Θεμελιωδώς λανθασμένη η πολιτική για το στεγαστικό

Το οξυμένο, -ιδιαίτερα για τους νέους ανθρώπους- στεγαστικό πρόβλημα επιδρά εξαιρετικά διαβρωτικά στον κοινωνικό και οικονομικό ιστό της χώρας

Θεμελιωδώς λανθασμένη η πολιτική για το στεγαστικό

Το οξυμένο, -ιδιαίτερα για τους νέους ανθρώπους- στεγαστικό πρόβλημα επιδρά εξαιρετικά διαβρωτικά στον κοινωνικό και οικονομικό ιστό της χώρας. Επιβαρύνει, -μέσα από πολλές διόδους-, την δημογραφική κατάσταση, επιβραδύνει την βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας και, το κυριότερο, υποβιβάζει την ποιότητα της ζωής των πολιτών.  Στην Ελλάδα παρατηρείται το υψηλότερο ποσοστό πληθυσμού (22%) από κάθε άλλη χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης που αισθάνεται “στεγαστική ανασφάλεια” ενώ, ταυτοχρόνως, το ποσοστό των νοικοκυριών που οι δαπάνες τους για  στέγαση ξεπερνούν το 40% του συνολικού τους εισοδήματος, (πράγμα που αποτελεί ένδειξη βιοτικής δυσπραγίας), υπερβαίνει το 30%, την στιγμή που το αντίστοιχο ποσοστό για τον υπόλοιπο ευρωπαϊκό πληθυσμό είναι μικρότερο από 10%. Κατάσταση που είναι ιδιαίτερα απογοητευτική, αλλά και παράδοξη, εάν σκεφτεί κανείς ότι παρατηρείται σε μία κοινωνία η οποία σε όλη την μεταπολεμική περίοδο έως και την εκδήλωση της κρίσης του 2010 είχε, μανιωδώς, επιδοθεί στην δραστηριότητα της (αν)οικοδόμησης όντας συγκριτικά πρώτη  (όσον αφορά το ποσοστό του ΑΕΠ), ανάμεσα στις ευρωπαϊκές χώρες και από τις πρώτες στον κόσμο, στον συγκεκριμένο τομέα ενώ, ταυτοχρόνως,, από 20ετίας ήδη ο πληθυσμός της έχει αρχίσει να συρρικνώνεται (αν και ο συνολικός αριθμός των νοικοκυριών της δεν ακολούθησε την μείωση αυτή).

Αποτυχία του μηχανισμού της αγοράς και αστοχία της κυβερνητικής πολιτικής

Η δυσμενής, αυτή, κατάσταση είναι αποτέλεσμα της σύμπτωσης μιας μεγάλης αποτυχίας με μία μεγάλη αστοχία.  Η αποτυχία αφορά τον μηχανισμό της αγοράς ο οποίος, στην συγκεκριμένη περίπτωση, από ένα χρονικό σημείο που μπορεί να τοποθετηθεί κοντά στο 2010 και μετά, δεν μπορεί να λειτουργήσει αποτελεσματικά ώστε να κατανείμει τους υπάρχοντες πόρους, δηλαδή, κυρίως, το ήδη επενδεδυμένο κεφάλαιο, (κτίρια και κατοικίες), με αποδοτικό τρόπο προκειμένου να μεγιστοποιηθεί η εκροή και το οιονεί κέρδος, εννοούμενο ως το όφελος τόσο για τους κατόχους του, (ιδιοκτήτες) όσο και για τους δυνητικούς καταναλωτές, (τους πολίτες που αναζητούν κατοικία ως αγοραστές ή ενοικιαστές). Η αστοχία, από την άλλη πλευρά, αφορά την κυβερνητική στάση και τις κυβερνητικές ενέργειες,  καθ’ όσον οι κυβερνήσεις της περιόδου, αρχικά δεν αντελήφθησαν την σταδιακή γιγάντωση του προβλήματος ενώ στην συνέχεια, η παρούσα κυβέρνηση, αντέδρασε με πολιτικές αλυσιτελείς και αναποτελεσματικές, με λανθασμένο προσανατολισμό και στόχευση.

