Η άνοδος της Βραζιλίας στα πρώτα χρόνια του 21ου αιώνα ως πουλέν της αναδυόμενης αγοράς (είναι το B στο αρκτικόλεξο BRICS) έληξε υπόκωφα το 2014.

Η χώρα εκμεταλλευόταν την παγκόσμια έκρηξη εμπορευμάτων με αυξημένες εξαγωγές πρώτων υλών και τροφίμων, ειδικά προς την διψασμένη για πόρους Κίνα. Στη συνέχεια κατέρρευσε σε μια βάναυση ύφεση από την οποία δεν έχει ακόμη ανακάμψει.

Από τότε, η οικονομία μετά βίας κουνήθηκε. Το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν αυξήθηκε μόλις κατά 0,15% ετησίως, κατά μέσο όρο, τη δεκαετία έως το τέλος του 2021. Το βιοτικό επίπεδο έχει πέσει σε μια χώρα όπου η μεσαία τάξη μεγάλωνε. Και παρόλο που η Βραζιλία είναι από τους κορυφαίους παραγωγούς γεωργικών προϊόντων στον κόσμο, έχει αυξηθεί η επισιτιστική ανασφάλεια στην χώρα.

«Η υποαπόδοση της Βραζιλίας όσον αφορά την ανάπτυξη από το τέλος των προηγούμενων υπεραποδοτικών κύκλων στα εμπορεύματα το 2014 εξέπληξε ακόμη και εκείνους που ήταν απαισιόδοξοι», ανέφερε ο Μάρλος Κασαρίν, επικεφαλής οικονομολόγος για τη Λατινική Αμερική στην Oxford Economics. «Το κατά κεφαλήν εισόδημα εξακολουθεί να είναι 10 τοις εκατό κάτω από το ανώτατο όριο του 2013 και θα χρειαστούν τουλάχιστον άλλα τέσσερα χρόνια για να επιστρέψει σε αυτό το επίπεδο».

Τα πολιτικά ρεπορτάζ στην περίοδο πριν τις προεδρικές εκλογές της επόμενης εβδομάδας κυριαρχούνται από άρθρα που σχετίζονται με τους δύο κορυφαίους υποψηφίους, δηλαδή με το εάν ο νυν πρόεδρος Ζαΐρ Μπολσονάρο θα σεβαστεί το αποτέλεσμα εάν χάσει, και την πιθανή επιστροφή στην εξουσία του πρώην ηγέτη Λουίς Ινάσιο Λούλα ντα Σίλβα που φυλακίστηκε για κατηγορίες διαφθοράς.

Όμως, καθώς οι Βραζιλιάνοι ετοιμάζονται να ψηφίσουν στις 2 Οκτωβρίου, η εκτεταμένη πτώση στην ποιότητα ζωής είναι το θέμα που κυριαρχεί στις σκέψεις των ψηφοφόρων.

«Αν περπατήσετε στο κέντρο του Σάο Πάολο ή σε άλλες πόλεις, θα δείτε ότι υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που πεινούν», υποστηρίζει η Μαρία Ισαμπέλ ντα Κόστα, η οποία διατηρεί εστιατόριο στην πόλη. «Οι άνθρωποι δυσκολεύονται να επιβιώσουν».

Αμφότεροι οι Μπολσονάρο και Λούλα έχουν υποσχεθεί ότι θα στραφούν προς τόνωση της ευημερίας, αλλά υποστηρίζουν εντελώς διαφορετικά οράματα για την αναβίωση της μεγαλύτερης οικονομίας της Λατινικής Αμερικής.

Ο Λούλα, πρώην συνδικαλιστής που κυβέρνησε τη Βραζιλία μεταξύ 2003 και 2010 στο απόγειο της άνθησης των αγορών εμπορευμάτων, προηγείται στις δημοσκοπήσεις κατά περίπου 10 ποσοστιαίες μονάδες.

