Η Intel είναι μια εμβλητική εταιρεία όπως εμβληματικοί υπήρξαν και οι άνθρωποι που βρέθηκαν στο τιμόνι της, πριν τον σημερινό CEO, Λι-Μπου Ταν. Ο Ρόμπερι Νόις, ο πρώτος της, εφηύρε το τσιπ πυριτίου (silicon) που έδωσε στη Silicon Valley το όνομά της. Ακολούθησε ο Γκόρντον Μουρ, που ακολούθησε, χάραξε το όνομά του στην ιστορία της τεχνολογίας με τον περιβόητο Νόμο του Μουρ, ο οποίος προέβλεπε ότι η επεξεργαστική ισχύς θα διπλασιάζεται κάθε δύο χρόνια με το ίδιο κόστος.
Ακολούθησε ο Άντι Γκρόουβ, τρίτος κατά σειρά CEO, ήταν ο άνθρωπος που ουσιαστικά μετέτρεψε την Intel σε έναν κολοσσό ημιαγωγών, καθοδηγούμενος από το μάντρα ότι «μόνο οι παρανοϊκοί επιβιώνουν». Ακολούθησαν και άλλοι, λιγότερο επιφανείς, με τελευταίο τον Λιπ-Μπου Ταν ο οποίος ανέλαβε τα ηνία της εταιρείας ίσως στην πιο δύσκολη φάση της ιστορίας της.
Ο Ταν κληρονόμησε μια εταιρεία που ουσιαστικά έχει χάσει το πλεονέκτημά της. Η Intel παραπαίει σε τομείς στους οποίους κάποτε ηγείτο, από το σχεδιασμό επεξεργαστών μέχρι τη λειτουργία προηγμένων εργοστασίων τσιπ. Η αναζωογόνηση της εταιρείας μπορεί να είναι το δυσκολότερο έργο που έχει αντιμετωπίσει οποιοσδήποτε από τους ηγέτες της, αναφέρει χαρακτηριστικά ο Economist.
Ποιος είναι ο Λιπ-Μπου Ταν
Ο Λιπ-Μπου Ταν δεν είναι… ουρανοκετάβατος. ούτε στον κλάδο της τεχνολογίας αλλά ούτε και στις μεγάλες επαναφορές. Όπως πολλά από τα σημερινά μεγαλοστελέχη της βιομηχανίας των ημιαγωγών (συμπεριλαμβανομένου του Τζένσεν Χουάνγκ της Nvidia), έχει τις ρίζες του στη Νοτιοανατολική Ασία. Γεννημένος στη Μαλαισία, σε οικογένεια της εκεί κινεζικής μειονότητας, μεγάλωσε και σπούδασε στη Σιγκαπούρη. Ο πατέρας του ήταν εκδότης εφημερίδας και η μητέρα του δασκάλα.
Μετακόμισε στην Αμερική για να σπουδάσει πυρηνική μηχανική στο Τεχνολογικό Ινστιτούτο της Μασαχουσέτης (MIT), προτού αποκτήσει πτυχίο διοίκησης επιχειρήσεων στην Καλιφόρνια. Το 1987 ίδρυσε την Walden International, μια εταιρεία επιχειρηματικών κεφαλαίων (VC) που πήρε το όνομά της από τη λίμνη που έγινε διάσημη από τον Χένρι Θορό, τον Αμερικανό συγγραφέα του 19ου αιώνα, το αντιφατικό πνεύμα του οποίου θαυμάζει ο Ταν.
Σε μια εποχή που οι περισσότεροι επενδυτές τεχνολογίας κυνηγούσαν νεοφυείς επιχειρήσεις λογισμικού, ο Ταν πόνταρε στο hardware. Η Walden ήταν μεταξύ των πρώτων εταιρειών VC που υποστήριξαν την αναδυόμενη βιομηχανία τσιπ της Ασίας, ιδίως στην Κίνα και την Ταϊβάν. Το 2001 οTan έγινε πρώτος επενδυτής στην Semiconductor Manufacturing International Corporation, το μεγαλύτερο χυτήριο τσιπ της Κίνας, και κάθισε στο διοικητικό της συμβούλιο μέχρι το 2018 – δύο χρόνια πριν η Αμερική επιβάλει κυρώσεις στην εταιρεία.
Το 2009 μετακινήθηκε από το να επενδύει σε εταιρείες στο να διευθύνει μία. Έγινε διευθύνων σύμβουλος της Cadence Design Systems, μιας προβληματικής εταιρείας λογισμικού σχεδιασμού για τσιπ. Η εταιρεία ταλανιζόταν από την εναλλαγή στελεχών και τα απογοητευτικά προϊόντα.
Ο ίδιος ο Ταν θυμάται ότι ζήτησε από τους πελάτες να αξιολογήσουν τις προσφορές της Cadence – και έλαβε «αρκετά D και μερικά F», αναφέρει χαρακτηριστικά ο Economist.
