Αν και η ελληνική εξαγωγική δραστηριότητα επανεκκίνησε στις αρχές του 1990 με τις καλύτερες προϋποθέσεις, ωστόσο περίπου 35 χρόνια αργότερα υπολείπεται περίπου 1,6 δισ. ευρώ των τουρκικών εξαγωγών στην Ελλάδα! Το ενδιαφέρον στην προκειμένη περίπτωση συνίσταται στο γεγονός ότι στη διάρκεια των τελευταίων τεσσάρων χρόνων η τουρκική εξαγωγική δραστηριότητα επιδεικνύει μία εξαιρετική δυναμική, αντιθέτως των ελληνικών εξαγωγών στην Τουρκία που δείχνουν εξαιρετικά εξασθενημένες.
Οι τουρκικές εξαγωγές είναι υπερδιπλάσιες των ελληνικών
Σύμφωνα με τα στοιχεία του Κέντρου Εξαγωγικών Ερευνών και Μελετών του Πανελληνίου Συνδέσμου Εξαγωγέων, από το όγκο του ελληνοτουρκικού εμπορίου των 4,71 δισ. ευρώ ευρώ που πραγματοποιήθηκε στη διάρκεια του 2024, οι ελληνικές εξαγωγές αντιπροσωπεύουν μόλις τα 1,519 δισ. ευρώ, ενώ οι τουρκικές εξαγωγές στην Ελλάδα αντιστοιχούν στα 3,191 δισ. ευρώ!
Οι διπλάσιες εξαγωγές της Τουρκίας έναντι της Ελλάδας
Οι τουρκικές εξαγωγές είναι υπερδιπλάσιες των ελληνικών. Σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία τόσο των ελληνικών εμπορικών γραφείων στην Τουρκία, όσο και του ΠΣΕ, υπάρχουν δύο βασικά στοιχεία που αποτελούν και τα «ντεσαβαντάζ» στην ελληνική εξαγωγική δραστηριότητα στην άλλη πλευρά του Αιγαίου.
Το πρώτον είναι η υψηλή συμμετοχή που έχουν οι εξαγωγές των πετρελαιοειδών και η μείωση της τιμής τους επηρεάζει σημαντικά την αξία τους και δεύτερον, είναι η υψηλή δασμολογική προστασία που απολαμβάνουν διάφορες κατηγορίες των τουρκικών τροφίμων.
Το οξύμωρο με το ρύζι
Ως εκ τούτου, ο πιο δυναμικός κλάδος των ελληνικών εξαγωγών, που είναι τα τρόφιμα, αδυνατούν να διεισδύσουν στην τουρκική αγορά. Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΠΣΕ που αφορούν στο 2024, στα είκοσι ελληνικά προϊόντα με τις καλύτερες επιδόσεις στην τουρκική αγορά, υπάρχει μόνο ένα τρόφιμο, το «αποφλειωμένο ρύζι και μάλιστα στις δέκατη ένατη θέση!
Οπως σημειώνει χαρακτηριστικά μιλώντας προς τον ΟΤ ο πρόεδρος του ΠΣΕ, Ακης Καλαμπόκης «είναι ανάγκη η ελληνική κυβέρνηση να προχωρήσει μέσω διακρατικών συμφωνιών με την Τουρκία για την άρση των δασμολογικών εμποδίων στις κατηγορίες των τροφίμων. Μάλιστα σύμφωνα με την ετήσια έκθεση του Γραφείου Εμπορικών και Οικονομικών Υποθέσεων της ελληνικής πρεσβείας στην Αγκυρα, που αφορά στο 2023 «Η δασμολόγηση είναι ιδιαίτερα υψηλή -σχεδόν αποτρεπτική για ορισμένα τρόφιμα και ποτά- δεδομένου ότι ανταγωνίζονται κυρίως ομοειδή εγχώρια προϊόντα».
Ο ρόλος των δασμών
Κι αναφέρει συγκεκριμένα ότι στο κρέας οι δασμοί κυμαίνονται από 20% ως και 225%, στα φρέσκα ψάρια 30%, στη φέτα 180%, στο κασέρι 178%, στο μέλι 38,5%, στο κεφαλοτύρι 138%, στα λαχανικά 19,3% ως και 49,5%, στα όσπρια 19,5%, στους ξηρούς καρπούς από 10% ως και 30%, στα φρούτα από 7% ως και 86,4%, στα δημητριακά ως και 130%, στο ρύζι από 13% μέχρι 45%, στο ελαιόλαδο 31,2%, και στους χυμούς από 15% ως και 58,5%! Παράλληλα υπάρχουν «σημαντικά δασμολογικά και ισοδυνάμου αποτελέσματος εμπόδια»!
Ετσι οι βασικές κατηγορίες που εξάγονται από την Ελλάδα – εκτός των πετρελαιοειδών – είναι οι πρώτες ύλες και τα βιομηχανικά προϊόντα. Από την άλλη πλευρά είναι τέτοιος ο δυναμισμός των τουρκικών εξαγωγών, που σε κατηγορίες όπως είναι τα ψάρια η προφανής ανταγωνιστικότητα της απέναντι πλευράς, οδηγεί στην περιθωριοποίηση της ελληνικής παραγωγής. Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΠΣΕ, το 2024 η αξία των τουρκικών εξαγωγών στην ελληνική αγορά ψαριών ανήλθε συνολικά στα 149,1 εκατ. ευρώ! Και η ελληνική παραγωγή υφίσταται αντίστοιχες πιέσεις και στις ευρωπαϊκές αγορές.
Σταθερή επιλογή οι φθηνές τιμές
Πάντως, σύμφωνα με την ίδια έκθεση «Σε ορισμένους κλάδους ειδικότερου ελληνικού ενδιαφέροντος, όπως στα τρόφιμα-ποτά, στους οποίους η Τουρκία είναι ιδιαίτερα ανταγωνιστική, λόγω των ομοειδών/παρεμφερών -προς τα ελληνικά- προϊόντων, του χαμηλού κόστους παραγωγής και διάθεσης, καθώς και των καταναλωτικών ηθών του μέσου Τούρκου πολίτη, ο οποίος προτιμά τα εγχώρια ή/και φθηνά προϊόντα (εκτιμάται ότι περίπου 10% αφορά καταναλωτές μέσου και ανώτερου εισοδήματος, που ταξιδεύουν και διαμορφώνουν δυτικά καταναλωτικά πρότυπα), οι δυσκολίες εισόδου στην αγορά είναι υψηλότερες».
Και τονίζεται ότι «Ελληνικά προϊόντα που δύνανται να τύχουν ευνοϊκής αποδοχής στην τουρκική αγορά είναι καταρχήν όσα συμπληρώνουν τις ανάγκες της τοπικής παραγωγής (πρώτες ύλες, ενδιάμεσα), καθώς και προϊόντα των οποίων το σήμα/η επωνυμία απολαμβάνουν ευρεία ευνοϊκή αναγνώριση μεταξύ των Τούρκων καταναλωτών, συνδυάζοντας ποιότητα, καλή τιμή και γεωγραφική εγγύτητα».