Τρία είναι τα «αγκάθια» που «βλέπει» η Κομισιόν στην ελληνική οικονομία. Σύμφωνα με τα όσα αναφέρονται στις εαρινές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής τόσο ο πληθωρισμός στη χώρα μας όσο και το τεράστιο έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών αποτελούν πηγές κινδύνου.
Αναφορικά με τον πληθωρισμό, οι προβλέψεις της Κομισιόν είναι αρνητικές καθώς ο η αύξηση του δείκτη τιμών καταναλωτή αναμένεται να είναι κοντά στο 3% φέτος και όχι στο 2% που έχει θέσει ως στόχο για όλες της χώρες της ευρωζώνης το 2%. Όπως δείχνουν τα στοιχεία της ΕΕ, η πτώση του αναχαιτίστηκε από την αύξηση των τιμών των υπηρεσιών και του ηλεκτρισμού, ενώ σύμφωνα με την Κομισιόν θα ασκήσουν ανοδικές πιέσεις και οι μισθοί στο απώτερο μέλλον. Ο πληθωρισμός προβλέπεται στο 2,8% το 2025 και αναμένεται να είναι ο έκτος υψηλότερος στην ΕΕ. Για το 2026 προβλέπεται και πάλι πάνω από το 2% και συγκεκριμένα στο 2,3%. Παράλληλα, ο δομικός, εξαιρουμένων των τροφίμων και της ενέργειας, θα είναι υψηλότερος, στο 3,5% το 2025 και στο 2,6% το 2026.
Η Ελλάδα αναμένεται να παρουσιάσει το μεγαλύτερο έλλειμμα ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών στην ΕΕ
Το έλλειμμα στο ισοζύγιο
Από εκεί και πέρα, η Ελλάδα αναμένεται να παρουσιάσει το μεγαλύτερο έλλειμμα ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών στην ΕΕ, 8,2% του ΑΕΠ της φέτος (και 7,9% το 2026), σύμφωνα με την πρόβλεψη της Κομισιόν, ενώ κατά μέσον όρο η ΕΕ αναμένεται να εμφανίσει πλεόνασμα 2,5% και η Ευρωζώνη 3% του ΑΕΠ της. Υπενθυμίζεται ότι και η πρόσφατη έκθεση του ΔΝΤ προέβλεπε ότι η Ελλάδα θα συνεχίζει να αντιμετωπίζει υψηλό έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών που θα είναι πάνω από 6% του ΑΕΠ σε μέσα επίπεδα, λόγω και της υψηλής αύξησης των επενδύσεων. Συγκεκριμένα, το ΔΝΤ προβλέπει ότι το έλλειμμα τρεχουσών από το 6,9% του ΑΕΠ που θα μειωθεί φέτος στο 6,5% του ΑΕΠ και θα υποχωρήσει στο 5,9% του ΑΕΠ το 2026. Σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα, σύμφωνα με το Ταμείο, το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών θα παραμείνει θετικό στην περιοχή του 3,5% του ΑΕΠ μέχρι η ελληνική οικονομία να κλείσει το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας με τον μέσο όρο της ΕΕ.
Η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα με αρνητική αποταμίευση νοικοκυριών
Αρνητική αποταμίευση
Επιστρέφοντας στη χθεσινή έκθεση της Κομισιόν, αξίζει να σημειωθεί πως η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα με αρνητική αποταμίευση νοικοκυριών, -2,5% φέτος (-2,5% και το 2024) και -1,8% το 2026. Σε αρνητικά επίπεδα συνεχίζει να ανέρχεται η αποταμίευση των νοικοκυριών, που ορίζεται ως η ακαθάριστη αποταμίευση προς το ακαθάριστο διαθέσιμο εισόδημα. Σύμφωνα με τα πλέον πρόσφατα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, διαμορφώθηκε συγκεκριμένα στο -4,1% το τέταρτο τρίμηνο του 2024 έναντι -1,1% το τέταρτο τρίμηνο του 2023.
Αξίζει να σημειωθεί ότι πρόσφατη ανάλυση της Eurobank για τα αντίστοιχα στοιχεία του τρίτου τριμήνου του 2024 διαπίστωνε ότι η αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος που παρατηρείται στα ελληνικά νοικοκυριά -κατά κύριο λόγο εξαιτίας της αύξησης των μισθών- διοχετεύεται στην κατανάλωση και όχι στην αποταμίευση, εξού και ο ρυθμός παραμένει αρνητικός.
