Βαρύ φορτίο με τις γραφειοκρατικές υποχρεώσεις που προέρχονται από την εφαρμογή της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ) 2023 – 27, καλούνται να σηκώσουν στις πλάτες τους οι αγρότες, καθώς η διεκπεραίωση τους είναι όχι μόνο χρονοβόρα αλλά και κοστοβόρα.
Χαρακτηριστικό είναι ότι οι αγρότες της ΕΕ καλούνται να πληρώσουν για τις διοικητικές δαπάνες σε ετήσια βάση περίπου 1.230 ευρώ, ποσό που καταβάλουν για να υποβάλουν αιτήσεις και να λάβουν ενισχύσεις από την ΚΑΠ, ενώ λόγω της πολυπλοκότητας των διαδικασιών, ο εκτιμώμενος χρόνος που απαιτείται για τις γραφειοκρατικές υποχρεώσεις κυμαίνεται από 5,6 έως 8,7 εργάσιμες ημέρες ετησίως.
Τα παραπάνω αποκαλυπτικά στοιχεία, μαζί με τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι αγρότες, αλλά και άλλοι δικαιούχοι κατά την υποβολή αίτησης για στήριξη από την ΚΑΠ αλλά και τους κανόνες συμμόρφωσης με τις περιβαλλοντικές απαιτήσεις εντός και εκτός της εφαρμογής της, περιλαμβάνονται σε μελέτη, η οποία διεξήχθη από το Δίκτυο ΚΑΠ της ΕΕ, με την υποστήριξη του Ευρωπαϊκού Γραφείου Βοήθειας Αξιολόγησης για την ΚΑΠ.
Το μέσο ετήσιο κόστος με το οποίο επιβαρύνονται οι αγρότες ανέρχονται στα 1.230 ευρώ, από τα οποία τα 630 ευρώ να αποδίδονται σε εσωτερικό κόστος (π.χ. εργάσιμες ημέρες που δαπανώνται για διοικητικά καθήκοντα) και 600 ευρώ σε εξωτερικές συμβουλευτικές υπηρεσίες
Τα στοιχεία που χρησιμοποιήθηκαν βασίζονται σε πληροφορίες που συλλέχθηκαν από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή μέσω μιας «στοχευμένης διαβούλευσης για την απλούστευση», που ξεκίνησε τον Μάρτιο του 2024 και στην οποία συμμετείχαν 27.000 συμμετέχοντες σε όλη την ΕΕ. Χρησιμοποιήθηκαν και άλλα δεδομένα, όπως συνεντεύξεις με αγρότες, οργανισμούς σε επίπεδο ΕΕ, Διαχειριστικές Αρχές Στρατηγικών Σχεδίων της ΚΑΠ και ενδιαφερόμενους φορείς και στα 27 κράτη μέλη, καθώς και έρευνες σε άλλους δικαιούχους της ΚΑΠ και συμβουλευτικές υπηρεσίες.

Μέσο ετήσιο κόστος για τους αγρότες τα 1.230 ευρώ
Ιδιαίτερα αποκαλυπτικά είναι και τα στοιχεία της μελέτης για το κόστος που καλούνται να πληρώσουν οι αγρότες. Σύμφωνα με εκτιμήσεις, το μέσο ετήσιο κόστος με το οποίο επιβαρύνονται οι αγρότες ανέρχονται στα 1.230 ευρώ, από τα οποία τα 630 ευρώ να αποδίδονται σε εσωτερικό κόστος (π.χ. εργάσιμες ημέρες που δαπανώνται για διοικητικά καθήκοντα) και 600 ευρώ σε εξωτερικές συμβουλευτικές υπηρεσίες.
