Σε θετικές από σταθερές αναβάθμισε η Fitch Ratings τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, διατηρώντας το rating στο ΒΒΒ- , στο πρώτο της ραντεβού με τη χώρα μας για το 2025. Υπενθυμίζεται ότι ο αμερικανικός οίκος αξιολογήσεων είχε αναβαθμίσει την ελληνική οικονομία στην επενδυτική βαθμίδα, με σταθερές προοπτικές, στο τέλος του 2023.
Βασικοί παράγοντες αξιολόγησης
Η αναθεώρηση των προοπτικών για τις IDR της Ελλάδας αντικατοπτρίζει τους ακόλουθους βασικούς παράγοντες αξιολόγησης:
Μεγάλο πλεόνασμα προϋπολογισμού: Η Ελλάδα κατέγραψε πλεόνασμα προϋπολογισμού 1,3% του ΑΕΠ το 2024 και πρωτογενές πλεόνασμα προϋπολογισμού 4,8%, με το τελευταίο να υπερβαίνει τον αρχικό στόχο της κυβέρνησης για 1%. Αυτό το αποτέλεσμα είναι επίσης καλύτερο από τις προσδοκίες της Fitch και σηματοδοτεί μια αξιοσημείωτη βελτίωση από το έλλειμμα 1,4% το 2023. Συγκρίνεται επίσης ευνοϊκά με το τρέχον διάμεσο έλλειμμα «BBB» του 3,7%. Κατά την άποψη της Fitch, η υπεραπόδοση αντανακλά διαρθρωτικές δημοσιονομικές βελτιώσεις, ιδίως την καλύτερη είσπραξη φόρων λόγω προηγούμενων φορολογικών μέτρων και τον αυστηρό έλεγχο των δαπανών. Δεδομένης αυτής της ισχυρής αρχικής θέσης, η Fitch προβλέπει πλεονάσματα προϋπολογισμού το 2025 και το 2026, αν και κάτω από 1%. Τον Απρίλιο του 2025, η κυβέρνηση ανακοίνωσε δημοσιονομική χαλάρωση συνολικού ύψους 1 δισεκατομμυρίου ευρώ (0,5% του ΑΕΠ) για την τόνωση των επενδύσεων και τη στήριξη των συνταξιούχων και των ενοικιαστών κατοικιών.
Απότομη Μείωση του Δημόσιου Χρέους: Το πλεόνασμα του προϋπολογισμού και η αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ κατά 2,3% οδήγησαν σε μείωση του ακαθάριστου χρέους της γενικής κυβέρνησης προς το ΑΕΠ κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες το 2024, στο 154%. Αν και εξακολουθεί να είναι σχεδόν 3 φορές υψηλότερο από τον μέσο όρο «BBB» του 52%, αυτό είναι πάνω από 50 ποσοστιαίες μονάδες κάτω από την κορύφωση του 2020, που ήταν 209%. Η Ελλάδα έχει επιτύχει τη μεγαλύτερη μείωση χρέους μετά την πανδημία μεταξύ των κρατών με επενδυτική αξιολόγηση Fitch. Επιπλέον, τα ταμειακά αποθέματα είναι υψηλά, περίπου 36 δισεκατομμύρια ευρώ (16% του ΑΕΠ), επαρκή για να καλύψουν όλες τις λήξεις χρέους κατά τα επόμενα τρία χρόνια. Αναμένουμε ότι η ταχεία μείωση του χρέους θα συνεχιστεί μεσοπρόθεσμα, με τον λόγο χρέους προς ΑΕΠ να πλησιάζει το 120% έως το 2030 στο βασικό σενάριο.
Συνετό και Αξιόπιστο Δημοσιονομικό Πλαίσιο: Τα δημοσιονομικά αποτελέσματα του 2024 υπογραμμίζουν την ισχυρή δέσμευση της κυβέρνησης για δημοσιονομική σύνεση. Η τελευταία επίσημη δημοσιονομική πρόβλεψη, η επικαιροποίηση του μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού σχεδίου του Μαΐου 2025, είναι πλήρως ευθυγραμμισμένη με το νέο δημοσιονομικό πλαίσιο της ΕΕ. Ο σωρευτικός ρυθμός αύξησης των πρωτογενών καθαρών δαπανών την περίοδο 2024-2025, η νέα βασική δημοσιονομική μεταβλητή, αναθεωρήθηκε προς τα κάτω στο 4,2% από τον αρχικό στόχο του 6,5%. Ο οίκος θεωρεί τη δέσμευση της κυβέρνησης για μικρά δημοσιονομικά ελλείμματα και σταθερή μείωση του χρέους/ΑΕΠ εξαιρετικά αξιόπιστη, υποστηριζόμενη από τα αποτελέσματα της περιόδου μετά την πανδημία.
