Σε τροχιά ανατιμολόγησης βρίσκονται προθεσμιακές καταθέσεις συνολικού ύψους 47 δισ. ευρώ περίπου από τις ελληνικές τράπεζες, καθώς το κόστος του χρήματος υποχωρεί πλέον με γρήγορους ρυθμούς.
Εκτιμάται ότι μέχρι και το τέλος του έτους θα έχει λήξει το σύνολο των λογαριασμών προθεσμίας που είχαν ενεργοποιηθεί κατά τη φάση αυστηροποίησης της νομισματικής πολιτικής στη ζώνη του ευρώ.
Πρόκειται για μία κρίσιμη παράμετρο στην υλοποίηση των business plans, η οποία θα επιδράσει θετικά στο καθαρό επιτοκιακό εισόδημα των τραπεζών, σε μία περίοδο κατά την οποία η ανάγκη για εξοικονόμηση πόρων είναι κρίσιμη, λόγω των απωλειών που καταγράφονται ήδη στα έσοδα από τόκους.
Ειδικότερα, με δεδομένο ότι το μεγαλύτερο μέρος του δανειακού χαρτοφυλακίου των τραπεζών, σε ποσοστό 80% περίπου, είναι κυμαινόμενου επιτοκίου άμεσα συνδεδεμένου με τους δείκτες euribor, κάθε μείωση των τελευταίων περιορίζει άμεσα τις εισπράξεις τους.
Είναι χαρακτηριστικό ότι από τον Ιούνιο της περυσινής χρονιάς μέχρι και το τέλος του α΄ τριμήνου 2025, το μέσο επιτόκιο στο σύνολο των δανείων έχει υποχωρήσει κατά 100 μονάδες βάσης.
Η χρονοκαθυστέρηση
Δεν ισχύει όμως το ίδιο με το κόστος άντλησης ρευστότητας από την καταθετική βάση, το οποίο προσαρμόζεται στα νέα δεδομένα με καθυστέρηση.
Ο λόγος είναι ότι οι αποδόσεις των προθεσμιακών καταθέσεων, από τις οποίες εξαρτάται σχεδόν αποκλειστικά, παραμένουν σταθερές καθόλη τη διάρκεια των συμβάσεών τους, όποιες μεταβολές κι αν καταγραφούν στους διατραπεζικά επιτόκια αναφοράς.
Για να δουν λοιπόν ελάφρυνση οι τράπεζες στα έξοδα από τόκους, θα πρέπει να ανανεωθεί το χαρτοφυλάκιο των συγκεκριμένων προϊόντων με τους νέους δυσμενέστερους για τους καταθέτες όρους που ισχύουν πλέον.
Μία τάξη μεγέθους για την ταχύτητα ολοκλήρωσης αυτής της διαδικασίας έδωσε η διοίκηση της Πειραιώς κατά την παρουσίαση των οικονομικών αποτελεσμάτων α΄ τριμήνου.
Συγκεκριμένα, ενημέρωσε τους αναλυτές πως μέσα στο επόμενο τρίμηνο θα έχει λήξει το 65% των ενεργών σήμερα λογαριασμών προθεσμίας και μέχρι τα τέλη του 2025 το 90%.
Σε ανάλογα επίπεδα εκτιμάται ότι θα κινηθούν τα ποσοστά και στους υπόλοιπους μεγάλους του κλάδου.
Όσοι λοιπόν καταθέτες ανανεώνουν τα χρήματά τους από εδώ και στο εξής, αυτό θα γίνεται με πολύ χαμηλότερα επιτόκια, ενώ ορισμένοι δεν αποκλείεται να αναζητήσουν την τύχη τους σε άλλες αποταμιευτικές λύσεις.
Τα τελευταία στοιχεία
Τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος είναι ενδεικτικά των αλλαγών που έχουν εφαρμόσει τους τελευταίους μήνες τα πιστωτικά ιδρύματα.
Σύμφωνα με αυτά, τον περασμένο Μάρτιο η μέση απόδοση στις νέες προθεσμιακές καταθέσεις με διάρκεια έως και 1 έτος που σύνηψαν φυσικά πρόσωπα, διαμορφώθηκε σε 1,40%.
Πρόκειται για επίπεδα χαμηλότερα κατά 25 μονάδες βάσης σε σύγκριση με το Δεκέμβριο του 2024 και 43 μονάδες βάσης σε σχέση με τα τέλη του 2023.
Την ίδια στιγμή ωστόσο, το μέσο επιτόκιο στο σύνολο των υφιστάμενων υπολοίπων είναι υψηλότερο, διαμορφούμενο σε 1,61%.
Η απόκλιση αυτή αποδίδεται στο χρονικό διάστημα που χρειάζεται για να ανανεωθεί το στοκ των προθεσμιακών καταθέσεων, όπως περιγράφηκε παραπάνω.
Οι μέσες αποδόσεις
Εκτιμάται ότι μέχρι τις αρχές του 2026 θα συγκλίνουν οι μέσες αποδόσεις σε νέες προθεσμιακές καταθέσεις και στο σύνολο των υφιστάμενων λογαριασμών.
Οι τράπεζες στοχεύουν μέσα από αυτή τη διαδικασία να αναπληρώσουν περίπου το 1/3 ή το 25% της υποχώρησης στα έσοδα τόκων από τα δάνεια, που θα καταγραφεί λόγω της μείωσης των δεικτών euribor.
Όσο περισσότερο αποκλιμακωθούν οι τελευταίοι, τόσο πιο επιθετικές θα γίνουν στις περικοπές των επιτοκίων που θα προσφέρουν στους πελάτες τους.
Εξάλλου, μέσα από αυτή τη διαδικασία αναμένουν περαιτέρω αύξηση της ζήτησης για αμοιβαία κεφάλαια, η οποία εάν επιβεβαιωθεί θα συμβάλει στην ενίσχυση των εσόδων από προμήθειες, επιδρώντας θετικά στην οργανική τους κερδοφορία.