Αυτή η μέση εκτίμηση έλαβε υπόψη το σύνολο της ΕΕ, με το ετήσιο κόστος να κυμαίνεται για παράδειγμα από τα 450 ευρώ στη Ρουμανία έως 2.740 ευρώ στη Σλοβακία ανά έτος. Για το ένα τρίτο του δείγματος, η εκτιμώμενη συνολική διοικητική επιβάρυνση είναι μικρότερη από 1.000 ευρώ. Στην Ελλάδα πάντως το κόστος ανέρχεται υψηλότερα από το μέσο όρο των 1.230 ευρώ.
Επίσης, οι αγρότες που συμμετείχαν στην μελέτη δήλωσαν ότι ξοδεύουν κατά μέσο όρο επτά εργάσιμες ημέρες ετησίως για διοικητικά καθήκοντα, αν και αυτό ποικίλλει ανάλογα με το μέγεθος και τον τύπο της εκμετάλλευσης: οι μικρότερες εκμεταλλεύσεις (<5 εκτάρια) ξοδεύουν συνήθως μία έως τέσσερις ημέρες, ενώ οι μεγαλύτερες εκμεταλλεύσεις (>500 εκτάρια) ξοδεύουν συχνά έξι ή περισσότερες ημέρες, με τις αγροτικές και τις κτηνοτροφικές εκμεταλλεύσεις να αναφέρουν μεγαλύτερο φόρτο εργασίας συγκριτικά με τις εκμεταλλεύσεις κηπευτικών.
Με βάση την κατανομή των μεγεθών των αγροτικών εκμεταλλεύσεων σε επίπεδο ΕΕ, μαζί με την εφαρμογή αυστηρότερων ή πιο χαλαρών κανόνων, ο εκτιμώμενος χρόνος που δαπανάται για διοικητικά καθήκοντα, που σχετίζονται με την ΚΑΠ για τους αγρότες κυμαίνεται από 5,6 έως 8,7 εργάσιμες ημέρες ετησίως.
Οι ασαφείς κανόνες, οι συχνά μεταβαλλόμενοι κανόνες και τα πολλαπλά νομοθετικά επίπεδα αποτελούσαν εμπόδια για την πλήρη κατανόηση των κανονισμών της ΕΕ, των καθεστώτων ενισχύσεων και των εθνικών κανόνων εφαρμογής για τους αγρότες
Όσον αφορά το κόστος, αν και προηγούμενη μελέτη σχετικά με τη διοικητική επιβάρυνση της ΚΑΠ ανέφερε ετήσιο κόστος 236 ευρώ (15 ώρες) ανά αγρότη, η παρούσα μελέτη εκτιμά ένα μέσο ετήσιο κόστος 433 ευρώ (28 ώρες).

Ασάφειες και επιβαρύνσεις για τους αγρότες
Η προετοιμασία, η αίτηση και η παρακολούθηση, η καταγραφή και η υποβολή εκθέσεων, οι έλεγχοι και οι επιθεωρήσεις είναι τα διαδικαστικά βήματα που συνήθως ακολουθούν οι δικαιούχοι αγρότες και κτηνοτρόφοι για να λάβουν τη στήριξη της ΚΑΠ.
Έτσι, οι δικαιούχοι εκτός από την κύρια δουλειά τους, που είναι η παραγωγή ποιοτικών και ασφαλών αγροτικών προϊόντων, έρχονται αντιμέτωποι και με τις διοικητικές διαδικασίες, οι οποίες έχουν υψηλό φόρτο αλλά και κόστος για την υποβολή των αιτήσεων για όλους τους δικαιούχους. Χαρακτηριστικό είναι ότι υπάρχουν δυσκολίες ακόμα και για την προετοιμασία των αιτήσεων λόγω ασαφών και ασταθών κανόνων ή κακής επικοινωνίας από τις αρχές.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν στο πλαίσιο της μελέτης, οι αγρότες εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από εξωτερική υποστήριξη για διάφορες διοικητικές εργασίες, γεγονός που αυξάνει το συνολικό κόστος.
Μεγαλύτερη πολυπλοκότητα, παρουσιάζει η συμμόρφωση με τις καλές γεωργικές περιβαλλοντικές πρακτικές αλλά και η υποβολή αίτησης για συγκεκριμένες παρεμβάσεις της ΚΑΠ, όπως τα οικολογικά προγράμματα και οι επενδύσεις.