Αυτό έγινε και πάλι ιδιαίτερα εμφανές με τις τελευταίες εξαγγελίες που αφορούν την “αξιοποίηση” του δημοσιονομικού “υπερπλεονασματος”, (όπως ονομάστηκε), μία εκ των οποίων είναι η χρησιμοποίηση 230 εκατομμυρίων ευρώ για να παρασχεθεί το κατ’ έτος αντίτιμο ενός ενοικίου σε 700.000 οικογένειες που νοικιάζουν την κατοικία στην οποία διαμένουν.  Αυτό έρχεται να προστεθεί στο προηγούμενο των προγραμμάτων “Σπίτι μου 1” και “Σπίτι μου 2”, δηλωμένου ύψους 2 δισεκατομμυρίων ευρώ, με τα οποία επιδοτείται η αγορά κατοικίας για νέους ανθρώπους και νέες οικογένειες. (Υπάρχουν και δύο άλλα μικρά προγράμματα που, αυτά, τουλάχιστον, είναι προς την σωστή κατεύθυνση και το ένα αφορά την επένδυση σε κοινωνικές κατοικίες ενώ το δεύτερο αφορά την επισκευή και την προσφορά προς ενοικίαση μη κατοικημένων την στιγμή αυτή κατοικιών. Και τα δύο όμως είναι άτολμα, με περιορισμένους πόρους και προφανώς ατεχνα σχεδιασμένα).

Τα δύο συν έναν προγράμματα της κυβέρνησης για την καταπολέμηση του στεγαστικού προβλήματος είναι εμφανές ότι μέχρι στιγμής έχουν πενιχρά αποτελέσματα, ενώ προβλέπεται πως η ίδια κατάσταση θα συνεχιστεί και στο μέλλον. Αυτό συμβαίνει διότι σκοπεύουν προς την λάθος κατεύθυνση ενισχύοντας την αδιέξοδη δυναμική η οποία ήδη υφίσταται και λειτουργεί αρνητικά: αυξάνουν την ρευστότητα και την ζήτηση σε μία αγορά η οποία είναι εξαιρετικά περιορισμένη όσον αφορά την προσφορά με αποτέλεσμα να υπάρχουν μόνο ανατιμήσεις και περαιτέρω επιβάρυνση του κόστους στέγασης, ιδιαίτερα, μάλιστα, για όσους δεν έχουν το προνόμιο να συμπεριλαμβάνονται στους δικαιούχους των προγραμμάτων αυτών. Όμως, μία πολιτική η οποία επιδιώκει να ρυθμίσει προβλήματα και  δυσλειτουργίες της αγοράς που προκύπτουν από την δυσαρμονία μεταξύ υψηλής ζήτησης και περιορισμένης προσφοράς, δεν μπορεί να  έχει αποτελέσματα όταν εκείνο που κάνει είναι να ενισχύει και άλλο την ζήτηση προς την λάθος κατεύθυνση. Θα πρέπει, αντιθέτως, να ανακατευθύνει την ζήτηση και, κυρίως, να ενισχύσει την πλευρά της προσφοράς.

