Ο πρωτογενής τομέας παγκοσμίως βρίσκεται σε ένα σημείο καμπής, καθώς οι πιέσεις για πράσινη βιωσιμότητα αυξάνονται, λόγω σημαντικών γεωπολιτικών, οικονομικών και περιβαλλοντικών προκλήσεων με τις οποίες βρίσκεται αντιμέτωπος. Η ενσωμάτωση ψηφιακών τεχνολογιών μπορεί να συμβάλει καταλυτικά στην επίτευξη βιώσιμης ανάπτυξης και στην αντιμετώπιση των προκλήσεων αυτών.
Το μέλλον του αγροτικού τομέα «διέρχεται» υποχρεωτικά μέσα από τον ψηφιακό μετασχηματισμό. Παρότι ως κλάδος σήμερα είναι λιγότερο ώριμος από άλλους, ο ψηφιακός μετασχηματισμός μπορεί να έχει σημαντική επίδραση στη μελλοντική πορεία του. Η Deloitte κατατάσσει τον κλάδο στην κατηγορία «Long Fuse / Big Bang» – υποδηλώνοντας ότι οι αλλαγές πραγματοποιούνται με αργό ρυθμό αλλά όταν συμβούν δύνανται να έχουν πολύ σημαντικό αντίκτυπο στον τρόπο λειτουργίας του. Η έκφραση «Long Fuse» αναφέρεται σε μια παρατεταμένη περίοδο σταδιακών αλλαγών ή προετοιμασίας, ενώ το «Big Bang» υποδηλώνει μια ξαφνική και ριζική μεταμόρφωση.
Παρά τη χαμηλότερη ωριμότητα, ο κλάδος έχει κάνει σημαντικά βήματα, όπως φαίνεται από κάποια στοιχεία. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι ο κύκλος εργασιών του κλάδου AgriTech (υποκλάδος των Τεχνολογιών Πληροφορικής και Επικοινωνιών – ΤΠΕ που ασχολείται με την εφαρμογή τεχνολογιών για τη βελτίωση και την καινοτομία στον αγροτικό τομέα) υπολογίζεται ότι το 2024 άγγιξε τα €18δισ. με ένα σύνθετο ετήσιο ρυθμό αύξησης 19% το διάστημα 2020-2024. Παράλληλα η υιοθέτηση του διαδικτύου των πραγμάτων (Internet of Things – ΙοΤ) επιταχύνεται – καθώς σύμφωνα με την Deloitte, υπολογίζεται ότι τα εγκατεστημένα σημεία IoT για σκοπούς γεωργίας ακριβείας, διαχείρισης ζωικού κεφαλαίου αλλά και παρακολούθησης γεωργικών μηχανημάτων αναμένεται να φτάσουν παγκοσμίως τα ~380 εκατομμύρια το 2026, από τα 200 εκατομμύρια σημεία το 2022.
Τεχνολογικές λύσεις που αποκτούν ολοένα και περισσότερη σημασία περιλαμβάνουν, πέραν της χρήσης αισθητήρων ΙοΤ και τις δορυφορικές εικόνες και drones για την αποτελεσματικότερη διαχείριση καλλιεργειών και την πρόβλεψη μετεωρολογικών κινδύνων και ακραίων φαινομένων, την αξιοποίηση της τεχνητής νοημοσύνης και της υπολογιστικής όρασης για την ανίχνευση ασθενειών ή την αφαίρεση παρασίτων με σχεδόν «χειρουργική ακρίβεια» – ελαχιστοποιώντας τη χρήση χημικών, τη χρήση επαυξημένης πραγματικότητας για την εκπαίδευση αγροτών σε πλατφόρμες αγροτικής συμβουλευτικής μέχρι και την επιστράτευση ρομποτικών συστημάτων που συμμετέχουν στη συγκομιδή οπωροκηπευτικών.