Θέλει να επαναφέρει το κράτος στο επίκεντρο της χάραξης οικονομικής πολιτικής και να χρησιμοποιήσει τις κρατικές δαπάνες, ιδίως σε υποδομές, για να τονώσει την ανάπτυξη. Ωστόσο, μεγάλο μέρος της ρητορικής του έχει επικεντρωθεί σε προηγούμενα επιτεύγματα και όχι σε νέες πολιτικές προτάσεις.

Υπό τον Μπολσονάρο, οι ψηφοφόροι μπορούν να περιμένουν τη συνέχιση της φιλοεπιχειρηματικής ατζέντας ελεύθερης αγοράς, του Πάολο Γκουέντες, του υπουργού Οικονομικών του, ο οποίος έχει επικεντρωθεί στην περικοπή της γραφειοκρατίας, την προώθηση των ιδιωτικοποιήσεων και την απλοποίηση των κανονισμών εργασίας.

Πολλές από τις μικροοικονομικές μεταρρυθμίσεις της κυβέρνησης έχουν επαινεθεί από την επιχειρηματική κοινότητα της χώρας, αν και σε μεγάλο βαθμό δεν γίνονται αντιληπτές από την ευρύτερη κοινωνία.

Κανένας από τους δύο υποψήφιους, ωστόσο, δεν έχει επικεντρωθεί στις δύσκολες διαρθρωτικές αλλαγές που κρίθηκαν απαραίτητες για τη βελτίωση της παραγωγικότητας και τη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη. Αυτές περιλαμβάνουν αναθεώρηση του περίπλοκου φορολογικού συστήματος της Βραζιλίας και σημαντικές επενδύσεις που απαιτούνται σε υποδομές και εκπαίδευση.

Αυτό οφείλεται εν μέρει στις πολιτικές προτεραιότητες. Αλλά αντικατοπτρίζει επίσης πώς, σύμφωνα με το σύστημα αναλογικής εκπροσώπησης της Βραζιλίας, κανένα κόμμα δεν κερδίζει ποτέ την πλειοψηφία στο Κογκρέσο, δηλαδή στο ομοσπονδιακό νομοθετικό σώμα.

Όποιος και αν εκλεγεί πρόεδρος θα αναγκαστεί να αντιμετωπίσει το Centrão – κυριολεκτικά, το «μεγάλο κέντρο» – ένα άτυπο πολιτικό μπλοκ που περιλαμβάνει σχεδόν τους μισούς νομοθέτες της κάτω βουλής, οι οποίοι παρέχουν υποστήριξη σε αντάλλαγμα για κονδύλια ώστε να τα «σπείρουν» στις εκλογικές τους περιφέρειες.

Αυτή η πολιτική του «το ένα χέρι νίβει τ’ άλλο»  υπονομεύει την ανάπτυξη εκτρέποντας πολύτιμους κρατικούς πόρους μακριά από εκεί που χρειάζονται περισσότερο, λένε οι επικριτές του συστήματος αυτού.

«Το Centrão θα συνεχίσει να είναι η πιο σημαντική πολιτική ομάδα στο Κογκρέσο και όποιος και να είναι ο επόμενος πρόεδρος θα πρέπει να διαπραγματευτεί μαζί τους», τονίζει ο Μπρούνο Καράτσα, καθηγητής στο Ίδρυμα Dom Cabral.

Ο Εβάντρο Μπουτσίνι, οικονομολόγος στο Rio Bravo Investimentos, υποστηρίζει ότι χωρίς μεγάλες μεταρρυθμίσεις η ανάπτυξη θα αποδειχθεί άπιαστη. «Έχουμε χαμηλά ποσοστά επενδύσεων, χαμηλά ποσοστά αποταμίευσης, επιδείνωση του δημογραφικού προφίλ και, το πιο σημαντικό, έλλειψη αύξησης της παραγωγικότητας. Από πλευράς παραγωγικότητας η Βραζιλία έχει μείνει στάσιμη τα τελευταία 20 με 30 χρόνια», αναφέρει ο ίδιος.