Ο αντίλογος σε αυτό συνήθως είναι ότι η ενίσχυση της προσφοράς με την δημιουργία νέων κατοικιών είναι μία μακροπρόθεσμη διαδικασία που δεν απαντάει στα άμεσα βιοτικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν ιδιαίτερα τα νοικοκυριά των νέων ανθρώπων στην χώρα μας και, κατά συνέπειαν, εκείνο που επείγει είναι η εισοδηματική ενίσχυση των πιό αδύναμων και ευπαθών οικονομικά ομάδων του πληθυσμού, ενίσχυση η οποία  θα ανακουφίσει την οικονομική πίεση που αισθάνονται λόγω της περιορισμένης, και γι’ αυτό ακριβής, προσφοράς στέγης.  Μόνο που το εν λόγω επιχείρημα δεν ευσταθεί στην ειδική περίπτωση της Ελλάδος. Είναι πράγματι γεγονός πως, κατά κανόνα, η ενίσχυση της προσφοράς στέγης είναι μία μακροχρόνια διαδικασία. Αλλά αφορά  και το άμεσο μέλλον και θα πρέπει να υλοποιηθεί, ξεκινώντας από σήμερα ήδη και επικεντρώνοντας, την προσπάθεια στην σύμμετρη περιφερειακή ανάπτυξη της χώρας με σκοπό να καταπολεμηθεί ο υδροκεφαλισμός της ο οποίος είναι σημαντική αιτία των προβλημάτων της. Μόνο που αυτή η προσπάθεια δεν είναι η πλέον επείγουσα και επιβαλλόμενη απάντηση για την τρέχουσα στεγαστική κρίση. Προηγείται κάτι άλλο. Σήμερα στην Ελλάδα, με τα κατάλληλα μέτρα οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής, η προσφορά κατοικίας μπορεί  να αυξηθεί εντυπωσιακά, άμεσα και βραχυπρόθεσμα. Διότι στην χώρα μας υπάρχει διαθέσιμο ένα τεράστιο απόθεμα κατοικιών, δηλαδή επενδεδυμένου κεφαλαίου, το οποίο παραμένει αδρανές χωρίς να χρησιμοποιείται και να αξιοποιείται στην παραγωγή του αγαθού της “στέγασης”. Σε αυτό ακριβώς συνιστάται η αποτυχία του μηχανισμού της αγοράς την συγκεκριμένη ιστορική περίοδο και στον συγκεκριμένο τομέα. Στην αποτυχία του μηχανισμού της αγοράς, λοιπόν είναι που θα πρέπει να επέμβει διορθωτικά η οικονομική και κοινωνική πολιτική .

Το  επενδεδυμένο κοινωνικό κεφάλαιο που δεν αξιοποιείται

Ως αποτέλεσμα της εξηκονταετούς φρενήρους δραστηριότητας ανοικοδόμησης και οικοδόμησης,  την στιγμή αυτή υπάρχει στην Ελλάδα ένα μεγάλο κτιριακό απόθεμα, (υπολογιζόμενο σε περίπου 7 εκατομμύρια κατοικίες), σημαντικό μέρος του οποίου δεν χρησιμοποιείται. Σύμφωνα με τον εκπρόσωπο της κυβέρνησης ο αριθμός τους ανέρχεται σε περίπου 700.000 εκ των οποίων οι 400.000 βρίσκονται στην Αθήνα. Σύμφωνα, πάλι, με την απογραφή κατοικιών της ΕΛΣΤΑΤ, του 2021 στην Αθήνα, σε σύνολο 2.160.000 κατοικιών κενές και μη χρησιμοποιούμενες είναι οι 525.000 από αυτές!  Πρόκειται για ένα ποσοστό που διεθνώς δεν συναντάται σχεδόν πουθενά  στον κόσμο, με εξαίρεση ίσως τις Ghost Cities της Κίνας, οι οποίες όμως, έως και πριν την εκδήλωση της εκεί κτηματικής κρίσης, είχαν αρχίσει σταδιακά να αποκτούν και αυτές ζωή λόγω των μέτρων της κινεζικής κυβέρνησης. Γεγονός είναι, πάντως, πως ο προσεκτικός περιπατητής σε κάποια συνοικία ή προάστιο της Αθήνας μπορεί να σχηματίσει διαισθητικά την εντύπωση ότι οι “κλειστές” κατοικίες είναι τουλάχιστον το ⅓ του συνόλου. Και αν αναζητήσει κανείς πληροφορίες στις διεθνείς στατιστικές θα διαπιστώσει ότι η Αθήνα αναφέρεται πάντοτε από τις πρώτες, ή και πρώτη παγκοσμίως πόλη των “abandoned houses”, μπροστά ακόμη και από το Ντιτρόιτ, την πόλη των ΗΠΑ δηλαδή που πολλές και σημαντικές επιχειρήσεις της και πάμπολλοι κάτοικοί της την  εγκατέλειψαν, ερημώνοντας ολόκληρες περιοχές της,  ως συνέπεια των αλλαγών που επέφερε η παγκοσμιοποίηση.

