Στην ειδική έκθεση ελέγχου του Ελεγκτικού Συνεδρίου με θέμα τις απ’ ευθείας αναθέσεις διαπιστώθηκε πως τα έτη 2021 και 2022 οι φορείς του Δημοσίου προχώρησαν σε 314.000 απ’ ευθείας αναθέσεις που αφορούσαν ένα ποσό 4,5 δισεκατομμυρίων ευρώ. Είναι απολύτως βέβαιο πως ούτε ο Πούτιν με τον Ζελένσκι μαζί, από τότε που άρχισε ο πόλεμος στην Ουκρανία μέχρι σήμερα, δεν έχουν προχωρήσει σε τόσο πολλές απ’ ευθείας αναθέσεις, σε σχέση με όσες έχουν υλοποιήσει οι διαχειριστές των διαφόρων φορέων του ελληνικού Δημοσίου .

Η έκθεση επισημαίνει πως η πλημμυρίδα των απ’ ευθείας αναθέσεων οφείλεται, αρχικά, στο γεγονός ότι συνήθως οι φορείς του Δημοσίου “λησμονούν” να προγραμματίσουν έγκαιρα τις δαπάνες τους με αποτέλεσμα, την τελευταία στιγμή, “κατεπειγόμενοι”, να προσφεύγουν στην “δραστική” λύση της απ’ ευθείας ανάθεσης.

Επίσης πώς η απόφαση και το περιεχόμενο της απ’ ευθείας ανάθεσης στις πλείστες των περιπτώσεων δεν δικαιολογείται και δεν αναλύεται. Συνήθως, άλλωστε, οι αρμόδιες υπηρεσίες και τα τμήματα των φορέων που θα έπρεπε να εμπλέκονται στην όλη διαδικασία δεν ερωτώνται “δημιουργώντας υπόνοιες για αυθαιρεσίες και αδιαφάνεια”.

Διαπιστώνει, επίσης, η έκθεση ότι τις περισσότερες φορές δεν υπάρχει έρευνα αγοράς, δεν υπάρχει αιτιολόγηση για το ποσό που θα διατεθεί, ούτε υπάρχει κάποιου είδους διαπραγμάτευση με τον τελικό παραγγελιοδόχο του Δημοσίου. Καθώς και ότι οι δημόσιοι φορείς που προβαίνουν στις απ’ ευθείας αναθέσεις δεν έχουν αναπτύξει την δυνατότητα να αξιολογούν τις καταγγελίες και τα παράπονα των πολιτών για τις σχετικές αποφάσεις τους (!).

Μία απλή ανάγνωση της έκθεσης, λοιπόν, πείθει, αβίαστα και τον πλέον ευήθη και καλόπιστο πολίτη πως ο σκοπός της λειτουργίας του Δημοσίου, σήμερα, δεν είναι η εξυπηρέτηση των αναγκών του λαού και του έθνους. Τον πείθει επίσης ότι η αδυναμία του Δημοσίου να λειτουργήσει αποτελεσματικά δεν οφείλεται στην πατροπαράδοτη οκνηρία και ανικανότητα που μας χαρακτηρίζει ως κοινωνία.

Ό,τι συμβαίνει, αντίθετα, προκύπτει από το απλό γεγονός ότι τα μέλη του κυβερνώντος συνασπισμού που ελέγχουν και διαχειρίζονται το Δημόσιο έχουν πολλές βιοτικές ανάγκες να ικανοποιήσουν, (τόσο των ιδίων όσο και των συγγενών τους), και επειδή αυτό πρέπει να γίνει με κάποιον τρόπο, προφανώς ως ένας εκ των προσφοροτέρων έχει επιλεγεί ο τρόπος των απ’ ευθείας αναθέσεων, (μαζί με τις υπερτιμολογήσεις των εισροών και τις υποτιμολογήσεις των εκροών του οργανισμού τους-που δεν ήταν, όμως, αντικείμενο της έκθεσης του Ελεγκτικού Συνεδρίου αυτή την φορά).

Φυσικά, όλα αυτά είναι γνωστά, εδώ και δεκαετίες. Είναι, αίφνης, γνωστό πως κανείς δεν οιστρηλατείται και δεν συσπειρώνεται στα κόμματα για τα “ιδεώδη και τα ιδανικά” τους. Όλοι αυτοί που στις νίκες αποθεώνουν τον αρχηγό , κουνώντας τις σημαίες, και στις ήττες σφίγγουν τα δόντια και ορκίζονται με χαλύβδινη αποφασιστικότητα πως θα παλέψουν για να ξαναγυρίσουν στην εξουσία, γι αυτά τα ιδιαίτερα ιδανικά παλεύουν: μία απ’ ευθείας ανάθεση, μία υπερτιμολόγηση – υποτιμολόγηση και ίσως μερικούς καλούς διορισμούς.