Περιορισμένοι Κίνδυνοι Δαπανών: Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας διατηρεί ισχυρή δημόσια υποστήριξη από τις εκλογές του 2023. Ωστόσο, η αργή πρόοδος στην έρευνα για το σοβαρό σιδηροδρομικό ατύχημα του Φεβρουαρίου 2023 οδήγησε σε ένα νέο κύμα δημόσιων διαμαρτυριών στις αρχές του 2025. Πέρα από τις άμεσες πολιτικές επιπτώσεις, η δημόσια δυσαρέσκεια θα μπορούσε να ασκήσει μεγαλύτερη πίεση στην κυβέρνηση για να χαλαρώσει τη δημοσιονομική της στάση σε μεγαλύτερο βαθμό.
Ικανοποίηση στην κυβέρνηση
Σχολιάζοντας, την αναβάθμιση πηγές του υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών αναφέρουν ότι οίκος Fitch αναθεωρεί προς τα πάνω τις προβλέψεις του για την ελληνική οικονομία, επισημαίνοντας ότι οι διαθρωτικές μεταρρυθμίσεις, ο δημοσιονομικός έλεγχος, η βελτιωμένη είσπραξη των φόρων και η καταπολέμηση της φοροδιαφυγής συνέβαλαν στη ριζική αλλαγή της εικόνας της.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την έκθεση:
• Το συνολικό πλεόνασμα του 1,3% και το πρωτογενές 4,8% για το 2024, ξεπερνούν τις εκτιμήσεις του οίκου, όπως ο ίδιος χαρακτηριστικά αναφέρει. Δεδομένης της ισχυρής αυτής θέσης, η Fitch προβλέπει συνολικό πλεόνασμα στον προϋπολογισμό του 2025 και 2026 κοντά στο 1%.
• Διαπιστώνεται κατακόρυφη πτώση του δημόσιου χρέους. Η Ελλάδα πέτυχε τη μεγαλύτερη πτώση χρέους μετά την πανδημία ανάμεσα στις χώρες που αξιολογεί η Fitch. Επίσης, επισημαίνεται ότι τα υψηλά ταμειακά αποθέματα των 36 δισ. ευρώ (16% του ΑΕΠ) επαρκούν για να καλύψουν όλες τις ωριμάνσεις χρέους, εν προκειμένω λήξεις ομολόγων, την επόμενη τριετία. Ο οίκος προβλέπει ότι η ταχεία μείωση χρέους θα συνεχιστεί μεσοπρόθεσμα, με το ποσοστό χρέους προς το ΑΕΠ να προσεγγίζει σε ένα βασικό σενάριο το 120% ως το 2030.
• Ιδιαίτερη μνεία γίνεται στο συνετό και αξιόπιστο δημοσιονομικό πλαίσιο, με βάση το οποίο κινείται η χώρα. Υπογραμμίζει την ισχυρή δέσμευση της κυβέρνησης για δημοσιονομική σύνεση και τονίζει ότι η τελευταία επίσημη δημοσιονομική πρόβλεψη, δηλαδή η ενημέρωση του μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού σχεδίου του Μαΐου 2025, ευθυγραμμίζεται πλήρως με το νέο δημοσιονομικό πλαίσιο της ΕΕ.
• Η Fitch εστιάζει στην ανθεκτική οικονομική ανάπτυξη της χώρας, που τρέχει με ρυθμό 2,3% το 2024. Εκτιμά ότι η ανάπτυξη θα παραμείνει πάνω από το 2% το 2025 και το 2026, πολλαπλάσια του 0,4% που είναι η πρόβλεψη του οίκου για τον μέσο όρο της Ευρωζώνης. Η έκθεση επισημαίνει την πραγματική αύξηση του εισοδήματος των πολιτών και την ενίσχυση της απασχόλησης, την ίδια στιγμή που συνεχίστηκε η άνοδος των επενδύσεων.