Το ότι η Ελλάδα είναι πρώτη παγκοσμίως στην απαξίωση του κτιριακού της αποθέματος δεν είναι, πάντως, λόγος για να αισθανόμαστε εθνική υπερηφάνεια. Αν μη τι άλλο, κάτι τέτοιο αποκαλύπτει μία ιδιόμορφη παθογένεια σε μία νευραλγική κοινωνική λειτουργία. Γιατί συμβαίνει αυτό στην χώρα μας;  Όλοι μπορούμε να υποθέσουμε κάποιους επί μέρους λόγους,  ειδικά αν έχουν περιέλθει στην αντίληψή μας περιπτώσεις κενών κατοικιών που ανήκουν σε γνωστούς ή φίλους. Όμως, η αλήθεια είναι πως δεν γνωρίζουμε (να έχει υπάρξει) κάποια συστηματική, έγκυρη, αλλά και επίκαιρη, μελέτη του φαινομένου η οποία, εξηγώντας και αναλύοντας την συμπεριφορά των ιδιοκτητών σε βάθος και με στατιστική ακρίβεια, θα διευκόλυνε και την εξαγωγή συμπερασμάτων για την εφαρμοστέα πολιτική. Ξέρουμε μόνο πως βρισκόμαστε μπροστά σε μία, ίσως, μοναδική, διεθνώς περίπτωση κολοσσιαίας σπατάλης και αδρανοποίησης υπάρχοντος επενδεδυμένου κεφαλαίου. Η θετική πλευρά, βεβαίως, του θέματος είναι πως πρόκειται για ένα διαθέσιμο απόθεμα κατοικιών, το οποίο δεν χρειάζεται να κατασκευαστεί εκ του μηδενός σε διάρκεια δεκαετιών αλλά, -έστω και αν χρήζει επιδιορθώσεων και επισκευών-, μπορεί πολύ γρήγορα να επανέλθει σε χρήση και να απομειώσει, με καταλυτικό τρόπο, την ένταση του στεγαστικού και βιοτικού προβλήματος των Ελλήνων. Δεν χρειάζεται άλλωστε να επανέλθουν σε χρήση και οι 700.000 κατοικίες για να λυθεί το πρόβλημα. Και οι μισές εάν επανέρχονταν, σε πρώτη φάση, θα επέφεραν σημαντική ανακούφιση όσον αφορά την πίεση στις τιμές των ενοικίων, αλλά και της “δευτερογενούς” αγοράς κατοικίας. (Αν και η επαναφορά σε χρήση όλων των κατοικιών θα ήταν το ευκταίο διότι, ακόμη και ή απλή ύπαρξή τους στον αστικό ιστό, επιδεινώνει την ποιότητα ζωής, την ασφάλεια, τις συνθήκες κοινωνικής υγιεινής αλλά και την αστική αισθητική. Η πραγματικότητα των εγκαταλελειμμένων, των ερειπωμένων ή,  ακόμη, και των σε καλή κατάσταση αλλά κλειστών και μη χρησιμοποιούμενων κατοικιών είναι μία συμβολική εικονοποίηση παρακμής και εκφυλισμού για την  ελληνική κοινωνία).