Ωστόσο, καταβρόχθιζε βιβλία για το πώς να είσαι διευθύνων σύμβουλος, διαβάζοντας «κάθε σελίδα». Η εργασία του απέδωσε καρπούς. Ο Ταν έδωσε στους διευθυντές του την ελευθερία να διευθύνουν τα τμήματά τους, ενίσχυσε τους δεσμούς με τους πελάτες και έκανε μερικές έξυπνες εξαγορές. Μέχρι να αποχωρήσει το 2021, τα έσοδα της Cadence είχαν υπερτριπλασιαστεί και η τιμή της μετοχής της είχε αυξηθεί 48 φορές – τριπλάσια από τον δείκτη Philadelphia Semiconductor Index, ο οποίος παρακολουθεί τον ευρύτερο κλάδο. Ο Μόρις Τσανγκ, ιδρυτής της TSMC, του μεγαλύτερου κατασκευαστή τσιπ στον κόσμο και ανταγωνιστή της Intel, έχει πιστώσει στον Ταν ότι οδήγησε την Cadence «μακριά από τα προβλήματα».
Τα… βαρίδια
Οι επενδυτές της Intel -και οι 110.000 εργαζόμενοί της- προφανώς ελπίζουν ότι μπορεί να επαναλάβει το κατόρθωμα. Η εταιρεία ήταν κάποτε ο μεγαλύτερος κατασκευαστής επεξεργαστώνστον κόσμο. Όμως έχασε την έκρηξη των τσιπ για κινητά της δεκαετίας του 2000 εστιάζοντας πολύ στενά στους προσωπικούς υπολογιστές. Στα μέσα της δεκαετίας του 2010, επανειλημμένα κατασκευαστικά λάθη επέτρεψαν στην AMD, τον μεγάλο εγχώριο ανταγωνιστή, να αποσπάσει μερίδιο από τη βασική της δραστηριότητα, τις κεντρικές μονάδες επεξεργασίας.
Ταυτόχρονα, η Intel παραχώρησε την πρωτοκαθεδρία στην κατασκευή προηγμένων τσιπ στην TSMC. Το πιο επιζήμιο από όλα είναι ότι απουσίαζε σε μεγάλο βαθμό από την αναπτυσσόμενη αγορά εξειδικευμένων τσιπ τεχνητής νοημοσύνης, στην οποία κυριαρχεί πλέον η Nvidia.
Τα έσοδα της Intel έχουν μειωθεί από 79 δισ. δολάρια το 2021 σε 53 δισ. δολάρια το 2024. Η χρηματιστηριακή της αξία είναι πλέον περίπου 90 δισ. δολάρια – λιγότερο από το μισό από ό,τι ήταν πριν από ένα χρόνο. Η TSMC αξίζει περίπου οκτώ φορές περισσότερο από την Intel, ενώ η Nvidia αξίζει τριάντα φορές παραπάνω.
Σημαντικές αλλαγές
Μόλις ένα μήνα μετά την ανάληψη των καθηκόντων του, ο Λιπ-Μπου Ταν πραγματοποιεί ήδη σημαντικές αλλαγές. Ο Πατ Γκέλσινγκερ, ο προκάτοχός του, είχε ήδη μειώσει κατά 15% το εργατικό δυναμικό, αλλά οι γνώστες λένε ότι ο Ταν, ο οποίος στο παρελθόν ήταν μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Intel, είχε πιέσει για βαθύτερες μειώσεις. Ο Ταν έχει υποσχεθεί να αφαιρέσει τα επίπεδα της διοίκησης και να μετατρέψει την Intel σε «μια μεγάλη startup».
Φαίνεται ότι έχει δεσμευτεί να διατηρήσει τους βραχίονες σχεδιασμού και κατασκευής τσιπ της Intel κάτω από την ίδια στέγη, αντί να χωρίσει την εταιρεία στα δύο. Αυτό θα είναι δύσκολο, εκτιμά ο Economist. Η Intel προσπαθεί να ανταγωνιστεί την Nvidia στα τσιπ τεχνητής νοημοσύνης και την TSMC στην κατασκευή – δύο πολύ διαφορετικές επιχειρήσεις. Εξακολουθεί επίσης να εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την οικονομική ενίσχυση της αμερικανικής κυβέρνησης για τη χρηματοδότηση των νέων εργοστασίων της. Την ίδια ώρα οι εμπορικές εντάσεις με την Κίνα, η οποία παράγει σχεδόν το ένα τρίτο των εσόδων της Intel, αυξάνουν τον κίνδυνο.
Παρόλα αυτά, ο Λιπ-Μπου Ταν δεν ταράζεται εύκολα. «Δεν του αρέσει να χάνει», σχολιάζει στενός του συνεργάτης. Αν αυτή η αποφασιστικότητα -μαζί με μια δόση αντιφατικότητας του Θορό- μπορέσει να οδηγήσει την Intel στην έξοδο από την ύφεση, τότε μπορεί να κερδίσει μία θέση δίπλα στις μεγάλες μορφές της εταιρείας.