Οπως σημείωνε η σχετική ανάλυση, η αρνητική αποταμίευση του θεσμικού τομέα των νοικοκυριών στην Ελλάδα αποτελεί ένα δομικό πρόβλημα της οικονομίας εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Εξαίρεση αποτέλεσε η περίοδος της πανδημίας, ωστόσο τότε η θετική αποταμιευτική ροή ήταν περισσότερο ακούσια λόγω των lockdowns παρά εκούσια. Η αρνητική αποταμίευση των νοικοκυριών στερεί πόρους για την εγχώρια χρηματοδότηση των επενδύσεων με αποτέλεσμα η οικονομία να προσφεύγει εν μέρει στον εξωτερικό δανεισμό, τόνιζε στην έκθεση.
Γιατί παραμένουμε πάνω από την ευρωζώνη στον πληθωρισμό
Όπως προκύπτει ο πληθωρισμός στη χώρα μας παραμένει πάνω από τον μέσο όρο της ευρωζώνης εδώ και αρκετούς μήνες. Σύμφωνα με τα επιμέρους στοιχεία της Eurostat για τον Απρίλιο, οι τιμές των υπηρεσιών κατέγραψαν μεγάλη αύξηση σε σχέση με πέρυσι με τον σχετικό δείκτη για την χώρα μας να διαμορφώνεται στο 5,2% παραμένοντας σταθερός σε σχέση με τον Μάρτιο.
Την ίδια στιγμή, στην Ευρωζώνη οι τιμές των υπηρεσιών αυξήθηκαν κατά 3,9% σε σχέση με πέρυσι.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα ο δομικός πληθωρισμός (χωρίς τις ευμετάβλητες τιμές ενέργειας και τροφίμων) να διαμορφωθεί στη χώρα μας στο 3,3% από 3,4% που ήταν τον Μάρτιο, όταν στην Ευρωζώνη ο δομικός πληθωρισμός διαμορφώθηκε στο 2,7%. Συνεπώς και σε αυτό το πεδίο η Ελλάδα βρίσκεται σε χειρότερη θέση, ενώ η ακρίβεια έχει απλωθεί σε όλο το μήκος και το πλάτος της οικονομικής δραστηριότητας στην Ελλάδα.
Από εκεί και πέρα, οι τιμές των μη ενεργειακών βιομηχανικών αγαθών αυξήθηκαν κατά 0,3% σε ετήσια βάση στην Ελλάδα από αύξηση 0,8% που είχε σημειωθεί τον Μάρτιο ,ενώ η εικόνα ήταν χειρότερη στην Ευρωζώνη, με τις τιμές των μη ενεργειακών βιομηχανικών αγαθών να αυξάνονται κατά 0,6%.
Παράλληλα, αξίζει να σημειωθεί ότι ανασχετικά λειτούργησε η μείωση των τιμών ενέργειας που σημειώθηκε τον προηγούμενο μήνα με τον σχετικό δείκτη να υποχωρεί κατά 4,7% σε ετήσιο επίπεδο.
Η Ελλάδα, στους πίνακες της Εurostat, όπως τους παρουσιάζει η ΤτΕ (σε πρόσφατο σημείωμά της) έχει τον ένατο υψηλότερο πληθωρισμό ανάμεσα στις 20 χώρες της Ευρωζώνης. Οι τιμές στη χώρα μας αυξάνονται με ταχύτερο ρυθμό από ό,τι στη Μάλτα, τη Σλοβενία, τη Γερμανία και την Ισπανία (χώρες με πληθωρισμό πάνω από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης), την Ιταλία, την Πορτογαλία, τη Φινλανδία, την Ιρλανδία, το Λουξεμβούργο, την Κύπρο και τη Γαλλία (χώρες με πληθωρισμό κάτω από τον μέσο όρο).
Ακόμη, ο εναρμονισμένος πληθωρισμός «τροφίμων, καπνού και αλκοόλ» διαμορφώθηκε στο 2% τον Απρίλιο από 2,1% τον Μάρτιο. Στην Ευρωζώνη ο πληθωρισμός τροφίμων διαμορφώθηκε στο 3% από 2,9% τον προηγούμενο μήνα. Ουσιαστικά, συνεχίζονται οι ανατιμήσεις και σε αυτόν τον τομέα που «χτυπάει» πολύ περισσότερο τα φτωχότερα νοικοκυριά.