«Εμείς στην Τουρκία συνδυάσαμε την παραδοσιακή ισλαμική μας κουλτούρα με τις κοσμικές και δημοκρατικές μας δομές. Αποδείξαμε ότι μια μουσουλμανική χώρα μπορεί να στρέψει το πρόσωπο προς τη Δύση και να ενσωματωθεί στον δυτικό κόσμο».

Η φράση – μοιάζει απίστευτο με τα σημερινά δεδομένα – είναι του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Του Ερντογάν μιας άλλης εποχής, βέβαια. Τον Μάιο του 2004, φρέσκος ακόμη στην εξουσία, ήταν καλεσμένος στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Η ομιλία του είχε έναν τολμηρό τίτλο: «Γιατί η Ευρώπη έχει ανάγκη την Τουρκία». Μα το πιο ενδιαφέρον σημείο της, όταν ξαναδιαβάζεις την ομιλία με τα σημερινά μάτια, είναι μια σύντομη αναφορά στις ελληνοτουρκικές σχέσεις.

Το πρόβλημα με την Ελλάδα και την Τουρκία, εξηγούσε στο ακαδημαϊκό του ακροατήριο, είναι ότι και οι δύο είναι αιχμάλωτες της αντίληψης που έχει η μία για την άλλη. Το πρόβλημα ήταν ότι «προσδιορίζουμε αυτό που θεωρούμε εθνικό συμφέρον, με βάση τις αντιλήψεις μας για τον άλλον». Αντιγράφω: «Για πολλά χρόνια η Ελλάδα απέδιδε στην Τουρκία ηγεμονικές βλέψεις και, στα μάτια ενός Ελληνα, η τουρκική επέμβαση στην Κύπρο ήταν η καλύτερη απόδειξη. Για την Τουρκία, από την άλλη πλευρά, ηγεμονικές βλέψεις στην πραγματικότητα είχε η Ελλάδα, αφού η Ελλάδα ήταν που είχε καταλάβει τη Δυτική Ανατολία τη δεκαετία του ’20». Αλλά τώρα, πρόσθετε εκείνος ο άλλος Ερντογάν του 2004, «μια ελληνοτουρκική προσέγγιση είναι εφικτή, επειδή υπάρχει ένα κοινό έδαφος, στο οποίο οι αμοιβαίες αντιλήψεις του ενός για τον άλλον μπορούν να επαναπροσδιοριστούν. Και αυτό το κοινό έδαφος είναι η Ευρωπαϊκή Ενωση. Είναι η “Ευρώπη ως ένωση αξιών”, που μπορεί να δημιουργήσει συνέργειες, οι οποίες θα αλλάξουν πρώτα τις αντιλήψεις μας κι έπειτα τις πολιτικές μας». Και ο εντυπωσιακός αυτός ύμνος στην Ευρώπη έκλεινε με τη διαβεβαίωση ότι η Τουρκία «έχει ισχυρή βούληση να ταυτίσει τις αξίες της Ευρώπης με τις αξίες της Αγκυρας».

Ω, οι ωραίες ημέρες. Ηταν ακόμη η εποχή που η βασική φιλοδοξία του Ερντογάν (και της χώρας του) – ειλικρινής πίστη ή χρηστικό εργαλείο, αδιάφορο – ήταν η ευρωπαϊκή φιλοδοξία. Η φιλοδοξία αυτή, για λόγους που όλοι γνωρίζουμε, εξατμίστηκε κάποια στιγμή. Αντικαταστάθηκε πρώτα, στις ημέρες των εξεγέρσεων της Αραβικής Ανοιξης, με τη φιλοδοξία του «χαλιφάτου», με την ιδέα δηλαδή ότι η Τουρκία του Ερντογάν θα αναδεικνυόταν σε πολιτικό φάρο, καθοδηγητή και ηγέτη του νέου σουνιτικού κόσμου, από το Γιβραλτάρ ως τον Ευφράτη κι ακόμη πιο πέρα. Κι έπειτα, όταν στις αραβικές πρωτεύουσες χειμώνιασε και η φιλοδοξία Ερντογάν τον έμπλεξε στον βρώμικο πόλεμο της Συρίας, μια νέα «ιδεολογία» άρχισε να κερδίζει έδαφος, καθώς οι διάφοροι προφήτες του «ευρασιατικού πεπρωμένου» της Τουρκίας (με ιδεολογικούς συγγενείς στη Μόσχα του Πούτιν) άρχισαν να κερδίζουν την προσοχή του παλατιού και να διευκολύνουν το φλερτ με τη Ρωσία.

