Την ίδια στιγμή που οι διοικήσεις των ελληνικών τραπεζών είναι επικεντρωμένες σε στρατηγικές διεθνοποίησης των εργασιών τους και διαφοροποίησης των πηγών εισοδήματος με μη οργανικές κινήσεις, οι ευρωπαϊκοί συστημικοί όμιλοι παρακολουθούν την πορεία τους.
Η εξυγίανση των ισολογισμών τους, η επιστροφή σε υψηλή καθαρή κερδοφορία, το story ανάπτυξης των μεγεθών τους, όπως αυτό αποτυπώθηκε και στα επιχειρησιακά πλάνα της ερχόμενης τριετίας και η επιστροφή κλάδου και χώρας στην επενδυτική βαθμίδα, έχουν καταστήσει τον εγχώριο τομέα ξανά ελκυστικό.
Στο πλαίσιο αυτό, εκτιμούν αναλυτές, θα μπορούσε να πάρει μέρος σε ένα νέο κύκλο συγκέντρωσης του κλάδου στην Ευρώπη, σε μία περίοδο που ο επόπτης είναι θετικά διακείμενος στη δημιουργία μεγαλύτερων σχημάτων μέσω συγχωνεύσεων και εξαγορών.
Με τον τρόπο αυτό η ευρωπαϊκή εποπτική αρχή εκτιμά ότι θα τεθούν οι βάσεις για την επιτάχυνση του σχεδίου της τραπεζικής ενοποίησης, που θα καταστήσει τα πιστωτικά ιδρύματα της ηπείρου ανταγωνιστικά έναντι των μεγαλύτερων σε μέγεθος αμερικανικών.
Σε ένα πολύ πιθανό λοιπόν νέο γύρο στρατηγικών κινήσεων την επόμενη διετία, οι ελληνικές τράπεζες θα μπορούσαν να αποτελέσουν στόχους εξαγορών.
Οι Ιταλοί στην Alpha Bank
Η χθεσινή ανακοίνωση περί της αύξησης του ποσοστού της UniCredit στην Alpha Bank από το 10% περίπου στην περιοχή του 20%, μετά την αποχώρηση του ολλανδικού fund Reggeborgh από το μετοχικό της κεφάλαιο, είναι ενδεικτική αυτών των προοπτικών.
Είναι ξεκάθαρο πως οι Ιταλοί θέλουν να διευρύνουν την πανευρωπαϊκά ομπρέλα που έχουν χτίσει τα τελευταία χρόνια, εξασφαλίζοντας μεγάλα ποσοστά σε υγιείς τράπεζες με βιώσιμη κερδοφορία.
Δεν θα ήταν έκπληξη λοιπόν, σύμφωνα με αναλυτές, να αυξήσουν περαιτέρω τη θέση τους στην Alpha Bank, ενός ομίλου που μέσω των τελευταίων εξαγορών ενισχύει σημαντικά το αποτύπωμά της σε Ελλάδα και Κύπρο.
Άλλωστε, έκαναν γνωστό πως θα υποβάλουν αίτημα στις εποπτικές αρχές για αύξηση του ποσοστού τους έως και το 29,9%.
Μετοχικές αλλαγές και στην Εθνική Τράπεζα θα μπορούσε να πυροδοτήσει ενδεχόμενη διάθεση του 8,4% που κατέχει το ελληνικό δημόσιο, μετά τους δύο πρώτους γύρους αποκρατικοποίησής της.
Τραπεζική πηγή σημειώνει πως ενδιαφερόμενοι για την απόκτησή του σίγουρα θα βρεθούν, εφόσον η κυβέρνηση αποφασίσει τη ρευστοποίησή του.
Fairfax και Πόλσον
Από την άλλη, στη Eurobank υπάρχει ισχυρός μέτοχος, η Fairfax, που ελέγχει το 33% του ομίλου. Η απόκτηση πλειοψηφικού πακέτου στην τράπεζα έγινε στα ταραγμένα χρόνια της περασμένης δεκαετίας.
