Αφορμή για το παρόν είναι η τελείως «ανορθόδοξη» κατάσταση που επικρατεί πρόσφατα στην Ελληνική Οικονομία, όσον αφορά στη σχέση μεταξύ των υφιστάμενων επιτοκίων τραπεζικών καταθέσεων και του υφιστάμενου πληθωρισμού.

Με βάση την Οικονομική Θεωρία και Πολιτική, υπάρχει η βασική διάκριση μεταξύ του «ονομαστικού επιτοκίου καταθέσεων» (nominal interest rate) και του «πραγματικού επιτοκίου καταθέσεων» (real interest rate). Το «ονομαστικό επιτόκιο καταθέσεων» είναι αυτό που παρέχουν οι τράπεζες για τις καταθέσεις διαφόρων μορφών, και εν προκειμένω μας ενδιαφέρουν οι «προθεσμιακές καταθέσεις» διαφόρων χρονικών περιόδων, όπως 3μήνου, 6μήνου, έτους, κλπ. Το «πραγματικό επιτόκιο καταθέσεων», με βάση την Οικονομική Θεωρία, είναι ίσο με τη διαφορά που προκύπτει αν από το υφιστάμενο «ονοματικό επιτόκιο καταθέσεων» αφαιρέσουμε το δείκτη του πληθωρισμού. Έτσι, έχουμε την απλή σχέση: (πραγματικό επιτόκιο καταθέσεων) = (ονομαστικό επιτόκιο καταθέσεων – πληθωρισμός).

Διαβάστε επίσης: Άνοιξε το παιχνίδι των προθεσμιακών 

Με βάση τα παραπάνω, είναι φανερό ότι τα «πραγματικά επιτόκια καταθέσεων» που μας παρέχουν οι τράπεζες έχουν καταστεί «αρνητικά», κυρίως από τότε που ο πληθωρισμός (δείκτης τιμών καταναλωτή) άρχισε να αυξάνεται σημαντικά. Έτσι, αν λάβουμε υπόψη ότι τα σημερινά επιτόκια των προθεσμιακών καταθέσεων ετήσιας διάρκειας είναι περίπου 0,02% ενώ ο πληθωρισμός σε ετήσια επίπεδα είναι περίπου 12%, τότε διαπιστώνουμε άμεσα ότι έχουμε ένα «πραγματικό επιτόκιο καταθέσεων» που είναι αρνητικό και διαμορφώνεται στο -11,98%.

Με απλά λόγια, αν ένας καταθέτης έχει μία ετήσια προθεσμιακή κατάθεση, π.χ. €100.000,00, στο τέλος του έτους τα χρήματά του θα χάσουν περίπου το 12% της αγοραστικής τους δύναμης, δηλ. θα ισοδυναμούν πλέον με 88.000,00. Και φυσικά, εφόσον η σημερινή κατάσταση διαρκέσει για τα επόμενα 2-3 χρόνια, καταλαβαίνει κανείς τι θα γίνει…

Η δικαιολογία των Ελληνικών Τραπεζών για τα παραπάνω είναι ότι, το θέμα του επιτοκίου ρυθμίζεται από την «Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα» (ΕΚΤ), ότι υπάρχει υπερπροσφορά καταθέσεων στις τράπεζες, ότι τα χρήματα «λιμνάζουν», λόγω και της κρίσης που προκάλεσε η πανδημία, κλπ. Μα αυτός δεν είναι ο ρόλος των τραπεζών; Να χρησιμοποιούν τις καταθέσεις για να δίνουν στεγαστικά και επιχειρηματικά δάνεια; Και παρόλο που οι καταθέσεις «λιμνάζουν», οι τράπεζες είναι πολύ «φειδωλές» στο να χορηγούν δάνεια, και κυρίως δάνεια σε Μικρομεσαίες Επιχειρήσεις (ΜΜΕ). Εξ όσων γνωρίζω, αυτό είναι και το μόνιμο παράπονο των Ελληνικών ΜΜΕ, δεδομένου ότι οι τράπεζες ακόμα ζητούν από τους υποψήφιους δανειολήπτες «εμπράγματες ασφάλειες», προφανώς επειδή δεν έχουν τη δυνατότητα να αξιολογήσουν σωστά τα «επενδυτικά σχέδια» που τους υποβάλουν οι επιχειρηματίες και οι επενδυτές που ζητούν δάνεια.