Αλλαγή κατεύθυνσης της ζήτησης και ενίσχυση της προσφοράς

Κάθε πολιτική που έχει σκοπό να επιδιορθώσει υπαρκτές αρρυθμίες της αγοράς θα πρέπει να επέμβει και στις δύο πλευρές, τόσο στην ζήτηση όσο και στην προσφορά, αλλά με διαφορετικό τρόπο στην καθεμία, αναλόγως και των χαρακτηριστικών του προβλήματος. Όσον αφορά την ζήτηση λοιπόν, στο συγκεκριμένο πρόβλημα, ο σημερινός τρόπος παρέμβασης της κυβέρνησης είναι λανθασμένος και πρέπει να στραφεί σε άλλη κατεύθυνση. Όλα αυτά τα προγράμματα των παροχών και των επιδοτήσεων  που εξ αντικειμένου καταλήγουν να αφορούν το περιορισμένο απόθεμα των ήδη χρησιμοποιούμενων κατοικιών, δηλαδή μία πεπερασμένη και ανελαστική προσφορά, δεν μπορούν να προκαλέσουν άλλο αποτέλεσμα παρά μόνο την περαιτέρω αύξηση των τιμών και, συνεπώς, την αναπαραγωγή, και ενδεχομένως και την επιδείνωση, του προβλήματος που υποτίθεται πως επιδιώκουν να επιλύσουν. Αντί αυτού οι επιδοτήσεις για την αγορά κατοικίας θα έπρεπε να περιορίζονταν αποκλειστικά και μόνο για  κατοικίες οι οποίες για τα τρία τελευταία έτη, τουλάχιστον, δεν ήταν κατοικημένες και δεν χρησιμοποιούνταν. Έτσι θα δοθεί κίνητρο στην ίδια την ζήτηση, αφ’ ενός, μεν, να απορροφήσει εκείνες τις κατοικίες που είναι μεν “κλειστές” αλλά προσφέρονται προς πώληση από τους ιδιοκτήτες τους, αφ’ ετέρου, δε, να εντοπίσει και να επιχειρήσει να προκαλέσει την δημιουργία κάποιας αντίστοιχης προσφοράς από τους κατόχους των κατοικιών οι οποίοι για διάφορους λόγους τίς έχουν θέσει παντάπασιν σε αχρησία, δηλαδή δεν τις προσφέρουν ούτε για ενοικίαση αλλά ούτε και για πώληση.

Βεβαίως είναι σαφές πως η συγκεκριμένη ρύθμιση, δηλαδή ο περιορισμός των επιδοτήσεων μόνο για την χρήση σε μη χρησιμοποιούμενες σήμερα, “κλειστές” κατοικίες, μπορεί να μην είναι ‘ικανή συνθήκη” για να επανέλθουν όλα τα εν λόγω περιουσιακά-κεφαλαιακά, αγαθά, στην αγορά και σε χρήση αφού ο καθένας αντιλαμβάνεται πως, για το τμήμα εκείνων των κατοικιών που βρίσκονται εξ ολοκλήρου εκτός χρήσεως και εκτός αγοράς, η δυνητική ζήτηση υπάρχει και τώρα, χωρίς όμως  να πείθονται ή να δύνανται οι ιδιοκτήτες τους να ανταποκριθούν. Όμως μία παρόμοια ρύθμιση είναι η “αναγκαία συνθήκη“ για να λειτουργήσει η δυναμική της ζήτησης προς την σωστή κατεύθυνση. Οι “ικανές συνθήκες”, που θα καλύψουν όλο το εύρος του υπάρχοντος αργούντος στεγαστικού αποθέματος, θα πρέπει να δημιουργηθούν στην πλευρά της προσφοράς.

Εκεί, στην πλευρά της προσφοράς απαιτείται, κατ’ αρχήν, μία δέσμη από  κατάλληλες νομοθετικές ρυθμίσεις και τα ανάλογα διοικητικά μέτρα τα οποία θα παρωθήσουν δυναμικά τους ιδιοκτήτες των “κλειστών” κατοικιών, και των μη χρησιμοποιούμενων κτισμάτων να προχωρήσουν στην αξιοποίηση της περιουσίας τους. Το πιό άμεσο μέτρο προς τούτο είναι προφανές: πρόκειται για την φορολόγηση των μη χρησιμοποιούμενων κατοικιών σε μεγαλύτερο βαθμό και σε υψηλότερο ποσοστό από τις κατοικίες που χρησιμοποιούνται. (Σε αντίθεση δηλαδή με αυτό που συμβαίνει σήμερα όπου οι αποσυνδεδεμένες από την ηλεκτρική παροχή κατοικίες επιβαρύνονται με χαμηλότερο ΕΝΦΙΑ). Με ανάλογη ελάφρυνση του ΕΝΦΙΑ για τις κατοικίες που ήδη κατοικούνται. Η οικονομική πολιτική πρέπει να  προσπαθήσει να μεταφέρει το φορολογικό άχθος και τον κύριο όγκο των φορολογικών εσόδων που εισπράττει από την φορολόγηση των οικοδομών στην πλευρά των κλειστών κατοικιών. Ανακουφίζοντας κατ’ αναλογίαν την φορολογική επιβάρυνση της χρησιμοποιούμενης κατοικίας.

