Την έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ) για το 2023 παρουσίασε σήμερα, ο διοικητής Γιάννης Στουρνάρας.

Μιλώντας από το βήμα της 91ης ετήσιας τακτικής γενικής συνέλευσης των μετόχων της ΤτΕ, ο κ. Στουρνάρας περιέγραψε τις επιδόσεις, τις προοπτικές αλλά και της προκλήσεις της ελληνικής οικονομίας. Ακολουθούν μερικά από τα πιο σημαντικά σημεία της ομιλίας του.

Το 2023 η ελληνική οικονομία συνέχισε να αναπτύσσεται με ικανοποιητικό αν και επιβραδυνόμενο ρυθμό, αλλά σημαντικά υψηλότερο από τον αντίστοιχο της ζώνης του ευρώ. Το πραγματικό ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 2%, χάρη κυρίως στην ιδιωτική κατανάλωση, στις εξαγωγές και στις επενδύσεις.

Aνάπτυξη με επιβραδυνόμενο αλλά ικανοποιητικό ρυθμό ανάπτυξης για την ελληνική οικονομία το 2023.

Οι θετικές αξιολογήσεις της ελληνικής οικονομίας σε ένα περιβάλλον πολλαπλών κρίσεων, που απαιτεί την ανάλυση των οικονομικών προοπτικών με βάση τη στάθμιση διαφόρων κινδύνων, καταδεικνύουν την ανθεκτικότητα της οικονομίας σε αρνητικές διαταραχές.

Σε μεγάλο βαθμό, η δημοσιονομική αξιοπιστία της χώρας έχει αποκατασταθεί, ενώ η βαθιά κρίση του παρελθόντος έχει δημιουργήσει υψηλή δημοσιονομική επίγνωση στους ιθύνοντες χάραξης πολιτικής.

Η αγορά εργασίας χαρακτηρίζεται από εντεινόμενη στενότητα, πολλές επιχειρήσεις δυσκολεύνται να προλάβουν προσωπικό σύμφωνα με τις ανάγκες τους παρά τη σημαντική αύξηση των μισθών.

Το αυξημένο κόστος εισροών παραγωγής κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών συνέβαλε σε σημαντική αύξηση των περιθωρίων κέρδους, παρά την υποχώρηση που παρατηρήθηκε το 2023.

Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών μειώθηκε σημαντικά το 2023 σε 6,3% του ΑΕΠ (από 10,3% του ΑΕΠ το 2022).

Όσον αφορά τις αγορές κεφαλαίων, οι αναβαθμίσεις της πιστοληπτικής αξιολόγησης του Ελληνικού Δημοσίου στην επενδυτική κατηγορία το 2023 προσδιόρισαν τις εξελίξεις σχετικά με τα ελληνικά αξιόγραφα. Οι αποδόσεις των ελληνικών κρατικών ομολόγων παρουσίασαν σημαντικά μεγαλύτερη μείωση σε σχέση με εκείνες των υπόλοιπων κρατικών ομολόγων της ευρωζώνης.

Προβλέψεις

Η ελληνική οικονομία προβλέπεται ότι θα συνεχίσει να αναπτύσσεται και το 2024, με υψηλότερο ρυθμό έναντι του 2023 και πολύ πάνω από το μέσο όρο της ευρωζώνης.

Τόσο ο γενικός εναρμονισμένος πληθωρισμός όσο και ο πυρήνας του πληθωρισμού αναμένεται να υποχωρήσουν το 2024, καθώς όλες οι επιμέρους συνιστώσες εμφανίζουν τάσεις αποκλιμάκωσης. Παρά το κλίμα αβεβαιότητας που δημιουργούν οι γεωπολιτικές εξελίξεις, το 2024 ο πληθωρισμός, βάσει του ΕνΔΤΚ, αναμένεται να επιβραδυνθεί περαιτέρω σε 2,8%, ενώ ο πυρήνας του πληθωρισμού προβλέπεται να μειωθεί σημαντικά σε 3%.

Το 2024 το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών (ΙΤΣ) αναμένεται να βελτιωθεί περαιτέρω ως ποσοστό του ΑΕΠ σε 6,0% του ΑΕΠ (από 6,3% του ΑΕΠ το 2023).