«Αν θέλετε να μιλήσετε για [βελτίωση] παραγωγικότητας, πρέπει να μιλήσετε για την εκπαίδευση και το εμπόριο, κανένα από τα οποία δεν αναφέρεται λεπτομερώς στα σχέδια του Λούλα ή του Μπολσονάρου».

Βαθύτερη ανάγκη για αλλαγή

Η κυβέρνηση Μπολσονάρο δεν έκρυψε τη χαρά της όταν δημοσιοποιήθηκαν τα τελευταία στοιχεία ανάπτυξης αυτόν τον μήνα. «Η Βραζιλία πετάει», επευφημούσε ο Γκουέντες, αφού τα στοιχεία έδειξαν ότι το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 1,2% το δεύτερο τρίμηνο σε σχέση με το πρώτο τρίμηνο.

Ήταν ένα απροσδόκητα δυναμικό αποτέλεσμα που ώθησε αρκετές επενδυτικές τράπεζες να αναθεωρήσουν προς τα πάνω τις προβλέψεις για φέτος, σε ποσοστό άνω του 2,5%. Ο τομέας των υπηρεσιών ώθησαν την ανάκαμψη, συμνεπικουρώντας τις εξαγωγές εμπορευμάτων, οι οποίες έχουν γίνει το θεμέλιο της οικονομίας.

«Αυτή η χρονιά είναι πολύ πιο δυναμική από ό,τι φανταζόμασταν», αποφάνθηκε ο Γκουίντο Ολιβέιρα, οικονομικός διευθυντής της εταιρείας Iguatemi. «Οι πολίτες είχαν χρήματα στην άκρη».

Αυτό ήρθε σαν επιστέγασμα στη μείωση της ανεργίας, η οποία έχει πέσει σε μονοψήφιο ποσοστό στο χαμηλότερο σημείο από το 2015, καθώς και στη μείωση του πληθωρισμού. Ωστόσο, παρ’ όλη τη προεκλογική ρητορική της κυβέρνησης, ο μακροπρόθεσμος ορίζοντας παραμένει θολός.

Οι οικονομολόγοι αναμένουν ότι η αύξηση του ΑΕΠ θα επιβραδυνθεί το επόμενο έτος σε λιγότερο από 1 τοις εκατό, καθώς επηρεάζεται αρνητικά από τα υψηλά επιτόκια, ένα δυσμενές παγκόσμιο σενάριο και η πιθανή πολιτική αβεβαιότητα επηρεάζουν αρνητικά.

Ωστόσο, το βαθύτερο ζήτημα είναι ότι η Βραζιλία πάλεψε να βρει ένα αποτελεσματικό και βιώσιμο μοντέλο για ευρεία οικονομική ανάπτυξη.

Στα χρόνια που οδήγησαν στο κραχ του 2014, η αριστερή κυβέρνηση της Ντίλμα Ρούσεφ χρησιμοποίησε τις κρατικές δαπάνες για να διατηρήσει τη δυναμική της οικονομίας. Αυτό, σε συνδυασμό με την ταυτόχρονη κατάρρευση των τιμών των εμπορευμάτων, οδήγησε τελικά σε δημοσιονομική κρίση, η οποία με τη σειρά της οδήγησε σε ύφεση.

«Η Βραζιλία παλαιότερα αναπτυσσόταν λόγω της επιρροής του δημόσιου τομέα. Το κράτος και οι κρατικές εταιρείες ήταν προσανατολισμένες προς τη στήριξη της οικονομικής ανάπτυξης», ανέφερε ο Ντέιβιντ Μπέκερ, επικεφαλής οικονομολόγος για τη Βραζιλία στην Bank of America στο Σάο Πάολο. «Η Βραζιλία πρέπει να αναζητήσει νέους μοχλούς ανάπτυξης γιατί το κράτος δεν μπορεί να επεκταθεί περισσότερο».

