Η αγορά των καταναλωτικών αγαθών, από τα βασικά είδη πρώτης ανάγκης μέχρι τα είδη πολυτελείας , έχει υποστεί ισχυρό πλήγμα, ιδιαίτερα από την αύξηση των δασμών στις εισαγωγές από την Κίνα, μεταδίδουν οι Financial Times.
Ωστόσο, οι εταιρείες που παράγουν από κονσόλες PlayStation μέχρι μαγιονέζα και απορρυπαντικά ρούχων, συμφωνούν σε ένα βασικό σημείο: Οι δασμοί του Τραμπ συνεπάγονται αυξήσεις των τιμών για τους καταναλωτές.
Οι δασμοί Τραμπ πιέζουν το λιανεμπόριο
Οι λιανέμποροι, από την Ευρώπη μέχρι τις ΗΠΑ, βρίσκονται σε έντονη διαπραγμάτευση με τους προμηθευτές.
Εκτελεστικό στέλεχος μεγάλης βρετανικής αλυσίδας δήλωσε ότι απορρίπτει προσχηματικές αυξήσεις τιμών, σχολιάζοντας στους FT: «Οι καταναλωτές δεν αντέχουν άλλο. Πρέπει να προσέξετε — θα σκοτώσετε τη χρυσή χήνα».
Η Nestlé, η Unilever και η Colgate-Palmolive έχουν ήδη προειδοποιήσει για νέες ανατιμήσεις ώστε να αντισταθμίσουν το επιπλέον κόστος από τους δασμούς.
Ο τομέας τροφίμων παρουσιάζει ήδη πτώση. Η WK Kellogg, ο αμερικανικός παραγωγός δημητριακών πρωινού, ανέφερε αυτή την εβδομάδα ότι οι όγκοι πωλήσεων μειώθηκαν κατά 8,6% το πρώτο τρίμηνο, καθώς προχώρησε σε αύξηση τιμών κατά 3%.
Ο Μάικλ Ουάτερσον, καθηγητής οικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Warwick, εξήγησε ότι οι πολυεθνικές με ευρεία γκάμα προϊόντων, όπως η Unilever ή η Nestlé, έχουν «σημαντικά περιθώρια» για το πού θα μετακυλήσουν οποιαδήποτε αύξηση στο κόστος.
Πρόσθεσε ότι ένας από τους βασικούς παράγοντες που καθορίζουν αυτή την απόφαση είναι πιθανότατα ο βαθμός στον οποίο μειώνεται η ζήτηση όταν αυξάνονται οι τιμές σε όλο το φάσμα προϊόντων μιας εταιρείας.
«Οικονομικά έχει νόημα να επιβαρύνονται περισσότερο με αυξήσεις τιμών οι κατηγορίες όπου η ζήτηση θα μειωθεί λιγότερο», είπε ο καθηγητής.
Λιανέμποροι και προμηθευτές σε διαπραγματεύσεις
Οι εταιρείες καταναλωτικών αγαθών βρίσκονται σε διαπραγματεύσεις με λιανοπωλητές και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού, και υπάρχουν ενδείξεις ότι η εξασφάλιση της υποστήριξής τους για αυξήσεις τιμών αποδεικνύεται δύσκολη.
Η ένταση μεταξύ σούπερ μάρκετ και προμηθευτών ήταν ήδη αυξημένη πριν από τους δασμούς του Τραμπ. Ο οικονομικός διευθυντής της Heineken, Χάρολντ βαν ντε Μπρέκ, δήλωσε σε αναλυτές τον περασμένο μήνα ότι ορισμένες ευρωπαϊκές αλυσίδες σούπερ μάρκετ ζητούσαν ακόμη και μειώσεις τιμών, εν μέρει επειδή οι αυξήσεις των τελευταίων ετών είχαν εξαντλήσει τη ζήτηση για μπύρα από τους καταναλωτές.
«Βρισκόμαστε σε σκληρές διαπραγματεύσεις επειδή δεν πιστεύουμε ότι [οι μειώσεις τιμών] δικαιολογούνται πλήρως», δήλωσε ο ντε Μπρέκ.
Πάντως, τα σημάδια βελτίωσης της καταναλωτικής ζήτησης είναι ελάχιστα.
Την ίδια πτωτική πορεία φαίνεται να ακολουθούν και οι εταιρείς ένδυσης και υπόδησης.
Η εταιρεία υπόδησης Crocs απέσυρε την οικονομική της καθοδήγηση την Πέμπτη, επικαλούμενη την «πιθανότητα ασθενέστερης καταναλωτικής ζήτησης» λόγω των δασμών.