Κρίσιμα για το μέλλον του κλάδου είναι και τα συστήματα κλειστής ελεγχόμενης καλλιέργειας (π.χ. η κάθετη καλλιέργεια), ιδανικά για βότανα και οπωροκηπευτικά, τα οποία επιτρέπουν την ακριβή διαχείριση περιβαλλοντικών παραμέτρων, όπως η θερμοκρασία, η υγρασία, το φως και τα θρεπτικά συστατικά, για τη βελτιστοποίηση της ανάπτυξης των φυτών. Συμπερασματικά, οι ψηφιακές τεχνολογίες μπορούν να βοηθήσουν τους αγρότες στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής αλλά μπορούν να καταστήσουν και την ίδια τη γεωργική καλλιέργεια πιο βιώσιμη – ιδιαίτερα σημαντικό, αφού παγκοσμίως τα αγροδιατροφικά συστήματα ευθύνονται για το 1/3 των ανθρωπογενών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα και οι απολήψεις για άρδευση υπερβαίνουν το 69% των υδάτινων πόρων γλυκού νερού.
Οι νέες τεχνολογίες, οι οποίες δρουν καταλυτικά και για τον πράσινο μετασχηματισμό του πρωτογενούς τομέα, μπορούν ταυτόχρονα να αποτελέσουν και ένα έναυσμα για την προσέλκυση νέων και την ενασχόλησή τους με τον κλάδο. Είναι δε εξαιρετικά σημαντικό να προσελκύονται νέοι στο επάγγελμα, καθώς η αναλογία αγροτών ανά 1.000 κατοίκους στην Ευρωπαϊκή Ένωση αναμένεται να μειωθεί από 23 το 2016 σε μόλις 8 το 2040.
Επιπλέον στη χώρα μας μόλις το 6% των υπεύθυνων γεωργικών εκμεταλλεύσεων διαθέτει βασική κατάρτιση, σε σχέση με το 94% των διαχειριστών που δεν διαθέτουν κανενός είδους εκπαίδευση, παρά μόνο πρακτική εμπειρία, ενώ σχεδόν το 65% των διαχειριστών αγροτικών μονάδων είναι τουλάχιστον 55 ετών. Συνεπώς ο κλάδος χαρακτηρίζεται από μειούμενο αριθμό αγροτών, λίγοι εκ των οποίων διαθέτουν βασική γεωργική εκπαίδευση, και από έναν γηρασκόμενο πληθυσμό στους επαγγελματίες του χώρου που θα πρέπει να αναπληρωθεί τα επόμενα χρόνια.
Σημαντικό ρόλο σε όλα τα παραπάνω έχει να διαδραματίσει η επαγγελματική κατάρτιση. Η πρακτική εκπαίδευση γύρω από κλειστού τύπου καλλιέργειες με μηδενικό ενεργειακό αποτύπωμα, ειδικότερα για την αντιμετώπιση των προκλήσεων της κλιματικής αλλαγής, τις οποίες η περιοχή της Μεσογείου και η Ελλάδα θα κληθεί να αντιμετωπίσει πιο νωρίς από άλλες περιοχές της Ευρώπης, οφείλει να είναι προτεραιότητα. Επίσης, έμφαση θα πρέπει να δίνεται στην προώθηση των προϊόντων της μεσογειακής διατροφής, που θεωρείται από τις καλύτερες παγκοσμίως, προσδίδοντας ανταγωνιστικό πλεονέκτημα στα ελληνικά γεωργικά προϊόντα.
Εν κατακλείδι, η ενίσχυση ιδιαίτερα της επαγγελματικής κατάρτισης στον ψηφιακό και πράσινο μετασχηματισμό είναι κρίσιμη για τη βιώσιμη ανάπτυξη του πρωτογενή τομέα στην Ελλάδα, εξασφαλίζοντας την ικανότητα των αγροτών να ανταποκριθούν στις τεχνολογικές και περιβαλλοντικές προκλήσεις του μέλλοντος.
*Η Έρη Νίκα είναι Principal στο Τμήμα Strategy & Transactions της Deloitte Ελλάδος