Αν και οι αγροτικές επιχειρήσεις έχουν εκτιναχθεί τα τελευταία χρόνια και πλέον αντιπροσωπεύουν περισσότερο από το 25 τοις εκατό του ΑΕΠ, τα κέρδη αντισταθμίστηκαν από τη μακρά πτώση της βιομηχανίας.

Η βιομηχανική παραγωγή συρρικνώθηκε κατά περίπου ένα πέμπτο στα 10 χρόνια έως τα τέλη του 2021, σύμφωνα με το Ινστιτούτο Γεωγραφίας και Στατιστικής της Βραζιλίας.

Είναι ένα φαινόμενο που περιγράφεται ως «πρόωρη» αποβιομηχανοποίηση, καθώς η απώλεια της μεταποίησης σημειώθηκε νωρίτερα από ό,τι θα αναμενόταν, δεδομένου του σταδίου ανάπτυξης της χώρας.

Πολλοί κατηγορούν το φαινόμενο που είναι γνωστό ως custo brasil: ο συνδυασμός γραφειοκρατίας, σύνθετου φορολογικού συστήματος και κακής εφοδιαστικής υποδομής που αυξάνει το κόστος της επιχειρηματικής δραστηριότητας στη χώρα.

Για άλλους, αποτελεί επίσης κληρονομιά της σχετικά κλειστής οικονομίας της Βραζιλίας και των υπολειμμάτων των προστατευτικών πολιτικών, που, όπως υποστηρίζουν, είχαν ως αποτέλεσμα την έλλειψη ανταγωνιστικότητας και δυναμισμού.

«Οι περισσότερες βιομηχανίες στη Βραζιλία είναι πολύ πίσω από εκείνες άλλων χωρών. Πρέπει να επαναβιομηχανοποιηθούμε», αναφέρει ο Λουίς Τονίσι, Διευθύνων Σύμβουλος του ομίλου ημιαγωγών Qualcomm στη Βραζιλία, ο οποίος προτείνει την εμπλοκή σε τομείς που επιδεικνύουν περισσότερες δυνατότητες.

«Είχαμε πολλές άκαρπες προσπάθειες τα τελευταία χρόνια», προσθέτει, αναφερόμενος σε σύντομες, περιορισμένες περιόδους ανάπτυξης. «Γιατί; Γιατί δεν πραγματοποιήσαμε τις μεταρρυθμίσεις, δεν φτιάξαμε τις υποδομές, δεν επενδύσαμε εκεί που έπρεπε να επενδύσουμε. Αν θέλουμε να έχουμε δεκαετία ανάπτυξης, πρέπει να κάνουμε όλα αυτά».

«Οι φόροι είναι χάλια»

Ο Γκουέντες —που φοίτησε στο Πανεπιστήμιο του Σικάγο υπό τον Μίλτον Φρίντμναν, τον πατέρα της μονεταριστικής σχολής οικονομικών — ανέλαβε τα καθήκοντά του με φιλο-επιχειρηματική ατζέντα.

Οι επιτυχίες του περιλαμβάνουν την σημαντική αναθεώρηση των συντάξεων το 2019, τη διασφάλιση της ανεξαρτησίας της κεντρικής τράπεζας, καθώς και μια σειρά από μικροοικονομικές μεταρρυθμίσεις που στοχεύουν στην αυξημένη διευκόλυνση της επιχειρηματικής δραστηριότητας.

«Η προσέλκυση επενδύσεων σε υποδομές ήταν επίσης θετική, με πολλαπλές παραχωρήσεις και την ιδιωτικοποίηση της [παρόχου ηλεκτρικής ενέργειας] Eletrobras», σχολίασε ο Λούκας δε Αραγάο, συνεργάτης στην εταιρεία πολιτικών συμβούλων Arko Advice. «Τα μέσα ενημέρωσης συχνά παραβλέπουν αυτά τα θέματα, καθώς είναι κυβέρνηση που προκαλεί πολλές διαμάχες».

