Η συγκυρία για την Ελλάδα είναι ευνοϊκή, αλλά απαιτεί σταθερή προσήλωση στις μεταρρυθμίσεις και στο νέο παραγωγικό πρότυπο. Αυτό επισήμανε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας μιλώντας στην εκδήλωση που διοργάνωσε η Grant Thornton στη Θεσσαλονίκη, με θέμα: “Thessaloniki 2030: the Future of Business, Innovation & Investment in Northern Greece”.
Ο διοικητής της ΤτΕ πρόσθεσε πάντως, ότι η μετάβαση προς μια οικονομία βασισμένη στην καινοτομία, την τεχνολογία και την πράσινη ανάπτυξη δεν αφορά μόνο την ανταγωνιστικότητα, αλλά και την κοινωνική συνοχή και τη δίκαιη ανάπτυξη. Οπως είπε χαρακτηριστικά «η συνέχιση των μεταρρυθμίσεων και η έμπρακτη στήριξη της καινοτόμου επιχειρηματικότητας μπορούν να μετατρέψουν τη δυναμική ανάκαμψη σε μακροχρόνια πρόοδο με ουσιαστικά οφέλη για τις επόμενες γενιές.»
»Η παρούσα συγκυρία χαρακτηρίζεται από αυξημένες γεωοικονομικές προκλήσεις, αλλά και σημαντικά περιθώρια μετασχηματισμού. Η ικανότητά μας να ενισχύσουμε την ανθεκτικότητα της οικονομίας, να επιταχύνουμε την προσέλκυση επενδύσεων και να διαμορφώσουμε ένα πιο βιώσιμο και παραγωγικό αναπτυξιακό υπόδειγμα θα καθορίσει τη θέση της χώρας – και ιδιαίτερα της Βόρειας Ελλάδας – στον ευρωπαϊκό και διεθνή οικονομικό χάρτη την επόμενη δεκαετία.
Τόνισε ακόμα πως «οι παγκόσμιες γεωοικονομικές εντάσεις αυξάνουν την αβεβαιότητα και επηρεάζουν αρνητικά το επενδυτικό κλίμα. Η εμπιστοσύνη των επενδυτών παραμένει εύθραυστη, ενώ η αβεβαιότητα για τη διάρκεια και την ένταση των μέτρων προστατευτισμού δυσχεραίνει τη λήψη επενδυτικών αποφάσεων και αυξάνει τη μεταβλητότητα στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Αν και η προσωρινή αποκλιμάκωση των εντάσεων μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας κινείται σε θετική κατεύθυνση, η γενική εικόνα εξακολουθεί να είναι εξαιρετικά ρευστή, με την απειλή να επικρέμεται για δασμούς 50% σε ευρωπαϊκά προϊόντα. Οι κίνδυνοι ενός παρατεταμένου εμπορικού πολέμου διατηρούνται σε υψηλά επίπεδα, δυσχεραίνοντας τον σχεδιασμό οικονομικής πολιτικής σε παγκόσμια κλίμακα.
Οι κίνδυνοι για την ευρωζώνη
»Η ευρωπαϊκή οικονομία επιδεικνύει σχετική ανθεκτικότητα, ωστόσο η ανάπτυξη παραμένει υποτονική και οι προοπτικές υπόκεινται σε καθοδικούς κινδύνους. Σύμφωνα με τις εαρινές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η ανάπτυξη της ευρωζώνης εκτιμάται στο 0,9% το 2025, με σταδιακή επιτάχυνση στο 1,4% το 2026 – επίπεδα χαμηλότερα του δυνητικού ρυθμού. Η αποκλιμάκωση του πληθωρισμού συνεχίζεται, υποβοηθούμενη εν μέρει από τη μείωση των τιμών της ενέργειας, την αύξηση του ανταγωνισμού στις αγορές αγαθών λόγω εκτροπής του εμπορίου, και την ανατίμηση του ευρώ.
Παραμένει όμως σημαντικό το επενδυτικό κενό στην Ελλάδα σε σχέση με την ευρωζώνη, αφού, παρά την έντονη αύξησή τους, οι επενδύσεις στην Ελλάδα το 2025 αναμένεται να ανέλθουν κοντά στο 16% του ΑΕΠ έναντι περίπου 21% στην ευρωζώνη.