Με λίγα λόγια, έχει διαγραφεί πλήρως από τη σημερινή οικονομική ζωή η «αρετή των καταθέσεων» και η ευεργετική τους συμβολή στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας μέσω των επιχειρηματικών και επενδυτικών δανείων που παρέχουν οι τράπεζες. Όλοι οι πολίτες της «τρίτης ηλικίας», όπως είμαι και εγώ, θα θυμούνται πολύ καλά ότι στα παλιά χρόνια (1950-1970) γιορτάζαμε την «Ημέρα της Αποταμίευσης» και στα σχολεία οι δάσκαλοι και καθηγητές μας ζητούσαν να γράφουμε εκθέσεις για το θέμα αυτό.

Με τη σημερινή αντίληψη των τραπεζών για τις καταθέσεις, στην ουσία καταρρίπτεται και μία βασική αρχή της «Μικροοικονομικής Θεωρίας» όσον αφορά στην έννοια του τόκου. Με βάση τη θεωρία αυτή, ο τόκος αποτελεί ένα είδος αμοιβής (bonus) για τον καταθέτη, αφού με την προθεσμιακή του κατάθεση, στην ουσία (1) δέχεται να απαρνηθεί τη δυνατότητα να έχει μετρητά για χρήση ανά πάσα στιγμή (liquidity preference), και (2) συμφωνεί να αναβάλει τη χρήση των μετρητών για το μέλλον (time preference).

Είναι γνωστό ότι, τα επιτόκια των επιχειρηματικών και επαγγελματικών δανείων που χορηγούν οι τράπεζες κυμαίνονται ανάλογα με το ύψος του δανείου και τη χρονική διάρκεια εξόφλησης, ενώ αυτά κυμαίνονται κατά μέσο όρο μεταξύ 3% – 4%. Παράλληλα, τα επιτόκια των καταναλωτικών δανείων διαμορφώνονται σε επίπεδα πολύ πάνω από 10%. Με βάση τα δεδομένα αυτά, και με δεδομένο ότι τα «spreads” είναι ήδη πολύ μεγάλα (οι διαφορές μεταξύ επιτοκίων καταθέσεων και χορηγήσεων δανείων), γιατί οι τράπεζες επιμένουν να δίνουν επιτόκια καταθέσεων σχεδόν μηδενικά; Και για μεν τις καταθέσεις τρεχούμενων λογαριασμών ή λογαριασμών ταμιευτηρίου, θα μπορούσαμε να δεχτούμε πολύ χαμηλά επιτόκια, όπως είναι εδώ και πολλά χρόνια, αφού οι καταθέτες έχουν το δικαίωμα να κάνουν αναλήψεις ανά πάσα στιγμή. Όμως, για τις προθεσμιακές καταθέσεις 3μήνου, 6μήνου, ή και έτους είναι παράλογο και ανορθόδοξο να δίνονται επιτόκια που κυμαίνονται μεταξύ 0,00 – 0,02%, και μάλιστα με πληθωρισμό τουλάχιστον 12% σε ετήσια βάση.

Είναι γνωστό ότι, λόγω των σχεδόν μηδενικών επιτοκίων για τις προθεσμιακές καταθέσεις, όλες οι Ελληνικές Τράπεζες προτείνουν στους πελάτες τους που διατηρούν προθεσμιακές καταθέσεις να επενδύουν τα χρήματα των καταθέσεων αυτών σε «αμοιβαία κεφάλαια», «επενδυτικά χαρτοφυλάκια», κλπ. δεδομένου ότι οι σχετικές αποδόσεις είναι πολύ καλύτερες από εκείνες των προθεσμιακών καταθέσεων. Όμως, είναι γνωστό ότι οι σχετικές αποδόσεις δεν είναι εγγυημένες, και μάλιστα μπορεί κάποιος να χάσει και σημαντικό μέρος του κεφαλαίου του, ειδικά στη σημερινή συγκυρία με τα γνωστά προβλήματα στις διεθνείς αγορές λόγω του πολέμου της Ουκρανίας, της ενεργειακής κρίσης, κλπ. Οι τράπεζες όμως δεν έχουν να χάσουν τίποτα, αλλά μόνο να κερδίζουν από τις προμήθειες που εισπράττουν για τη διαχείριση των παραπάνω επενδυτικών προϊόντων.