Οι περισσότεροι αναλυτές αναμένουν συνέχιση αυτών των οικονομικών πολιτικών εάν ο Μπολσονάρο κερδίσει δεύτερη θητεία, και ο Γκουέντες έχει σηματοδοτήσει ότι θα παραμείνει ως υπουργός Οικονομικών.

Μέχρι σήμερα, ωστόσο, η ατζέντα του για μεγάλες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις ως επί το πλείστον παραπαίει. Κορυφαία ανάμεσά τους είναι η ανακατασκευή του απίστευτα πολύπλοκου φορολογικού συστήματος της χώρας.

«Οι φόροι είναι πραγματικά χάλια και αυτό μας επιβαρύνει από άποψη κατανάλωσης και επενδύσεων», ισχυρίζεται ο Τονίσι.

Μια μεσαίου μεγέθους βραζιλιάνικη εταιρεία χρειάζεται περισσότερες από 1.500 ώρες για να προετοιμάσει φορολογικές δηλώσεις, σύμφωνα με στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας — τον υψηλότε αριθμό ωρών παγκοσμίως. Αντίθετα, μια αντίστοιχη στις ΗΠΑ χρειάζεται 175 ώρες και μια επιχείρηση στο Ηνωμένο Βασίλειο περίπου 110 ώρες.

Η ενασχόληση με την μεταρρύθμιση του φορολογικού ήταν κεντρικός στόχος για τον Γκουέντες, αλλά δεν έχει πολλά να επιδείξει ως προς την επίτευξη του. Μια προσπάθεια να περάσει μια περιορισμένη φορολογική μεταρρύθμιση, η οποία μεταξύ άλλων μέτρων θα είχε εισαγάγει φόρο στα μερίσματα, έχει κολλήσει στη Γερουσία.

Η φορολογική μεταρρύθμιση είναι ιδιαίτερα περίπλοκη προσπάθεια λόγω της πληθώρας ανταγωνιστικών συμφερόντων, ιδίως των 27 πολιτειών της Βραζιλίας και χιλιάδων δήμων, καθώς και των εταιρικών λόμπι που ασκούν επιρροή.

Οι επικριτές είναι δύσπιστοι ότι ο Γκουέντες έχει το ειδικό βάρος να περάσει τέτοια νομοθετήματα στο Κογκρέσο και να επιβληθεί στο Centrão, το οποίο αποκτά ολοένα και περισσότερη επιρροή στην πολιτική της Βραζιλίας.

«Ούτε το κόμμα του Λούλα ούτε του Μπολσονάρο είναι κοντά στο να φτάσουν τους μισούς συν μια ψήφους του Κογκρέσου [για την ψήφιση νομοθεσίας], πόσο μάλλον την πλειοψηφία των δύο τρίτων που απαιτείται για την έγκριση συνταγματικών τροποποιήσεων», ανέφερε ο de Αραγάο.

Η εξασφάλιση της υποστήριξης του Centrão, προσθέτει, σημαίνει ότι «η κυβέρνηση πρέπει συχνά να αποδυναμώσει ή να απορρίπτει εντελώς προτάσεις που θεωρούνται ακραίες ή ιδεολογικά υπαγορευμένες».

Παραμελημένες υποδομές

Τα κακά εκπαιδευτικά πρότυπα είναι ακόμη ένας ευρέως αναγνωρισμένος παράγοντας που εμποδίζει τη Βραζιλία. Αυτά οδηγούν σε έλλειψη δεξιοτήτων αποδυναμώνοντας την παραγωγικότητα.

«Υπάρχει χρόνια ανεπάρκεια στην ποιότητα της εκπαίδευσης. Η Βραζιλία ξοδεύει περίπου το 13 τοις εκατό του ΑΕΠ για συντάξεις και περίπου το 6 τοις εκατό του ΑΕΠ για εκπαίδευση. Η λύση περιλαμβάνει πιο αποτελεσματική κατανομή αυτών των πόρων», αναφέρει ο Μπουτσίνι.