Η νομισματική πολιτική το 2024 θα συνεχίσει να είναι περιοριστική, διατηρώντας τα επιτόκια σε επαρκώς υψηλά επίπεδα για όσο χρονικό διάστημα κρίνεται απαραίτητο.

Ο ετήσιος ρυθμός της τραπεζικής πιστωτικής επέκτασης προς τον ιδιωτικό τομέα συνολικά επιβραδύνθηκε το 2023, μετά τη σημαντική επιτάχυνση που είχε καταγράψει το 2022.

Όσον αφορά την τραπεζική χρηματοδότηση προς τις επιχειρήσεις, ο ρυθμός αύξησης ήταν ηπιότερος (6,5%) το 2023 σε σχέση με το 2022 (8,3%).

Οι τραπεζικές καταθέσεις του ιδιωτικού τομέα εξακολούθησαν να ενισχύονται, με ηπιότερο ρυθμό σε σχέση με το 2022, καταγράφοντας μετατόπιση από τις καταθέσεις μίας ημέρας προς τις καταθέσεις προθεσμίας.

Το 2023 οι τραπεζικές καταθέσεις τόσο των νοικοκυριών όσο και των επιχειρήσεων αυξήθηκαν λιγότερο σε σχέση με το 2022. Στην επιβράδυνση του ρυθμού ανόδου των καταθέσεων των νοικοκυριών συνέβαλαν ο χαμηλότερος ρυθμός αύξησης του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος το 2023 (σε σύγκριση με το 2022) και οι υψηλές καταναλωτικές δαπάνες των νοικοκυριών δεδομένου και του επιπέδου του πληθωρισμού.

Ο τομέας του τουρισμού παρουσιάζει και φέτος θετικές προοπτικές, παρά τη συνεχιζόμενη διεθνή αβεβαιότητα.

Η κατεύθυνση της δημοσιονομικής πολιτικής εκτιμάται ότι θα είναι ελαφρώς επεκτατική και το 2024, σύμφωνα με τις οδηγίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το συντονισμό των εθνικών δημοσιονομικών πολιτικών.

Πηγές κινδύνου και αβεβαιότητας

Η επίτευξη ικανοποιητικού ρυθμού ανάπτυξης αποτελεί τη σημαντικότερη πρόκληση για την ελληνική οικονομία. Οι κίνδυνοι που περιβάλλουν την πρόβλεψη για την αύξηση του ΑΕΠ είναι κυρίως καθοδικοί και αφορούν: (1) το ενδεχόμενο περαιτέρω επιβράδυνσης του ρυθμού ανάπτυξης της ευρωπαϊκής οικονομίας, (2) την αυξανόμενη αβεβαιότητα, λόγω δυσμενών γεωπολιτικών εξελίξεων στην Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή, και τις επιπτώσεις της στο διεθνές οικονομικό περιβάλλον, (3) την τυχόν καθυστέρηση της υλοποίησης των δράσεων του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας “Ελλάδα 2.0” και το βραδύτερο ρυθμό απορρόφησης των σχετικών κονδυλίων, (4) την εμφάνιση μεταρρυθμιστικής κόπωσης, με αρνητικές συνέπειες στην παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητα, και (5) τις επιπτώσεις ενδεχόμενων φυσικών καταστροφών που συνδέονται με την κλιματική κρίση. Παράλληλα, η αύξηση της αβεβαιότητας που συνεπάγονται οι πρόσφατες γεωπολιτικές αναταράξεις ενδέχεται να ασκήσει ανοδικές πιέσεις στον πληθωρισμό.

Ως προς τα δημόσια οικονομικά, απαιτείται δημοσιονομική σύνεση και υπευθυνότητα, λόγω των αυξημένων δημοσιονομικών προκλήσεων μακροπρόθεσμα. Σε ένα περιβάλλον υψηλών επιτοκίων διεθνώς, η προσήλωση στην επίτευξη μιας δημοσιονομικής θέσης που εξασφαλίζει μακροχρόνια βιωσιμότητα είναι κρίσιμης σημασίας, καθώς η αύξηση του κόστους δανεισμού (σε σχέση με την περίοδο προ της πανδημίας) και η επιβράδυνση των ρυθμών ανάπτυξης περιορίζουν τη θετική συμβολή της διαφοράς έμμεσου επιτοκίου-ονομαστικού ρυθμού ανάπτυξης στη μείωση του λόγου χρέους/ΑΕΠ. Κατά συνέπεια, χρειάζεται δημοσιονομική σύνεση ώστε να μην υπονομευθεί η πτωτική τροχιά του δημόσιου χρέους.