H εκτίμηση της Fitch για το ενδεχόμενο ενός πιο σοβαρού «σοκ», όπως το χαρακτηρίζει, στις μεγάλες οικονομίες της Ευρώπης ως αποτέλεσμα της επιβολής δασμών, την καθιστούν πιο συγκρατημένη στις εκτιμήσεις της από τους υπόλοιπους διεθνείς οίκους. Ωστόσο, στην έκθεση της, επισημαίνει ότι η Ελλάδα βαδίζει σε σταθερή τροχιά οικονομικής ωρίμανσης και διεθνούς αξιοπιστίας.
Το Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών θα συνεχίσει ακριβώς στην ίδια πορεία με σχέδιο και σταθερότητα για μια ισχυρή οικονομία και για μια βιώσιμη ανάπτυξη που θα αντανακλάται στη ζωή των Ελλήνων πολιτών.
Αμυντικές δαπάνες
Σύμφωνα με τη Fitch h Ελλάδα ιστορικά είχε υψηλότερες αμυντικές δαπάνες από τις περισσότερες χώρες της ΕΕ, κοντά στο 3% του ΑΕΠ, σύμφωνα με τον ορισμό του ΝΑΤΟ. Συνεπώς, υπάρχει μικρότερη πίεση για αύξηση αυτών των δαπανών, περιορίζοντας περαιτέρω τους μεσοπρόθεσμους δημοσιονομικούς κινδύνους.
Χαμηλοί Χρηματοδοτικοί Κίνδυνοι : Το ευνοϊκό προφίλ χρέους της Ελλάδας, με μακρά μέση λήξη 19 ετών με ευνοϊκά επιτόκια και μεγάλα ταμειακά αποθέματα, μειώνει σημαντικά τους κινδύνους της αγοράς και χρησιμεύει ως προστατευτικό μέσο έναντι των σοκ από πιο ασταθείς αγορές ομολόγων. Το έμμεσο επιτόκιο στο απόθεμα χρέους είναι περίπου 1,5%, συμπεριλαμβανομένης της επίδρασης από τα αναβαλλόμενα επιτόκια, πολύ κάτω από την ονομαστική τροχιά ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, η οποία εκτιμάται σε περίπου 4%.
Ανθεκτική Οικονομική Ανάπτυξη: Το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 2,3% το 2024, με τον ίδιο ρυθμό όπως και το 2023, λόγω της εγχώριας ζήτησης. Η κατανάλωση των νοικοκυριών στηρίχθηκε από την αύξηση του πραγματικού εισοδήματος και την αύξηση της απασχόλησης, ενώ η έντονη αύξηση των επενδύσεων συνεχίστηκε, εν μέρει λόγω της τόνωσης από τις επιχορηγήσεις και τα δάνεια του Next Generation. Οι καθαρές εξαγωγές είχαν μια μικρή αρνητική συμβολή στην ανάπτυξη, κυρίως λόγω του υψηλότερου εισαγωγικού περιεχομένου των επενδύσεων.
Ο διεθνής οίκος προβλέπει ότι η ανάπτυξη θα παραμείνει πάνω από 2% το 2025 και το 2026, πολύ πάνω από την πρόβλεψη για ανάπτυξη 0,4% στην ευρωζώνη. Οι άμεσοι κίνδυνοι για την Ελλάδα από τον παγκόσμιο εμπορικό πόλεμο είναι μικροί, καθώς οι εξαγωγές προς τις ΗΠΑ αποτελούν μόνο το 4% των συνολικών εξαγωγών, πολύ κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ. Παρ’ όλα αυτά, ένα πιο σοβαρό σοκ για τις μεγάλες οικονομίες της ΕΕ θα μπορούσε να έχει σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις στην Ελλάδα.