Προσαρμόζοντας τον πληθωρισμό, οι κρατικές δαπάνες για την εκπαίδευση μειώθηκαν από 104 δισ. ρεάλ ($20 δισ.) το 2016 σε 80 δισ. ρεάλ πέρυσι, μείωση 23%. Οι αμυντικές δαπάνες παρέμειναν σταθερές την ίδια περίοδο.

«Σίγουρα η κακή βασική εκπαίδευση είναι από τα μεγαλύτερα προβλήματα της Βραζιλίας και η κύρια αιτία αυτού είναι η περιφρόνηση των εκλεγμένων αρχών», τονίζει η Άνα Μαρία Ντινίζ, ιδρύτρια του Peninsula Institute, ενός μη κερδοσκοπικού οργανισμού που εστιάζει στην εκπαίδευση.

Οι υποδομές επίσης μαστίζονται από έλλειψη επενδύσεων. Οι κακής ποιότητας δρόμοι και η απουσία σιδηροδρομικών συνδέσεων αυξάνουν δραματικά το εφοδιαστικό κόστος και μειώνουν τα περιθώρια κέρδους. Όσον αφορά την αποχέτευση, σχεδόν 100 εκατομμύρια Βραζιλιάνοι δεν διαθέτουν υπηρεσίες αποχέτευσης για την απομάκρυνση των λυμάτων.

Ωστόσο, η ανακατεύθυνση πόρων σε αυτούς τους τομείς, δεν είναι απλή. Περισσότερο από το 90 τοις εκατό του κρατικού προϋπολογισμού προορίζεται για υποχρεωτικές δαπάνες (πάγια), κυρίως μισθούς και συντάξεις του δημόσιου τομέα. Η αναμόρφωση αυτού του συστήματος θα απαιτούσε διοικητική μεταρρύθμιση του κράτους, κάτι που είναι πιθανό να αμφισβητηθεί έντονα από πλήθος πληττόμενων συμφερόντων, συμπεριλαμβανομένου του Centrão.

Για πολλούς επενδυτές με έκθεση στη Βραζιλία, η άμεση ανησυχία μετά τις εκλογές είναι η προσέγγιση της χώρας ως προς την δημοσιονομική ορθότητα. Τόσο ο Μπολσονάρο όσο και ο Λούλα έχουν επιδείξει την τάση να ξοδεύουν όταν είναι πολιτικά σκόπιμο.

«Καμία από τις προτάσεις των υποψηφίων δεν υπογραμμίζει δέσμευση για προώθηση ενός σταθερού μακροοικονομικού περιβάλλοντος, με ρίζες στον χαμηλό πληθωρισμό, τη βιώσιμη δημοσιονομική πολιτική και την προβλεψιμότητα», σχολίασε η Μαριάμ Νταγιούμπ, επικεφαλής οικονομολόγος της Grimper Capital. «Εστιάζουν σε προτάσεις που αυξάνουν τις δαπάνες [και] δεν έχουν ιδέες για το πώς να ενισχύσουν την παραγωγικότητα».

Οι ανησυχίες επικεντρώνονται στο μέλλον του ανώτατου ορίου δαπανών του δημόσιου τομέα που εφαρμόστηκε το 2016, γνωστό ως teto. Περιορίζοντας την αύξηση του προϋπολογισμού στο ποσοστό του πληθωρισμού, θεωρείται βασικός δημοσιονομικός άξονας.

Ενόψει των εκλογών, ο Μπολσονάρο έχει παρακάμψει το ανώτατο όριο προκειμένου να αυξήσει τις πληρωμές κοινωνικής πρόνοιας, ενώ ο Λούλα δηλώνει ανοιχτά την επιθυμία του να το εγκαταλείψει εντελώς.

Αυτός είναι ο «μεγαλύτερος βραχυπρόθεσμος κίνδυνος», κατά τον Τζάρεντ Λου, διαχειριστή χαρτοφυλακίου στη William Blair Investment Management. «Αυτό είναι το κλειδί που πρέπει να προσέξουμε σε αυτές τις εκλογές».