Παρ’ όλα αυτά, οι καθοδικοί κίνδυνοι για την ευρωζώνη είναι πολλαπλοί και σύνθετοι. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται: (1) η επιβολή υψηλών δασμών, (2) οι παρατεταμένες γεωπολιτικές εντάσεις, (3) η επιβράδυνση του διεθνούς εμπορίου και (4) οι μακροχρόνιες διαρθρωτικές αδυναμίες, όπως η χαμηλή άνοδος της παραγωγικότητας, η μειωμένη ανταγωνιστικότητα και οι δημογραφικές προκλήσεις.
Η ελληνική οικονομία
»Μέσα σε αυτό το διεθνές οικονομικό περιβάλλον, η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να επιδεικνύει ισχυρή ανθεκτικότητα και να καταγράφει θετικές επιδόσεις. Το 2024 καταγράφηκε ρυθμός ανάπτυξης 2,3%, αισθητά υψηλότερος από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Η ανάπτυξη προβλέπεται να συνεχιστεί το 2025, παρά την ενίσχυση της αβεβαιότητας, με κινητήριες δυνάμεις την ιδιωτική κατανάλωση και τις επενδύσεις.
Οι επενδύσεις αυξάνονται σταθερά και συμβάλλουν ουσιαστικά στην οικονομική ανάκαμψη. Η συμβολή τους στον ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης υπερβαίνει κατά πολύ το μέσο όρο της ευρωζώνης, φθάνοντας μεταπανδημικά κατά μέσο όρο τις 1,6 ποσοστιαίες μονάδες, έναντι μόλις 0,3 στην ευρωζώνη.
Παραμένει όμως σημαντικό το επενδυτικό κενό στην Ελλάδα σε σχέση με την ευρωζώνη, αφού, παρά την έντονη αύξησή τους, οι επενδύσεις στην Ελλάδα το 2025 αναμένεται να ανέλθουν κοντά στο 16% του ΑΕΠ έναντι περίπου 21% στην ευρωζώνη.
Ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, σημείωσε ότι «κρίσιμοι παράγοντες που συνέβαλαν στην άνοδο των επενδύσεων την τελευταία πενταετία είναι η αποκατάσταση της δημοσιονομικής ισορροπίας, η υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων και η συνακόλουθη ενίσχυση της εμπιστοσύνης. Ιδιαίτερα θετικά στη βελτίωση του επενδυτικού κλίματος επέδρασε η ανάκτηση πιστοληπτικής αξιολόγησης στην επενδυτική κατηγορία για τα ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου το 2023.
Παράλληλα, η αποτελεσματική εποπτεία του τραπεζικού συστήματος, η μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων και η ενίσχυση της κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών επέτρεψαν στα πιστωτικά ιδρύματα να χρηματοδοτούν πιο ενεργά την οικονομία, εδραιώνοντας τη θετική πορεία των επενδύσεων. Πράγματι, στη διάρκεια του 2024 και στις αρχές του 2025 η τραπεζική χρηματοδότηση των επιχειρήσεων ενισχύθηκε σημαντικά και το κόστος δανεισμού υποχώρησε.
Αναβαθμίσεις
»Οι ισχυρές επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας αποτυπώθηκαν στις συνεχείς αναβαθμίσεις από τους διεθνείς οίκους πιστοληπτικής αξιολόγησης.
Στη διάρκεια του 2024 και στις αρχές του 2025 καταγράφηκαν νέες αναβαθμίσεις της πιστοληπτικής ικανότητας του Ελληνικού Δημοσίου από μεγάλους οίκους, όπως οι Moody’s και Standard & Poor’s, οι οποίες μεταδόθηκαν και στις αξιολογήσεις των ελληνικών τραπεζών, ενδυναμώνοντας περαιτέρω το κλίμα εμπιστοσύνης προς τον εγχώριο χρηματοπιστωτικό τομέα. Αυτό συνέβαλε σε σημαντικές εισροές επενδυτικών κεφαλαίων σε μετοχές και ομόλογα.