Ωστόσο, πλέον η Eurobank καταγράφει ισχυρή κερδοφορία και διευρύνει συνεχώς την παρουσία της εκτός συνόρων, με το βλέμμα και στη Μέση Ανατολή.
Για να υπάρξει deal στην τράπεζα, θα πρέπει η Fairfax να δρομολογήσει την αποεπένδυσή της.
Στην Πειραιώς υπάρχει μεγάλη διασπορά μετοχών. Ο μεγαλύτερος μέτοχός της είναι ο Τζον Πόλσον με ποσοστό 14% πλέον, μετά το placement διάθεσης του 2,8% των μετοχών του προ τριμήνου.
Ο ίδιος έχει δηλώσει πως παραμένει μακροπρόθεσμος επενδυτής στην τράπεζα, ωστόσο τίποτα δεν μπορεί να αποκλειστεί εφόσον υπάρξει κρούση από μεγάλο όμιλο για την απόκτηση της συμμετοχής του.
Η σύγκριση με την Ευρώπη
Όπως λένε αναλυτές που παρακολουθούν τον εγχώριο κλάδο, οι βασικοί χρηματοοικονομικοί δείκτες δεν έχουν πλέον να ζηλέψουν σε τίποτα τους αντίστοιχους Ευρωπαίους ανταγωνιστές τους.
Μάλιστα, σε αρκετά σημεία καταγράφει καλύτερες επιδόσεις. Η σύγκριση με βάση τα αποτελέσματα του 2024 είναι ενδεικτική:
- Απόδοση ιδίων κεφαλαίων
Οι τέσσερις συστημικοί όμιλοι πέτυχαν το 2024 διψήφια απόδοση επί των ιδίων κεφαλαίων τους, που ξεπέρασε στις περισσότερες περιπτώσεις το 17%.
Ο μέσος ευρωπαϊκός όρος διαμορφώθηκε σε 9,54%.
- Χαμηλά κόστη
Οι ελληνικές τράπεζες έχουν επιτύχει να λειτουργούν με πολύ χαμηλά κόστη.
Συγκεκριμένα, ο δείκτης κόστος προς έσοδα κυμαίνεται στους τέσσερις συστημικούς ομίλους μεταξύ 30% και 39% έναντι μέσου όρου στη ζώνη του ευρώ στο 55%.
- Κόκκινα δάνεια
Πλέον οι δείκτες καθυστερήσεων στην Ελλάδα βρίσκονται μία ανάσα από το μέσο ευρωπαϊκό όρο.
Στο τέλος του 2024 κυμαίνονταν από 2,6% έως 3,8% με το μέσο όρο των σημαντικότερων ευρωπαϊκών τραπεζών να βρίσκεται στο 2,28%.
- Κεφαλαιακή επάρκεια
Η ισχυρή οργανική δημιουργία κεφαλαίου μετά από τρεις σερί χρήσεις με καθαρό αποτέλεσμα, αθροιστικού ύψους άνω των 11 δισ. ευρώ, έχει συμβάλει καθοριστικά στην ενίσχυση των σχετικών δεικτών.
Ο δείκτης κύριων βασικών ιδίων κεφαλαίων διαμορφώθηκε στο τέλος του 2024 στους τέσσερις συστημικούς ομίλους μεταξύ 14,7% και 18,3% έναντι 15,86% του ευρωπαϊκού μέσου όρου.
Κι αυτό παρά το γεγονός ότι οι εγχώριες τράπεζες ξεκίνησαν τη διανομή μερίσματος στους μετόχους και έχουν στην πλειονότητά τους προχωρήσει σε εξαγορές.
- Δείκτες ρευστότητας
Στο τέλος του 2024 ο δείκτης δάνεια προς καταθέσεις των συστημικών ομίλων κυμαίνονταν από 63% έως 76%, σε πολύ μεγάλη απόσταση από το μέσο όρο του 100,43% στην υπόλοιπη Ευρώπη.
Πρόκειται για ένα σημαντικό πλεονέκτημα των εγχώριων τραπεζών, καθώς τους δίνει τη δυνατότητα να επεκτείνουν με ταχείς ρυθμούς τα δανειακά τους χαρτοφυλάκια.