Το δέλεαρ του Λούλα 2.0

Ο Λούλα δεν έχει κρύψει τα σχέδιά για μετατόπιση του κέντρου βάρους της οικονομίας. «Το κράτος πρέπει να αναλάβει την ηγεσία», είπε ο πρώην πρόεδρος αυτόν τον μήνα. «Το κράτος πρέπει να χρησιμοποιήσει όλες τις δυνάμεις επιρροής του για να μπορέσουμε να αναπτύξουμε τη χώρα και για να πείσουμε επιχειρηματίες και ξένους να επενδύσουν στη Βραζιλία».

Μίλησε επίσης για επιστροφή της εθνικής αναπτυξιακής τράπεζας με διευρυμένο ρόλο. Πρότεινε ότι η κυβέρνηση θα πρέπει να αναλάβει πιο σταθερά τα ηνία στη διαχείριση της Petrobras, της ελεγχόμενης από το κράτος πετρελαϊκής εταιρίας, και επίσης να θεσπίσει νομοθεσία για την καλύτερη προστασία των εργαζομένων.

Ο αριστερός πολιτικός μιλά επίσης για τη μείωση του πληθωρισμού – που τώρα βρίσκεται στο 9 τοις εκατό – και για τη σφυρηλάτηση ενός πιο προοδευτικού φορολογικού συστήματος, αν και έχει παράσχει ελάχιστες λεπτομέρειες για το πώς θα εφάρμοζε οποιοδήποτε από τα δύο μέτρα.

Ο Λούλα επιμένει ότι ο χρόνος του στην εξουσία είναι απόδειξη της δημοσιονομικής του ευθύνης. Οι επικριτές, ωστόσο, τον κατηγορούν για την εφαρμογή πιο παρεμβατικής προσέγγισης την οποία ενστερνίστηκε η διάδοχός του, Ρούσεφ, η οποία αποπέμφθηκε το 2016.

Η Έλενα Λαντάου, σύμβουλος της Σιμόν Τεμπέτ, της τέταρτης υποψήφιας στις προεδρικές εκλογές, υποστηρίζει ότι ο Λούλα δημιούργησε το σκηνικό για τα οικονομικά δεινά της χώρας. «Από οικονομική άποψη, μας άφησε σε πολύ κακή θέση. Μέχρι να φύγει, είχε επιδεινώσει τις αντικυκλικές πολιτικές, τις δημοσιονομικές δαπάνες και παρέμβαση σε κρατικές εταιρείες».

Ο Βάγκνερ Παρέντε, διευθύνων σύμβουλος της συμβουλευτικής εταιρείας BMJ, προσθέτει: «Αν και ο Λούλα είναι απίθανο να υιοθετήσει τις ίδιες οικονομικές πολιτικές με τη Ρούσεφ, ορισμένοι συγκεκριμένοι στόχοι – όπως η ανατροπή του ανώτατου ορίου κρατικών δαπανών – προκαλούν αβεβαιότητα στον ιδιωτικό τομέα».

Μέχρι στιγμής, οι χρηματοπιστωτικές αγορές ήταν αισιόδοξες για πιθανή νέα προεδρία Λούλα, κυρίως λόγω του γεγονότος ότι είναι γνωστή ποσότητα που θεωρείται μετριοπαθής στην οικονομική πολιτική.

Απολαμβάνει επίσης καλύτερη φήμη μεταξύ πολλών δυτικών επενδυτών, οι οποίοι ανησυχούσαν για την αυταρχική ρητορική του Μπολσονάρο και την κραυγαλέα περιφρόνηση του για το περιβάλλον.

Η επιχειρηματική ελίτ πιστεύει ότι η Βραζιλία θα μπορούσε να αποκομίσει τεράστια μερίσματα από τις «πράσινες» επενδύσεις και την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής, εάν η επόμενη κυβέρνηση στη Μπραζίλια δείξει μεγαλύτερο ενδιαφέρον για την προστασία του Αμαζονίου.