Όσον αφορά τα τραπεζικά ιδρύματα, τα θεμελιώδη μεγέθη τους συνέχισαν να βελτιώνονται το 2024. Η κερδοφορία των τραπεζών αυξήθηκε, οι δείκτες ρευστότητας παρέμειναν ισχυροί και η κεφαλαιακή επάρκεια και η ποιότητα του δανειακού χαρτοφυλακίου κατέγραψαν σημαντική βελτίωση.
Η δε αναδιάρθρωση των λιγότερο σημαντικών τραπεζών συνέβαλε ουσιαστικά στην ενίσχυση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας.
Η Βόρεια Ελλάδα
Η Βόρεια Ελλάδα αποτελεί κρίσιμο πυλώνα της εθνικής οικονομίας, συνεισφέροντας πάνω από το 1/5 του ΑΕΠ της χώρας. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Eurostat για το 2023, οι περιφέρειες της Βόρειας Ελλάδας παρήγαγαν το 21,3% του ελληνικού ΑΕΠ.
Ξεχωρίζει η Κεντρική Μακεδονία, η οποία συνεισέφερε το 13,8% του ΑΕΠ και είναι η Περιφέρεια με το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό μετά την Αττική. Αν και ο ρυθμός αύξησης της προστιθέμενης αξίας ήταν οριακά χαμηλότερος από τον εθνικό μέσο όρο,3 κάποιες περιφέρειες, όπως η Δυτική Μακεδονία και η Ήπειρος, σημείωσαν αναπτυξιακές επιδόσεις άνω του 3%.
Η Βόρεια Ελλάδα παρουσιάζει σημαντική επιχειρηματική κινητικότητα, με υψηλή συγκέντρωση νέων επιχειρήσεων. Την περίοδο 2021-24, το 24,5% των νέων επιχειρήσεων που ιδρύθηκαν στη χώρα εδρεύει στη Βόρεια Ελλάδα – το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό μετά την Αττική (38,9%). Στον τομέα της μεταποίησης, η περιοχή συγκεντρώνει το 26,3% των νέων επιχειρήσεων (έναντι 40,2% στην Αττική), στοιχείο που αναδεικνύει την παραγωγική δυναμική της περιφέρειας.
Προτάσεις πολιτικής
»Η ενίσχυση της εξωστρέφειας των επιχειρήσεων της Βόρειας Ελλάδας αποτελεί κρίσιμο μοχλό για την τόνωση της επενδυτικής και αναπτυξιακής δυναμικής της περιοχής. Η γεωγραφική εγγύτητα με τις αγορές της Νοτιοανατολικής Ευρώπης δημιουργεί ευνοϊκές συνθήκες για την ανάπτυξη διεθνώς εμπορεύσιμων προϊόντων και την ένταξή τους σε διεθνείς αλυσίδες αξίας.
Έμφαση θα πρέπει να δοθεί σε κλάδους με υψηλή προστιθέμενη αξία και εξαγωγικό προσανατολισμό – όπως ο αγροδιατροφικός τομέας, τα δομικά υλικά, η υγεία, οι ψηφιακές και πράσινες τεχνολογίες και η κυκλική οικονομία – μέσω στοχευμένων κινήτρων, στρατηγικών συνεργασιών και προσέλκυσης άμεσων ξένων επενδύσεων, οι οποίες θα προσθέσουν τεχνογνωσία και θα προσφέρουν τη δυνατότητα εισόδου σε νέες αγορές. Επιπλέον, φορολογικά κίνητρα προς τις επιχειρήσεις μπορούν να διευκολύνουν την ένταξή τους σε συστάδες αλυσίδων προστιθέμενης αξίας, ενισχύοντας τη δικτύωση και τη συνεργασία με άλλους παραγωγικούς φορείς.
Η μετάβαση της ελληνικής οικονομίας σε ένα υπόδειγμα μέσης και υψηλής τεχνολογικής έντασης είναι απαραίτητη για τη διατηρήσιμη αύξηση των εξαγωγών, την υποκατάσταση εισαγωγών και τη μείωση του διαχρονικά υψηλού ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών.