Ισως σε αυτές τις μετατοπίσεις στρατηγικών φιλοδοξιών να βρίσκεται η εξήγηση της στροφής στην εξωτερική πολιτική της Τουρκίας και της επίδοσής της σε μια βίαιη προβολή ισχύος στην ευρύτερη περιοχή. Τα τελευταία περίπου πέντε χρόνια, η τουρκική εξωτερική πολιτική μοιάζει να στρατιωτικοποιείται, με εμπλοκή σε μέτωπα έντασης, από τη Λιβύη και το Σουδάν ως τον Καύκασο, και μια απότομη κλιμάκωση της ρητορικής κυρίως – μα όχι μόνον ρητορικής – βίας απέναντι στην Ελλάδα.

Αλλά ο Ερντογάν ο ίδιος είναι ρεαλιστής. Η εξουσία του δεν υπηρετεί ιδεολογίες, δεν δεσμεύεται από αυτές. Αντίθετα, οι ιδέες υπηρετούν την εξουσία του. Και ίσως είναι μια πειστικότερη ερμηνεία της πρόσφατης πυρετώδους ρητορικής του, εκείνη που τη συνδέει με μια κυνική εξυπηρέτηση πολιτικών-εκλογικών αναγκών. Με την οικονομική κρίση εκτός ελέγχου και τη δημοτικότητά του στις δημοσκοπήσεις να φθίνει επικίνδυνα, ο Ερντογάν καταφεύγει στο παλιότερο πολιτικό κόλπο του κόσμου: επισείει δύο θανάσιμους κινδύνους, δύο υπαρξιακές απειλές – την εξωτερική απειλή μιας Ελλάδας που εξοπλίζει τα νησιά της και την εσωτερική απειλή της κουρδικής απόσχισης από τον εθνικό κορμό – για να συσπειρώσει το ακροατήριο και να πνίξει τις οικονομικές αγωνίες στο εθνικιστικό αίσθημα. Πολύ περισσότερο που ο πόλεμος στην Ουκρανία ερμηνεύθηκε στο παλάτι ως ιστορική ευκαιρία. «Τώρα που οι Δυτικοί μας έχουν περισσότερο ανάγκη», θα εκμεταλλευτούμε την ανοχή τους στις εσωτερικές ασκήσεις αυταρχικής διακυβέρνησης και τις εξωτερικές περιπέτειες και θα αποσπάσουμε, επιπλέον, τα μεγαλύτερα δυνατά ανταλλάγματα.

Η σύνοδος του ΝΑΤΟ στη Μαδρίτη ήταν το πεδίο δοκιμής αυτής της αντίληψης, αλλά και το όριό της. Ο Ερντογάν, αποσπώντας ανταλλάγματα όχι ασήμαντα, μα κυρίως συμβολικά, έκανε κάτι που μοιάζει με ολική επαναφορά της Τουρκίας στο δυτικό μπλοκ και πειθάρχησης στις προτεραιότητές του. Από τη δική μας, την ελληνική οπτική γωνία, αυτή δεν είναι μια δυσάρεστη εξέλιξη – για όσο διαρκέσει. Αλλωστε, η μοναδική περίοδος όπου τα νερά του Αιγαίου ήταν ήρεμα και φάνηκαν κάποιες ευκαιρίες επίλυσης των διαφορών, ήταν ακριβώς η περίοδος της ευρωπαϊκής φιλοδοξίας της Τουρκίας. Τότε που η Τουρκία, όπως έλεγε ο Ερντογάν στην Οξφόρδη, «είχε στρέψει το πρόσωπό της στη Δύση».

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Opinion