Η υψηλή φορολογία, όμως, θα πρέπει να συνδυαστεί και με ευεργετικά μέτρα τα οποία, επίσης, θα παρωθούν τον ιδιοκτήτη στην “ενεργοποίηση” του περιουσιακού του στοιχείου είτε με  ενοικίαση του είτε με πώλησή του. Για παράδειγμα το πρόγραμμα “Επιδιορθώνω και ενοικιάζω” θα πρέπει να ενισχυθεί με σημαντικά κονδύλια και με βελτιώσεις στις προϋποθέσεις και στις διαδικασίες του, ενώ από την άλλη πλευρά οι παροχές και οι διευκολύνσεις των προγραμμάτων “Σπίτι μου” δεν θα πρέπει να περιλαμβάνουν μόνο την δαπάνη για την αγορά ακινήτου αλλά να προβλέπουν επίσης και ουσιαστική επιδότηση για την ανακαίνισή του. Επίσης, όσον αφορά την πλευρά της προσφοράς θα πρέπει να υπάρξουν ρηξικέλευθες νομοθετικές ρυθμίσεις που θα επιτρέπουν την ταχεία και αποτελεσματική επίλυση των προβλημάτων και την ρευστοποίηση εκείνων των περιουσιακών στοιχείων τα οποία, προερχόμενα συνήθως εκ κληρονομίας, αντιμετωπίζουν προβλήματα λόγω μεγάλου αριθμού συνιδιοκτητών. Η νομοθεσία θα πρέπει να διευκολύνει τους επισπεύδοντες  και να μην επιτρέπει στους “αδρανείς” μεταξύ των συνιδιοκτητών να παρελκύουν τις διαδικασίες επαναφοράς των ακινήτων στην αγορά.

Με ανάλογη νομοθετική ρύθμιση θα πρέπει να παρωθηθούν τράπεζες, υπηρεσίες, οργανισμοί του Δημοσίου και Νομικά Πρόσωπα που διαθέτουν μεγάλο αριθμό κατοικιών οι οποίες δεν χρησιμοποιούνται, να τις προωθήσουν, ταχέως, στην αγορά. Το αντιεπιχείρημα όσον αφορά αυτό, ιδιαίτερα για τις τράπεζες, είναι πως μαζική παροχή κατοικιών προς πώληση ή σε πλειστηριασμούς θα επιφέρει  κατάρρευση της τιμής των ακινήτων. Πλην όμως αυτό που επιθυμούν να αποφύγουν οι τράπεζες, (και οι επιχειρηματίες του κλάδου των ακινήτων επίσης), είναι αυτό που επιθυμεί η κοινωνία να συμβεί, διότι μία, πρόσκαιρη μείωση των τιμών των ακινήτων θα έχει ιδιαίτερα ευεργετικά αποτελέσματα για το βιοτικό επίπεδο των πολιτών. Και όσο μεγάλη και αν είναι αυτή η“κατάρρευση” (μείωση), δεν υπάρχει αμφιβολία πως μεσοπρόθεσμα η αγορά θα ισορροπήσει ξανά και πλήρως, και μάλιστα σε πιό σταθερές βάσεις. (Ενώ και οι επιχειρηματίες του κλάδου της οικοδομής, στο ενδιάμεσο διάστημα, θα μπορέσουν να ενεργοποιηθούν στην δραστηριότητα της ανακαίνισης των ακινήτων που θα επανέρχονται στην αγορά). Άλλωστε οι τράπεζες δεν κινδυνεύουν από μία παρόμοια εξέλιξη αφού έχουν πλέον πολύ ισχυρά κέρδη χωρίς να έχουν επωφεληθεί από την αξιοποίηση των ακινήτων που έχουν περιέλθει στην κατοχή τους.