Αν και ως κύρια πηγή διοικητικού φόρτου αναφέρθηκε η νομοθεσία της ΕΕ, παρόλα αυτά στην ανάλυση διαπιστώνεται ότι έως και 60% του φόρτου οφείλεται εν μέρει στις επιλογές εφαρμογής των κρατών μελών, οι οποίες θεωρούνται αποκλειστικά ή κυρίως υπεύθυνα ή τουλάχιστον εξίσου υπεύθυνα σε επίπεδο ΕΕ.
Αυτό ισχύει και για τους επιμέρους τομείς επιβάρυνσης, στους οποίους συμπεριλαμβάνονται και εκείνοι που προσδιορίστηκαν ως οι πλέον επιβαρυντικοί, δηλαδή «Άμεσες ενισχύσεις και ετήσια εφαρμογή ΚΑΠ», «Αγροτική ανάπτυξη: επενδυτικές παρεμβάσεις», «Οικολογικά συστήματα» και «Περιβαλλοντικές απαιτήσεις και συστήματα».
Τα δυσβάσταχτα βήματα
Για το στάδιο της προετοιμασίας, οι ασαφείς κανόνες, οι συχνά μεταβαλλόμενοι κανόνες και τα πολλαπλά νομοθετικά επίπεδα αποτελούσαν εμπόδια για την πλήρη κατανόηση των κανονισμών της ΕΕ, των καθεστώτων ενισχύσεων και των εθνικών κανόνων εφαρμογής για τους αγρότες και άλλους δικαιούχους.
Οι δικαιούχοι δυσκολεύτηκαν να κατανοήσουν τις καινοτομίες που εισήχθησαν στην περίοδο προγραμματισμού 2023-2027 (π.χ. μια νέα «πράσινη αρχιτεκτονική» και οικολογικά καθεστώτα), επίσης λόγω της ανεπαρκούς ή καθυστερημένης πληροφόρησης από τις αρχές.
Η αίτηση ενίσχυσης ήταν το πιο δυσβάσταχτο βήμα για όλους τους δικαιούχους, ειδικά λόγω της υπερβολικής συλλογής αποδεικτικών στοιχείων, των δύσκολων απαιτήσεων (προκλήσεις συμμόρφωσης), των προβλημάτων με τα ψηφιακά εργαλεία (κυρίως σε σχέση με τον προσδιορισμό των επιλέξιμων περιοχών για παρεμβάσεις βάσει περιοχής) και της παρακολούθησης (που συχνά συνδέεται με το σύστημα παρακολούθησης της περιοχής και το αίτημα για φωτογραφίες με γεωγραφικό στίγμα).
Την ίδια στιγμή η επανειλημμένη υποβολή των ίδιων πληροφοριών είναι ένα από τα ζητήματα, μαζί με τις χρονοβόρες δραστηριότητες για την προετοιμασία και την συμμετοχή στις επιθεωρήσεις, τους ασαφείς κανόνες που διέπουν τους ελέγχους, την έλλειψη ευελιξίας στην επιβολή των κανόνων (π.χ. κυρώσεις που επιβάλλονται για μικρές παραβάσεις) και την επικοινωνία με τους επιθεωρητές, των οποίων η συμπεριφορά και η αντιληπτή ικανότητα εκτιμάται ιδιαίτερα από τους γεωργούς και μπορεί επηρεάσει θετικά ή αρνητικά την εμπειρία τους από τους ελέγχους.
Πάντως, στα συμπεράσματα της μελέτης υπογραμμίζεται ο θετικός ρόλος της ψηφιοποίησης στη μείωση του διοικητικού φόρτου για τους δικαιούχους, ενώ σημαντικό ρόλο μπορεί να παίξει τόσο η εκπαίδευση όσο και οι δωρεάν συμβουλές.