Καταλυτικό ρόλο στη διαμόρφωση της τραπεζικής κερδοφορίας  την επόμενη τριετία αναμένεται να παίξει η συμπεριφορά των Ελλήνων καταθετών.

Η αυστηροποίηση της νομισματικής πολιτικής από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) θα οδηγήσει σε ενίσχυση των εσόδων από τόκους, λόγω των υψηλότερων επιτοκίων στο μεγαλύτερο μέρος του δανειακού χαρτοφυλακίου των τραπεζών, την ίδια στιγμή όμως θα  αυξήσει και τα έξοδα.

Moody’s: Καταθέσεις, πιστωτική ανάπτυξη και επιτόκια

Ο λόγος είναι ότι τα πιστωτικά ιδρύματα αναπόφευκτα θα συνεχίσουν τις προς τα πάνω αναπροσαρμογές στα επιτόκιά τους και στις καταθέσεις.

Μέχρι στιγμής οι αποδόσεις έχουν αυξηθεί σχεδόν αποκλειστικά στους λογαριασμούς προθεσμίας, με την ετησιοποιημένη ανταμοιβή να έχει πλέον αναρριχηθεί στη ζώνη του 1,50% – 2% έναντι οροφής μόλις στο 0,10% μέχρι πριν λίγους μήνες.

Θα ακολουθήσουν δε και άλλες αυξήσεις μέσα στη χρονιά, εφόσον η ΕΚΤ συνεχίσει τις κινήσεις ενίσχυσης του κόστους χρήματος στη ζώνη του ευρώ για την αντιμετώπιση του πληθωρισμού.

Σύμφωνα με τις διοικήσεις των μεγαλύτερων τραπεζών της χώρας, στα ελληνικά προϊόντα θα περάσει το 50% – 65% των μεταβολών στους ευρωπαϊκούς επιτοκιακούς δείκτες, οδηγώντας σε τόνωση της ζήτησης για προγράμματα κλειστής διάρκειας.

Όσο λοιπόν θα φουσκώνουν τα υπόλοιπα των προθεσμιακών καταθέσεων, τόσο περισσότερο θα επιβαρύνονται τα αποτελέσματα των τραπεζών.

Αναλυτές υποστηρίζουν πως με τα σημερινά δεδομένα δεν αμφισβητείται σε καμία περίπτωση η προοπτική ενίσχυσης σε ετήσια βάση του καθαρού εισοδήματος των τραπεζών και μάλιστα σε διψήφιο ποσοστό.

Προσθέτουν, όμως, πως το τελικό ύψος της μεταβολής θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από την ταχύτητα μεταφοράς ρευστότητας προς τα υψηλότοκα πλέον προθεσμιακά προγράμματα.

Το επιπλέον κόστος

Όπως λένε, ανά 1 δισ. ευρώ που τοποθετείται σε προθεσμιακές καταθέσεις, το επιπλέον 12μηνο κόστος για τις τράπεζες, λαμβάνοντας υπόψη ένα μέσο επιτόκιο της τάξης του 1%, φτάνει στα 10 εκατ. ευρώ.

Στο πλαίσιο αυτό, εάν επαληθευτούν οι προβλέψεις των διοικήσεών τους για διπλασιασμό της συμμετοχής των προθεσμιακών καταθέσεων στις συνολικές αποταμιεύσεις των πελατών τους, η σχετική επιβάρυνση θα μπορούσε να φτάσει τα 300 εκατ. ευρώ σε ετήσια βάση.

Κι αυτό στην περίπτωση που η μέση απόδοση κινηθεί γύρω από τα επίπεδα του 1%. Αν είναι τελικά μεγαλύτερη, σενάριο αρκετά πιθανό, τα έξοδα για τόκους θα αυξηθούν περαιτέρω.

Το θετικό για τις τράπεζες πάντως είναι ότι προς το παρόν το μεγαλύτερο μέρος των καταθέσεων νοικοκυριών και επιχειρήσεων βρίσκεται σε άτοκους λογαριασμούς πρώτης ζήτησης.

Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, στο τέλος Ιανουαρίου 2023, οι τοποθετήσεις σε προϊόντα προσυμφωνημένης διάρκειας ανέρχονταν σε 32,4 δισ. ευρώ, αντιστοιχώντας στο 17,5% περίπου του συνόλου της καταθετικής βάσης.

Πρόκειται για μέγεθος ενισχυμένο κατά 2,9 δισ. ευρώ περίπου σε σύγκριση με τρεις μήνες νωρίτερα, πριν δηλαδή ξεκινήσουν οι μαζικές αυξήσεις στα προθεσμιακά επιτόκια.

Περαιτέρω άνοδος καταγράφηκε το Φεβρουάριο, σε συνέχεια του μεγάλου κύκλου αναπροσαρμογών στις αποδόσεις που ξεκίνησε στις αρχές του περασμένου μήνα.

Σημειώνεται πάντως ότι η αύξηση περιορίστηκε λόγω της στροφής μερίδας αποταμιευτών στις επενδύσεις σε ομολογιακά αμοιβαία κεφάλαια με ετήσια διανομή μερίσματος.

Οι καθαρές εισροές στα προϊόντα της κατηγορίας, που θεωρούνται ανταγωνιστικά των προθεσμιακών καταθέσεων, έχουν πλέον ξεπεράσει το 1 δισ. ευρώ.

Με τον τρόπο αυτό, τα πιστωτικά ιδρύματα έχουν διπλό κέρδος. Από τη μία πλευρά γλυτώνουν τους τόκους που θα κατέβαλλαν σε περίπτωση που τα χρήματα αυτά δεσμεύονταν σε παραδοσιακά καταθετικά προϊόντα και από την άλλη κερδίζουν προμήθειες.

Οι εκτιμήσεις της Moody’s

Οι τράπεζες αναμένουν ότι στο τέλος του 2023 το ποσοστό των προθεσμιακών καταθέσεων επί των συνολικών αποταμιεύσεων των ιδιωτών πελατών τους, θα φτάσει στο 40% και ως το 2025 στο 60%.

Στην τρέχουσα διεθνή συγκυρία αβεβαιότητας πάντως, οι υψηλοί δείκτες ρευστότητας αποτελούν πλεονέκτημα.

Στο ζήτημα αναφέρθηκε στην τελευταία του έκθεση ο οίκος πιστοληπτικής αξιολόγησης Moody’s, με τους οικονομολόγους του να υπογραμμίζουν πως η άνοδος των καταθέσεων διευκολύνει τη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας, άρα και την οργανική κερδοφορία των τραπεζών.

Με βάση στα στοιχεία που παρουσιάζονται, οι συνολικές καταθέσεις στους τέσσερις συστημικούς ομίλους αυξήθηκαν κατά 5,8% το 2022, ενισχύοντας το μέσο δείκτη κάλυψης ρευστότητας (LCR) στο 198%.

Εκτιμούν δε ότι θα υπάρξει περαιτέρω βελτίωση στο α΄ εξάμηνο του 2023. Αναφορικά με τα καθαρά έσοδα από τόκους, αναμένουν ευρεία άνοδο κατά την εφετινή χρήση, λόγω των ανατιμολογήσεων στα δάνεια, που θα είναι μεγαλύτερης κλίμακας σε σύγκριση με τις αναπροσαρμογές των επιτοκίων στις καταθέσεις.

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Επιχειρήσεις