«Περιμένουμε ότι ο κλάδος θα κινηθεί ανοδικά σε ό,τι αφορά τις τιμές», δήλωσε ο διευθύνων σύμβουλος Άντριου Ρις.
Εν τω μεταξύ, η Walmart, η οποία αποτελεί και κάτι σαν βαρόμετρο για την κατανάλωση στις ΗΠΑ, σχεδιάζει να συγκρατήσει τις τιμές σε ορισμένα προϊόντα για να κερδίσει μερίδιο αγοράς. Μάλιστα αναμένεται να ανακοινώσει τα οικονομικά της αποτελέσματα την επόμενη εβδομάδα.
Ανατιμήσεις Παγκοσμίως – Τα brands πολυτελείας
Επτά μεγάλα brands πολυτελείας αύξησαν τις τιμές τους παγκοσμίως τον Απρίλιο, σύμφωνα με αναλυτές της Citi.
Η Dior και η Louis Vuitton, που ανήκουν και οι δύο στον όμιλο LVMH, αύξησαν τις τιμές κατά 4% και 5% αντίστοιχα σε επιλεγμένα προϊόντα, ενώ το κοσμηματοπωλείο Van Cleef & Arpels, ιδιοκτησίας του ομίλου Richemont, αύξησε τις τιμές σχεδόν σε ολόκληρη τη γκάμα του κατά 5%.
Ο εξαντλημένος καταναλωτής
«Ο καταναλωτής έχει εξαντληθεί», δήλωσε ο Ρομπ Χόλστον, επικεφαλής προϊόντων καταναλωτή στην EY. «Δεν είναι μόνο η αύξηση της τιμής των δημητριακών — η καθημερινότητά τους έχει γίνει πιο περίπλοκη, με αβεβαιότητα για την εργασία και ανησυχία για την ύφεση και το μέλλον».
Σύμφωνα με την ετήσια έρευνα καταναλωτών της EY, η οποία δημοσιεύθηκε τον Μάρτιο και περιλάμβανε 20.000 άτομα σε 26 χώρες, οι καταναλωτές δήλωσαν ότι είναι πιο πιθανό να μειώσουν τις δαπάνες τους για σνακ και ζαχαρώδη, αλκοόλ, φαγητό εκτός σπιτιού και φαγητό σε πακέτο. Ήταν λιγότερο πιθανό να περικόψουν αγορές σε φρέσκα τρόφιμα, προϊόντα οικιακής φροντίδας, ρούχα και υποδήματα.
Ο Ρισχ Σέφερντ, αναλυτής της Mintel, δήλωσε ότι οι αυξήσεις τιμών πιθανότατα θα είναι πιο απότομες για τους καταναλωτές στις ΗΠΑ απ’ ό,τι σε άλλες χώρες.
Οι αυξήσεις των τιμών πιθανότατα να είναι πιο απότομες για τους καταναλωτές στις ΗΠΑ
«Αυτό που έχουν αναγκαστεί να αντιμετωπίσουν οι πολίτες σε σχέση με τις αυξήσεις τιμών είναι πραγματικά δύσκολο», είπε ο Σέφερντ, προσθέτοντας ότι οι καταναλωτές έχουν πλέον συνηθίσει σε μια «σταθερή δίνη αβεβαιότητας».
«Ίσως έρθει μια στιγμή που… οι άνθρωποι θα φτάσουν σε σημείο ρήξης [σχετικά με τις αυξήσεις τιμών], αλλά προς το παρόν, τουλάχιστον, είναι απλώς άλλο ένα πράγμα που πρέπει να σκέφτονται», είπε.
Ευρώπη: Αντίβαρο στις αμερικανικές πιέσεις;
Ο Κλάους Νιχς της DZ Bank εκτιμά πως η Ευρώπη μπορεί να μην αντιμετωπίσει τις ίδιες αυξήσεις.
«Προϊόντα που προορίζονταν για την αμερικανική αγορά θα διοχετευθούν στην Ευρώπη σε χαμηλές τιμές για να αποφευχθούν οι δασμοί, περιορίζοντας έτσι τις αυξήσεις στην περιοχή μας», δήλωσε στους FT.
Ενδεικτικά, οι εξαγωγές της Κίνας προς τις ΗΠΑ μειώθηκαν κατά 21% τον Απρίλιο, ενώ προς την Ευρώπη αυξήθηκαν κατά 8%.