Εκείνο που δεν μπορεί να σταματήσει να εκπλήσσει, βεβαίως, ακόμη και τον πλέον κυνικό, είναι ο απόλυτος μιθριδατισμός του ελληνικού λαού ο οποίος έχει εξοικειωθεί τόσο πολύ με τη διαφθορά ώστε να την αντιμετωπίζει στην καθημερινή του ζωή ως ένα απολύτως φυσικό φαινόμενο, θεωρώντας ως αυτονόητο δικαίωμα των εκάστοτε κρατούντων (που απορρέει από την νομιμοποίηση της πολιτικής τους εξουσίας), το να λεηλατούν και να απογυμνώνουν την χώρα.

Και παρά το ότι δεν μιλάμε ποτέ για αυτήν παρά μόνο με αφηρημένους και γενικούς όρους, (και πάντα με λεξικό κομματοκρατίας – ποιός έκλεψε τα πιό πολλά), στην πραγματικότητα η διαφθορά είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα της ελληνικής κοινωνίας και αποτελεί την βασική αιτία της καθυστέρησής της. Είναι ένα οριζόντιο πρόβλημα το οποίο διαβρώνει ό,τι υπάρχει και δεν υπάρχει. Η διαφθορά καταδικάζει την ανάπτυξη σε διαχρονική δυστροφία, ερημώνει την χώρα γιατί αποκαρδιώνει τους πιό ικανούς και δυναμικούς νέους ανθρώπους και τους διώχνει στο εξωτερικό και υπονομεύει την εθνική ασφάλεια αποσαρθρώνοντας τον κοινωνικό ιστό και φαλκιδεύοντας την πίστη στην πατρίδα.

H διαφθορά, βεβαίως, είναι ένα θέμα πολύ ευρύτερο από το ζήτημα των απ’ ευθείας αναθέσεων. Ας δούμε όμως τι θα μπορούσε να κάνει μία έντιμη κυβέρνηση για αυτό το συγκεκριμένο θέμα, εάν πραγματικά επιθυμούσε να περιορίσει το συγκεκριμένο είδος λεηλασίας και αρπαγής του δημοσίου πλούτου που λαμβάνει χώρα κάτω από την μύτη της και, σε συντριπτικό βαθμό, από τους δικούς της αξιωματούχους.

Το πρώτο που θα έπρεπε να κάνει θα ήταν να μην ξαναδιορίζει εντός 15 ημερών επικεφαλής σε άλλο κρατικό φορέα εκείνο το κομματικό στέλεχος που αναγκάστηκε σε παραίτηση από τον προηγούμενο φορέα επειδή οι απ’ ευθείας αναθέσεις που ανεξέλεγκτα αποφάσιζε ήταν πέραν κάθε ορίου και τόσες πολλές ώστε είχαν ξεσηκωθεί και οι πέτρες.

Δεύτερον, σε συνέχεια της έρευνας του Ελεγκτικού Συνεδρίου να διορίσει μία ακομμάτιστη και ανεξάρτητη επιτροπή η οποία θα διερευνούσε τις πιο κραυγαλέες και σκανδαλώδεις περιπτώσεις απ’ ευθείας αναθέσεων, στέλνοντας στον εισαγγελέα.

Και τρίτον, πέρα από την Διαύγεια και το ΚΗΔΜΗΣ να δημιουργήσει μία ιστοσελίδα ειδικά για την μάστιγα των απ’ ευθείας αναθέσεων στην οποία θα δημοσιεύονται όλες οι ανάλογες περιπτώσεις με πλήρη αιτιολογική έκθεση.

Και, μάλιστα, κάθε φορά που θα δημοσιεύεται μία καινούργια απ’ ευθείας ανάθεση, αυτή θα πρέπει να στέλνεται με e-mail και sms σε όλους τους πολίτες της χώρας έτσι ώστε να μπορούν να διαβάσουν και να πληροφορηθούν γιατί και πώς ο εκάστοτε αρμόδιος επέλεξε να κάνει το καθήκον του απέναντι στην κοινωνία και απέναντι στο έθνος με αυτόν τον συγκεκριμένο, και πολύ ιδιαίτερο, τρόπο.

Οι Δημήτρης Α. Ιωάννου και Χρήστος Α. Ιωάννου είναι οικονομολόγοι.

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Experts
Κατώτατος μισθός, συλλογικές συμβάσεις και συντάξεις
Experts |

Κατώτατος μισθός, συλλογικές συμβάσεις και συντάξεις

Mε διαφορετικούς όρους κρατικής παρέμβασης παρατείνεται η μνημονιακή κατάργηση (Φεβρουάριος 2012) της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας (ΕΓΣΣΕ) που καθόριζε στην Ελλάδα επί δεκαετίες τον κατώτατο μισθό