Η αναβάθμιση των υποδομών και των τεχνολογικών δυνατοτήτων είναι απαραίτητη για τη βελτίωση της περιφερειακής ανταγωνιστικότητας. Η Βόρεια Ελλάδα χρειάζεται επενδύσεις σε δίκτυα τηλεπικοινωνιών και πληροφορικής, μεταφορές (οδικοί άξονες, λιμάνια), χωροταξικό σχεδιασμό, ενέργεια και logistics, ώστε να καταστεί κόμβος εμπορίου και καινοτομίας.
Ενέργεια και φορολογία
Ο περιορισμός του ενεργειακού κόστους και η μετάβαση στην πράσινη οικονομία είναι καθοριστικοί παράγοντες για την ανταγωνιστικότητα, ιδίως σε ενεργοβόρους κλάδους. Απαιτούνται παρεμβάσεις όπως η ενίσχυση των ενεργειακών διασυνδέσεων με γειτονικές χώρες, η αύξηση της χωρητικότητας των δικτύων ενέργειας, η αποτελεσματικότερη λειτουργία της αγοράς ενέργειας η αναθεώρηση των ρυθμιζόμενων χρεώσεων και της υψηλής φορολογίας.
Παράλληλα, η αξιοποίηση επιδοτήσεων για πράσινες επενδύσεις και η εφαρμογή μοντέλων κυκλικής οικονομίας δημιουργούν νέες ευκαιρίες για καινοτόμα και περιβαλλοντικά βιώσιμα προϊόντα. Η πλήρης αξιοποίηση αυτών των δυνατοτήτων προϋποθέτει ισχυρό θεσμικό πλαίσιο, ανάπτυξη αγορών για πράσινα προϊόντα και στήριξη της βιομηχανικής καινοτομίας.
Η ενίσχυση της χρηματοδότησης για μικρομεσαίες και νεοφυείς επιχειρήσεις είναι κρίσιμη για την ενίσχυση της επενδυτικής δυναμικής στη Βόρεια Ελλάδα. Η εξάρτηση από ίδια κεφάλαια περιορίζει την κλίμακα και τον αντίκτυπο των επενδύσεων, ιδίως σε καινοτόμους τομείς. Η αξιοποίηση των κεφαλαιαγορών, η λειτουργική ενεργοποίηση του Ταμείου Μικροπιστώσεων και η προώθηση εναλλακτικών μορφών χρηματοδότησης μπορούν να διευρύνουν τις επιλογές και να ενισχύσουν τη βιωσιμότητα των επενδυτικών σχεδίων.
Η μετάβαση της ελληνικής οικονομίας σε ένα υπόδειγμα μέσης και υψηλής τεχνολογικής έντασης είναι απαραίτητη για τη διατηρήσιμη αύξηση των εξαγωγών, την υποκατάσταση εισαγωγών και τη μείωση του διαχρονικά υψηλού ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών.
Παρά την άνοδο των εξαγωγών υψηλής τεχνολογίας στο 5% του συνόλου το 2022, το ποσοστό αυτό υπολείπεται σημαντικά του ευρωπαϊκού μέσου όρου (17,3%), ενώ η σχετική ένταση γνώσης του ελληνικού εμπορίου παραμένει η χαμηλότερη στην ΕΕ.12
Η επιτάχυνση του ψηφιακού εκσυγχρονισμού των επιχειρήσεων απαιτεί συνδυασμένες παρεμβάσεις: (1) επενδύσεις πάγιου κεφαλαίου, (2) νέες πρακτικές λειτουργίας των επιχειρήσεων, (2) φορολογικά κίνητρα για Έρευνα & Ανάπτυξη, (3) ενίσχυση των δεξιοτήτων του ανθρώπινου δυναμικού, καθώς και (4) ριζική αναμόρφωση του εκπαιδευτικού συστήματος με έμφαση στην τεχνική κατάρτιση και τη διά βίου μάθηση, ώστε να ανταποκρίνεται στις ανάγκες της αγοράς εργασίας.13
Μείωση της γραφειοκρατίας
Η προσέλκυση παραγωγικών επενδύσεων προϋποθέτει τη δημιουργία ενός σταθερού και φιλικού επιχειρηματικού περιβάλλοντος. Κρίσιμες παρεμβάσεις περιλαμβάνουν τη μείωση της γραφειοκρατίας μέσω της ψηφιοποίησης των δημόσιων υπηρεσιών, την απλοποίηση διαδικασιών με υψηλό διοικητικό κόστος και την ταχύτερη απονομή δικαιοσύνης.