Οι IDR «BBB-» της Ελλάδας αντικατοπτρίζουν επίσης τους ακόλουθους βασικούς παράγοντες αξιολόγησης:
Θεμελιώδη Πιστωτικά Δυνατά και Αδύναμα Σημεία: Οι αξιολογήσεις υποστηρίζονται από τα επίπεδα κατά κεφαλήν εισοδήματος που αναφέρονται παραπάνω και τους δείκτες διακυβέρνησης σύμφωνα με τον διάμεσο όρο «BBB», καθώς και από ένα αξιόπιστο πλαίσιο πολιτικής που υποστηρίζεται από την ένταξη στην ΕΕ και την ευρωζώνη. Η δημοσιονομική και μακροοικονομική προσαρμογή έχει επιταχυνθεί τα τελευταία χρόνια, βασιζόμενη στη βελτίωση των βασικών μεγεθών και της αξιοπιστίας της πολιτικής. Αυτά τα πλεονεκτήματα έρχονται σε αντίθεση με την κληρονομιά της κρίσης δημόσιου χρέους, ιδίως το πολύ υψηλό, αλλά σταθερά μειούμενο δημόσιο χρέος, καθώς και τη σημαντική απώλεια οικονομικής παραγωγής, τις επίμονες εξωτερικές ανισορροπίες και τις κληροδοτημένες ενδεχόμενες υποχρεώσεις από τον τραπεζικό τομέα.
Ευρύ και επίμονο έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών: Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών (CAD) ήταν 6,4% του ΑΕΠ το 2024, σημαντικά υψηλότερο από τον μέσο όρο «BBB» του 0,3% και σε μεγάλο βαθμό αμετάβλητο από το 6,2% του 2023. Το εμπορικό έλλειμμα διευρύνθηκε κατά σχεδόν 3 δισεκατομμύρια ευρώ, λόγω των υψηλότερων εισαγωγών βιομηχανικών και κεφαλαιουχικών αγαθών, ενώ το πλεόνασμα τουρισμού αυξήθηκε μόνο μέτρια. Διαρθρωτικά, το χαμηλό ποσοστό αποταμίευσης είναι ο κύριος λόγος για το σημαντικό έλλειμμα, με τις επενδύσεις έντασης εισαγωγών να αναμένεται να εντείνουν την πίεση μεσοπρόθεσμα. Η συμμετοχή στην ευρωζώνη μετριάζει τους κινδύνους εξωτερικής χρηματοδότησης και η Fitch δεν αναμένει καμία διαταραχή στις εξωτερικές ροές κεφαλαίων.
Ενισχυμένος Τραπεζικός Τομέας: Ο οίκος αξιολόγησης Fitch αναβάθμισε τις αξιολογήσεις των τεσσάρων συστημικών τραπεζών κατά μία βαθμίδα τον Μάρτιο του 2025, αντανακλώντας βελτιώσεις στο λειτουργικό περιβάλλον της Ελλάδας και στο πιστωτικό προφίλ των τραπεζών, συμπεριλαμβανομένου ενός μακρύτερου ιστορικού υγιούς δημιουργίας κερδών, της ολοκλήρωσης του μεγαλύτερου μέρους της εκκαθάρισης της ποιότητας του ενεργητικού τους, των ενισχυμένων κεφαλαιακών θέσεων και της σταθερής χρηματοδότησης από καταθέσεις. Η Fitch αναμένει ότι τα έσοδα από δάνεια και προμήθειες θα συνεχίσουν να αυξάνονται μεσοπρόθεσμα, παρά την πρόσφατη αστάθεια της αγοράς. Οι εξαγορές θα αυξήσουν μέτρια τη διεθνή παρουσία και τη διαφοροποίηση των εσόδων, αν και η εστίαση των τραπεζών θα παραμείνει κυρίως εγχώρια.
Σύνδεση Τράπεζας-Κράτους : Παρά τη βελτίωση στον τραπεζικό τομέα, ως ζήτημα που έχει κληρονομηθεί, εξακολουθεί να υπάρχει ένας μοναδικά στενός δεσμός μεταξύ του κράτους και των τραπεζών λόγω του μεγάλου μεριδίου των αναβαλλόμενων φορολογικών πιστώσεων (DTCs· 12 δισεκατομμύρια ευρώ, 50% των κοινών μετοχών Tier 1 τον Δεκέμβριο του 2024) στο κεφάλαιο των τραπεζών. Οι DTCs παραμένουν μια ενδεχόμενη υποχρέωση για το κράτος, η οποία απουσιάζει σε όλα τα άλλα μέλη της ευρωζώνης. Τα πρόσφατα σχέδια των τραπεζών για την επιτάχυνση της απόσβεσης των DTCs θα πρέπει να βοηθήσουν στην ομαλοποίηση των κεφαλαιακών τους δομών τα επόμενα χρόνια.