Και ας μην λησμονείται ότι τα τραπεζικά ιδρύματα έχουν κεφαλαιοποιηθεί πολλές φορές από τους φορολογούμενους ενώ και οι εταιρείες που έχουν αγοράσει ή διαχειρίζονται τα χαρτοφυλάκια των επισφαλών και μη εξυπηρετούμενων δανείων των τραπεζών, (και, μέσω αυτών, και πολλά “αδρανή” ακίνητα), τα έχουν αγοράσει σε εξαιρετικά επωφελείς για αυτές χαμηλές τιμές οπότε θα συνεχίσουν να έχουν, έστω και μικρότερα, περιθώρια κερδοφορίας.

Το άλλο αντεπιχείρημα που, μετά βεβαιότητας, θα εγερθεί απέναντι σε μία παρόμοια πολιτική είναι το γνωστό επιχείρημα σχετικά με την “ιερότητα” του δικαιώματος της ιδιοκτησίας. Μόνο που το επιχείρημα αυτό θα είναι εντελώς ανέρειστο διότι δεν πρόκειται για πολιτική  κατάργησης ή  δήμευσης της περιουσίας κάποιων. Άλλωστε αφού το δικαίωμα της ιδιοκτησίας είναι ιερό, αυτό δεν θα έπρεπε να αναγνωρίζεται μόνο για τους ιδιοκτήτες των abandoned houses.  Θα έπρεπε να ισχύει, επίσης, και για άλλους πολίτες, όπως είναι, για παράδειγμα, οι περίοικοι και οι γείτονες των ακινήτων αυτών. Οι κατοικίες, και το οικιστικό απόθεμα εν γένει, είναι ένα συλλογικό κοινωνικό αγαθό για το οποίο έχει δαπανηθεί στο παρελθόν συλλογική εργασία όχι μόνο από όσους ιδιοκτήτες κρατούν σήμερα τις ιδιοκτησίες τους κλειστές αλλά από όλο το κοινωνικό σύνολο. Έτσι, για παράδειγμα, όταν υπάρχει ένα κτίριο σε μία γειτονιά, ή ένα διαμέρισμα σε μία πολυκατοικία, το οποίο, επειδή είναι κλειστό και εγκαταλελειμμένό από τους ιδιοκτήτες τους,  δημιουργεί κάθε είδους επιβάρυνση και κίνδυνο για την περιοχή, αυτό καταλήγει στο να απομειώνει την αξία και να φαλκιδεύει το  (επίσης “ιερό”) δικαίωμα των περιοίκων στην δική τους ιδιοκτησία. Η ιδιοκτησία εκτός από δικαίωμα, είναι και ευθύνη έναντι του κοινωνικού συνόλου, ευθύνη που οι φορείς της πρέπει να αναλαμβάνουν.