Είναι γεγονός ότι, με τη σημαντική εξάπλωση της χρήσης e-banking οι υπηρεσίες που προσφέρουν οι τράπεζες στους πελάτες τους έχουν εκ των πραγμάτων μειωθεί σημαντικά, γι’ αυτό άλλωστε οι τράπεζες μειώνουν αρκετά το προσωπικό τους με εθελούσιες εξόδους, κλείνουν πολλά υποκαταστήματά τους, κλπ. Με τον τρόπο αυτό προσπαθούν να βελτιώσουν τους ισολογισμούς τους, ενώ ένα επί πλέον «εργαλείο» για το σκοπό αυτό, αποτελούν και τα σχεδόν μηδενικά επιτόκια καταθέσεων. Δηλαδή, δεν φτάνει που οι Έλληνες φορολογούμενοι στην ουσία πλήρωσαν πολλά δισεκατομμύρια ευρώ για τις «ανακεφαλαιώσεις» των τραπεζών στην περίοδο των «μνημονίων», τώρα «βάζουν και πάλι πλάτη» για τη βελτίωση των τραπεζικών ισολογισμών με τα μηδενικά επιτόκια καταθέσεων, με τα υψηλά «spreads”, κλπ.

Είναι γνωστό ότι οι Ελληνικές Τράπεζες αποτελούν σήμερα ένα «ολιγοπώλιο», και μάλιστα ένα ολιγοπώλιο που λειτουργεί και σαν «άτυπο καρτέλ» ώστε να αποφεύγεται ο ανταγωνισμός μεταξύ τους. Θα αναφέρω ένα συγκεκριμένο παράδειγμα για το οποίο ο υποφαινόμενος είχε ιδίαν εμπειρία. Αν ένας πολίτης διατηρεί μία προθεσμιακή κατάθεση σε μία Ελληνική Τράπεζα και όταν λήξει η σχετική προθεσμία κάνει ολοσχερή ανάληψη της κατάθεσης παίρνοντας μία τραπεζική επιταγή για να την καταθέσει σε άλλη τράπεζα που δίνει καλύτερα επιτόκια για προθεσμιακές καταθέσεις, η άλλη τράπεζα του λέει ότι δεν μπορεί να του δώσει καλύτερο επιτόκιο από αυτό που είχε. Απλά, του υπόσχεται ότι όταν λήξει η νέα προθεσμιακή κατάθεση, θα μπορέσει να του την ανανεώσει δίνοντάς του κάποιο καλύτερο επιτόκιο, χωρίς φυσικά να του λέει ποιο θα είναι αυτό.

Τέλος, από πρόσφατες δημοσιεύσεις του Πρακτορείου Reuters, μαθαίνουμε ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) σκοπεύει να λάβει μέτρα που θα εμποδίζουν τις Εμπορικές Τράπεζες να κερδοσκοπούν σε βάρος της. Κι’ αυτό γιατί, οι Εμπορικές Τράπεζες που διευκολύνονται συνεχώς με «χαριστική ρευστότητα» από την ΕΚΤ, τώρα παρκάρουν αυτή τη ρευστότητα στους λογαριασμούς καταθέσεων της ΕΚΤ, οπότε βγάζουν «υπερκέρδη» με τα νέα αυξημένα επιτόκια, και μάλιστα χωρίς κανένα «ρίσκο».

*Ο Κλέαρχος Ευστρατόγλου είναι Πτυχιούχος του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΑΣΟΕΕ), κάτοχος διπλώματος M.A. in Economics του Πανεπιστημίου Essex Αγγλίας, κάτοχος διπλώματος Ph.D. in Economics του Πανεπιστημίου Kent Αγγλίας, Συνταξιούχος Ερευνητής Α’ Τάξεως του Κέντρου Προγραμματισμού & Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ) και τ. Αναπληρωτής Γενικός Διευθυντής του Οργανισμού Ασφάλισης Εξαγωγικών Πιστώσεων (ΟΑΕΠ, 1994-2010).

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Experts