Όσον αφορά τον τραπεζικό τομέα, η αξιοσημείωτη βελτίωση της ποιότητας ενεργητικού τα τελευταία έτη δεν θα πρέπει να οδηγεί σε εφησυχασμό. Ο δείκτης ΜΕΔ, παρά τη σημαντική αποκλιμάκωσή του, παραμένει σημαντικά υψηλότερος από το μέσο όρο των τραπεζών της ευρωζώνης. Παράλληλα, συνολικά το ιδιωτικό χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ παραμένει σε πολύ υψηλά επίπεδα και επηρεάζει αρνητικά τη δυνατότητα νέου δανεισμού και υλοποίησης επενδύσεων.

Προτάσεις πολιτικής

Με βάση την εμπειρία από τη διαχείριση των κρίσεων του παρελθόντος, η ανάγκη ενίσχυσης της ανθεκτικότητας των οικονομιών απαιτεί την άσκηση αντικυκλικής δημοσιονομικής πολιτικής. Σε αυτό το πλαίσιο, εκτιμάται ότι απαιτείται πρωτογενές πλεόνασμα σε κυκλικά διορθωμένους όρους ύψους 2% του ΑΕΠ, ώστε να δημιουργείται το απαραίτητο δημοσιονομικό απόθεμα ασφαλείας.

Το νέο ευρωπαϊκό πλαίσιο οικονομικής διακυβέρνησης προϋποθέτει ένα συνετό μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό σχεδιασμό με περιορισμούς ως προς τη λήψη έκτακτων μέτρων.

Προτεραιότητα θα πρέπει επίσης να δοθεί στη διεύρυνση της φορολογικής βάσης, μέσω της καταπολέμησης της φοροδιαφυγής, και στην επαναξιολόγηση των υφιστάμενων φοροαπαλλαγών.

Η παρατηρούμενη στενότητα της αγοράς εργασίας απαιτεί πρωτοβουλίες ώστε να μη διαταραχθεί η πορεία ανάκαμψης της οικονομίας.

Ολιγοπωλιακές πρακτικές

Η ενίσχυση των μεταρρυθμίσεων, ιδιαίτερα σε τομείς με χρόνιες δυσλειτουργίες (όπως για παράδειγμα η απονομή δικαιοσύνης), καθώς και η περαιτέρω βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, θα συμβάλουν στην προσέλκυση επενδύσεων. Η καταπολέμηση της γραφειοκρατίας, ο ψηφιακός μετασχηματισμός της δημόσιας διοίκησης, η απλοποίηση του φορολογικού συστήματος και η εξάλειψη ολιγοπωλιακών πρακτικών αποτελούν μερικούς μόνο τομείς που χρειάζονται άμεσες παρεμβάσεις.

Οι μισθολογικές αυξήσεις θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τις εξελίξεις στην παραγωγικότητα της εργασίας μεσοπρόθεσμα, καθώς και την τρέχουσα συγκυρία υψηλής αβεβαιότητας.

Όσον αφορά τον τραπεζικό τομέα, οι προκλήσεις του οικονομικού περιβάλλοντος απαιτούν περαιτέρω ενίσχυση της ανθεκτικότητάς του. Πρόκληση για τον κλάδο παραμένει η περαιτέρω βελτίωση της κεφαλαιακής βάσης των ελληνικών τραπεζών, τόσο ποσοτική όσο και ποιοτική, καθώς οι οριστικές και εκκαθαρισμένες αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις (deferred tax credits – DTCs) εξακολουθούν να αποτελούν μεγάλο μέρος των εποπτικών ιδίων κεφαλαίων τους.

Η αντιμετώπιση του υψηλού ιδιωτικού χρέους που βρίσκεται εκτός τραπεζικού τομέα θα διευκολύνει την πρόσβαση επιχειρήσεων και νοικοκυριών σε τραπεζική χρηματοδότηση.

Οι προοπτικές της ελληνικής οικονομίας εξαρτώνται άμεσα από την ενίσχυση της ανθεκτικότητας της ευρωζώνης και του χρηματοπιστωτικού της συστήματος σε μελλοντικές διαταραχές.

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Οικονομία