Το ελληνικό πρόβλημα είναι μοναδικό παγκοσμίως και απαιτεί καινοτόμες λύσεις

Είναι παντελώς ακατανόητο και ανορθολογικό η εφαρμοζόμενη πολιτική να συνίσταται στην προσπάθεια να χωρέσουν οι Έλληνες σε όλο και λιγότερες, αλλά και όλο ακριβότερες, κατοικίες την στιγμή που δίπλα τους υπάρχουν αχρησιμοποίητοι δομημένοι χώροι στους οποίους έχει αποκρυσταλλωθεί κοινωνική εργασία και κεφάλαιο δεκαετιών και όμως παραμένουν κενοί και σταθερά απαξιούμενοι στερώντας την ωφέλεια που μπορούν να προσφέρουν τόσο στους δυνητικούς ενοικιαστές και δυνητικούς νέους αγοραστές όσο και στους νυν ιδιοκτήτες τους. (Αν και σε πολλές περιπτώσεις υπάρχουν οικήματα, -προερχόμενα από κληρονομιά- που στην πραγματικότητα δεν ανήκουν σε κανένα διότι εξ αιτίας του πολύ μεγάλου αριθμού συνιδιοκτητών η ατομική ιδιοκτισία έχει διυλισθεί σε τέτοιο βαθμό ώστε δεν έχει καν νόημα για τον μεμονωμένο υποτιθέμενο “ιδιοκτήτη”). Για τον λόγο αυτό η σκέψη πως τα ριζοσπαστικά αλλά και αυτονόητα μέτρα που πρέπει να ληφθούν  μπορεί να μην είναι δημοφιλή και να έχουν “πολιτικό κόστος” θα ήταν τελείως λανθασμένη. Στην πραγματικότητα από αυτά θα επωφεληθούν οι πάντες. Όχι μόνο οι δυνητικοί ενοικιαστές και υποψήφιοι αγοραστές  αλλά και οι σημερινοί ιδιοκτήτες οι οποίοι δεν είναι δυνατόν να πιστέψει κανείς πως έχουν αυτοβούλως επιλέξει να απαξιώσουν την περιουσία τους. Αυτό προφανώς που συμβαίνει είναι πως υπάρχει μία σειρά από δυσκολίες, και ίσως ένα σύνολο από προηγούμενες κακές εμπειρίες, που τους έχουν αποθαρρύνει  ή καταστήσει αδιάφορους όσον αφορά την αξιοποίηση των ακινήτων τους. Η εφαρμογή των κατάλληλων μέτρων πολιτικής, συνεπώς, δεν θα έχει σκοπό να τους “τιμωρήσει” για την μη αξιοποίηση της περιουσίας τους αλλά, αντιθέτως, θα έχει σκοπό να αφαιρέσει όλα τα εμπόδια που δεν τους επέτρεπαν έως σήμερα να την αξιοποιήσουν και να επωφεληθούν από αυτήν.
Η ελληνική είναι μία κοινωνία για την οποία η Ιστορία έχει αποδείξει πως δεν ξέρει να λύνει τα προβλήματά της, με αποτέλεσμα αυτά να χρονίζουν, να διογκώνονται και να την βλάπτουν σοβαρά. Τις λίγες φορές που κατάφερε να επιλύσει κάποια προβλήματά της στο παρελθόν αυτό συνέβη διότι η ηγεσία της εποχής επέδειξε πνευματική τόλμη και αποφασιστικότητα στην προσπάθειά της. Το σημερινό, ελληνικό, πρόβλημα της στέγης, (με διεθνή πρωτοτυπία ως προς τα χαρακτηριστικά του), είναι πολύ σοβαρό διότι υπονομεύει την κοινωνική συνοχή και την οικονομική ευρυθμία της χώρας με εξαιρετικά διαβρωτικό τρόπο. Θα πρέπει να αντιμετωπισθεί με ανάλογη τόλμη και αποφασιστικότητα.

 Οι  κκ Δημήτρης Α. Ιωάννου και Χρήστος Α. Ιωάννου είναι οικονομολόγοι 

OT Originals

Περισσότερα από Experts

ot.gr | Ταυτότητα

Διαχειριστής - Διευθυντής: Λευτέρης Θ. Χαραλαμπόπουλος

Διευθύντρια Σύνταξης: Αργυρώ Τσατσούλη

Ιδιοκτησία - Δικαιούχος domain name: ΟΝΕ DIGITAL SERVICES MONOΠΡΟΣΩΠΗ ΑΕ

Νόμιμος Εκπρόσωπος: Ιωάννης Βρέντζος

Έδρα - Γραφεία: Λεωφόρος Συγγρού αρ 340, Καλλιθέα, ΤΚ 17673

ΑΦΜ: 801010853, ΔΟΥ: ΦΑΕ ΠΕΙΡΑΙΑ

Ηλεκτρονική διεύθυνση Επικοινωνίας: ot@alteregomedia.org, Τηλ. Επικοινωνίας: 2107547007

Μέλος

ened
ΜΗΤ

Aριθμός Πιστοποίησης
Μ.Η.Τ.232433

Απόρρητο