθλίωση. Όπως παρατηρεί η Μυρά: «η εικονοκλαστική χειρονομία, που τόσο συχνά παρουσιάζεται ως αστοιχείωτη “ακύρωση”, οξύνει την ευαισθησία απέναντι στην ιστορία και επανενεργοποιεί μια μνήμη την οποία αγνοεί το αφηρημένο πλήθος των σύγχρονων πόλεων, όταν, καθ’ οδόν προς το γραφείο, περνά κάθε μέρα κάτω από το σπαθί κάποιου αποικιοκράτη». Όντως το να υπάρχουν ακόμη αγάλματα π.χ. του Λεοπόλδου Β΄ του Βελγίου είναι προσβολή στα πάρα πολλά θύματά του…
Η αναμέτρηση με την ιστορία
Στην πραγματικότητα δεν έχουμε να κάνουμε ούτε με «πολέμους της μνήμης», ούτε με πρακτικές «λογοκρισίας», ούτε καν με αμφισβήτηση της ιστορίας του πολιτισμού (παρά τις κατά καιρούς μάλλον αστοιχείωτες καταγγελίες ότι κάποιοι μεθοδεύουν την «ακύρωση» του Πλάτωνα). Πιο σωστό είναι να πούμε ότι έχουμε να κάνουμε με συγκρούσεις στο επίπεδο της κουλτούρας ή του «συμβολισμού» που αντανακλούν πραγματικές διαιρέσεις και ανταγωνισμούς μέσα σε κοινωνίες που παραμένουν ιδιαίτερα άνισες και στηρίζουν την «σταθερότητά» τους στην αναπαραγωγής μορφών σεξισμού, πατριαρχίας και ρατσισμού, παρά τον υποτιθέμενο σεβασμό κυβερνήσεων, διεθνών οργανισμών και κρατών στην απαρέγκλιτη τήρηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να ξεφύγουμε από την εύκολη καταδίκη της «κουλτούρας της ακύρωσης» και να συνειδητοποιήσουμε ότι αντί για την υπεράσπιση διάφορων παραλλαγών «επίσημης» ιστορίας (ενίοτε με συμπερίληψη στοιχείων «εθνικής μυθολογίας»), χρειαζόμαστε μια αναμέτρηση με την πραγματική ιστορία. Όσο τραυματικό και εάν φαντάζει αυτό και όση απομυθοποίηση και εάν περιλαμβάνει, είναι πολύ προτιμότερο από την αναπαραγωγή αφηγημάτων που φαντάζουν απλώς και μόνο ως νομιμοποίηση της βαναυσότητας. Αυτό αφορά όχι απλώς την επίγνωση αλλά τελικά την αποδοχή της ιστορίας του «άλλου», δηλαδή της κοινωνικής κατηγορίας, ομάδας, εθνότητας που αποτελεί το θύμα των διακρίσεων, και την αναγνώριση των «σκοτεινών» πλευρών των εκάστοτε «εθνικής ιστορίας» ως αναγκαία συνθήκη χειραφετητικής αυτογνωσίας και ως άνοιγμα δρόμου για ένα μέλλον με λιγότερη βαναυσότητα και περισσότερη ελευθερία
Με το βλέμμα στο παρόν και το μέλλον
Είναι σαφές ότι όλα αυτά δεν αφορούν το παρελθόν. Αφορούν πρωτίστως το παρόν και το μέλλον. Αποκτώντας επίγνωση για το παρελθόν, κατανοούμε το παρόν και έχουμε τη δυνατότητα να κάνουμε το μέλλον διαφορετικό και πιθανώς καλύτερο. Ένα μέλλον με λιγότερο ρατσισμό, περισσότερη αλληλεγγύη, ένα μέλλον όπου θα σταματήσουμε να βλέπουμε να αυξάνονται οι βιασμοί και οι γυναικοκτονίες και όπου δεν θα μετράμε μαύρους δολοφονημένους από την αστυνομία και μετανάστες νεκρούς σε συνοριακά περάσματα.