Παράλληλα, η αντιμετώπιση της πολυνομίας και η ενίσχυση της αποτελεσματικότητας των θεσμών θα περιορίσουν την αβεβαιότητα και θα διασφαλίσουν την προστασία των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας και την εκτέλεση συμβάσεων.
Οι επιχειρήσεις της Βορείου Ελλάδος, επωφελούμενες από τη στρατηγική τους θέση ως πύλη της ΕΕ προς τη Νοτιοανατολική Ευρώπη, μπορούν να συμβάλουν ουσιαστικά στην οικονομική ανάκαμψη, στην απασχόληση και στην ενίσχυση της περιφερειακής παραγωγικής βάσης.
Η σταθερότητα του φορολογικού συστήματος, η καθιέρωση επιταχυνόμενων αποσβέσεων για πάγιο εξοπλισμό και οι μεγαλύτερες εκπτώσεις φόρου για επενδύσεις σε έρευνα και ανάπτυξη μπορούν να καταστήσουν τη χώρα πιο ελκυστική για την υλοποίηση επενδύσεων στη βιομηχανία και την καινοτομία. Τέλος, απαιτείται επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων στις αγορές αγαθών και υπηρεσιών, με στόχο τη μείωση φραγμών εισόδου και την αντιμετώπιση ολιγοπωλιακών πρακτικών.
Νέο παραγωγικό πρότυπο
Ολοκληρώνοντας την ομιλία του ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος υποστήριξε ότι «Η αξιοποίηση των περιφερειακών δυνατοτήτων αποτελεί αναγκαία συνθήκη για μια βιώσιμη και χωρίς αποκλεισμούς αναπτυξιακή πορεία. Οι επιχειρήσεις της Βορείου Ελλάδος, επωφελούμενες από τη στρατηγική τους θέση ως πύλη της ΕΕ προς τη Νοτιοανατολική Ευρώπη, μπορούν να συμβάλουν ουσιαστικά στην οικονομική ανάκαμψη, στην απασχόληση και στην ενίσχυση της περιφερειακής παραγωγικής βάσης.
Ωστόσο, οι υφιστάμενες ανισότητες και διαπεριφερειακές αποκλίσεις επιμένουν, εντείνοντας τον κίνδυνο μετακίνησης ανθρώπινου δυναμικού λόγω έλλειψης ευκαιριών. Όπως υπογραμμίζεται και στην έκθεση Λέττα για την Ενιαία Αγορά, η πολιτική συνοχής της ΕΕ οφείλει να διασφαλίζει το δικαίωμα των Ευρωπαίων πολιτών να παραμένουν στον τόπο τους, ώστε η τυχόν μετεγκατάστασή τους να είναι προϊόν επιλογής και όχι εξαναγκασμού.
Η συγκυρία για την Ελλάδα είναι ευνοϊκή, αλλά απαιτεί σταθερή προσήλωση στις μεταρρυθμίσεις και στο νέο παραγωγικό πρότυπο. Η μετάβαση προς μια οικονομία βασισμένη στην καινοτομία, την τεχνολογία και την πράσινη ανάπτυξη δεν αφορά μόνο την ανταγωνιστικότητα, αλλά και την κοινωνική συνοχή και τη δίκαιη ανάπτυξη. Η συνέχιση των μεταρρυθμίσεων και η έμπρακτη στήριξη της καινοτόμου επιχειρηματικότητας μπορούν να μετατρέψουν τη δυναμική ανάκαμψη σε μακροχρόνια πρόοδο με ουσιαστικά οφέλη για τις επόμενες γενιές.