Η παραγωγικότητα και ένα «αντιπαράδειγμα» για τις αναπτυξιακές δυνατότητες της χώρας

Πώς μπορεί να επιτευχθεί η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας σε μια οικονομία

Η παραγωγικότητα και ένα «αντιπαράδειγμα» για τις αναπτυξιακές δυνατότητες της χώρας

Στην Ελλάδα τις δύο πρώτες δεκαετίες του 21ου αιώνα η παραγωγικότητα, ο κύριος μοχλός της οικονομικής και κοινωνικής ευημερίας, παρέμεινε καθηλωμένη, ενώ ταυτοχρόνως επιταχυνόταν η γήρανση του πληθυσμού και, το 2011, ξεκινούσε η πληθυσμιακή συρρίκνωση. Στην σχετική κατάταξη των χωρών της ΕΕ η παραγωγικότητα της εργασίας ανά ώρα στην Ελλάδα βρίσκεται σε χαμηλές θέσεις και χαρακτηρίζεται από υποπολλαπλάσιες τιμές σε σχέση με τις αντίστοιχες τιμές στα κράτη-μέλη, σε κάθε κλάδο.

Η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας σε μια οικονομία είναι δυνατόν να επιτευχθεί με δύο τρόπους. Πρώτος τρόπος είναι όταν στο εσωτερικό των οικονομικών τομέων και κλάδων διαφοροποιείται η εργασιακή διαδικασία, (συνήθως λόγω τεχνολογικής αλλαγής και νέας επένδυσης κεφαλαίου), με αποτέλεσμα να αυξάνεται το προϊόν, (η «εκροή»), ανά εργαζόμενο, ή ανά μονάδα χρόνου. Στην περίπτωση αυτή μπορούμε να πούμε πως υπάρχει αλλαγή της «συνάρτησης παραγωγής» του κλάδου. Δεύτερος τρόπος με τον οποίο συμβαίνει να αυξηθεί η μέση παραγωγικότητα της οικονομίας είναι όταν μετακινείται εργατικό δυναμικό, και κεφάλαιο, από κλάδους χαμηλής παραγωγικότητας σε κλάδους υψηλότερης παραγωγικότητας. Αυτός είναι ένας τρόπος «διαρθρωτικού μετασχηματισμού» της οικονομίας ο οποίος δεν προϋποθέτει απαραιτήτως την αλλαγή της «συνάρτησης παραγωγής» στους κλάδους που ενισχύθηκαν με νέο κεφάλαιο και εργατικό δυναμικό. Έστω και αν η μέση παραγωγικότητα ανά εργαζόμενο στον συγκεκριμένο κλάδο που ενισχύθηκε ποσοτικά μείνει σταθερή, η μέση παραγωγικότητα ανά εργαζόμενο, στο σύνολο της οικονομίας θα επηρεαστεί θετικά, δοθέντος ότι ο αριθμός των εργαζομένων με υψηλότερη παραγωγικότητα έχει αυξηθεί, ενώ, αντίστοιχα, εκείνων με χαμηλότερη παραγωγικότητα έχει μειωθεί.

Στην πραγματικότητα, στις πλείστες των περιπτώσεων, η οικονομική μεγέθυνση προκαλείται και από τις δύο διαδικασίες. Άλλοτε, όμως, είναι κυρίαρχη η πρώτη εξ αυτών, (δηλαδή ο μηχανισμός της «δημιουργικής καταστροφής» λειτουργεί κυρίως ενδοκλαδικά, στους αναπτυσσόμενους τομείς, αλλάζοντας την συνάρτηση παραγωγής), και άλλοτε είναι κυρίαρχη η δεύτερη, (δηλαδή ο μηχανισμός της «δημιουργικής καταστροφής»δρα διακλαδικά, αλλάζοντας την σχέση μεταξύ των μερών της οικονομίας, έστω και αν οι επιμέρους «συναρτήσεις παραγωγής»δεν αλλάζουν ή οι αλλαγές τους δεν είναι ο βασικός κινητήριος μηχανισμός των μετασχηματισμών).

Από την άποψη της οικονομικής πολιτικής η εν λόγω διαφοροποίηση όσον αφορά τις δύο, -κατ’ αρχήν θεωρητικά διακριτές-  ατραπούς ανάπτυξης, έχει πολύ μεγάλη σημασία, η οποία συνίσταται στο εξής: η πρώτη διαδικασία, (ενδοκλαδική αλλαγή της «συνάρτησης παραγωγής» με συνεπαγόμενη αύξηση της μέσης παραγωγικότητας), είναι η πιό δύσκολη να επιτευχθεί, δεδομένου ότι απαιτεί την ύπαρξη υψηλού επιπέδου «ανθρωπίνου κεφαλαίου» το οποίο είναι αυτό που δημιουργεί δυνατότητα παραγωγής τεχνολογικής καινοτομίας.

Αντίθετα, είναι πιό εύκολο να αναπτυχθεί μία οικονομία μέσα από την δεύτερη διαδικασία, της «διαρθρωτικής αλλαγής», όταν δηλαδή, η εργασία και οι άλλοι πόροι μετακινούνται από τους λιγότερο παραγωγικούς στους περισσότερο παραγωγικούς κλάδους και τομείς. Σε αυτήν την περίπτωση η μέση παραγωγικότητα της εργασίας, στο σύνολο της οικονομίας  αυξάνεται ακόμη και αν δεν υπάρχει αύξηση της παραγωγικότητας εντός των τομέων και κλάδων. Δηλαδή μπορεί να υπάρχει ανάπτυξη χωρίς η χώρα να αναβαθμισθεί όσον αφορά τις δυνατότητές της στην τεχνολογική καινοτομία, και στην διεθνή ιεραρχία γνώσης και εφαρμοσμένης επιστήμης, όπως αυτή η ιεραρχία διαμορφώνεται ένθεν του νοητού «τεχνολογικού συνόρου» της παγκόσμιας οικονομίας.

Η διεθνής εμπειρία δείχνει πως, σε μεγάλο βαθμό, οι αναπτυγμένες οικονομίες μεγενθύνονται μέσα κυρίως από την πρώτη διαδικασία, δηλαδή την «προώθηση» του «τεχνολογικού συνόρου» της παραγωγής, και αυτό διότι, εκτός των άλλων, δεν υπάρχουν πολλά περιθώρια για «διαρθρωτικούς μετασχηματισμούς», δηλαδή για την επίτευξη μίας «άκοπης» ανάπτυξης με την μεταφορά παραγωγικών πόρων από τις λιγότερο παραγωγικές χρήσεις στις περισσότερο παραγωγικές, δεδομένου πως η εν λόγω διαδικασία είναι κάτι που στις χώρες αυτές ολοκληρώθηκε σε προηγούμενες ιστορικές περιόδους. Αντίθετα, είναι κυρίως οι αναπτυσσόμενες χώρες που σε μεγάλο βαθμό, αναπτύσσονται μέσα από την διαδικασία του «διαθρωτικού μετασχηματισμού», δηλαδή με την μεταφορά παραγωγικών πόρων από τους λιγότερο παραγωγικούς τομείς, (όπως είναι η γεωργία) στους περισσότερο παραγωγικούς (όπως είναι η βιομηχανία).

Τα συστατικά της μεταβολής της  παραγωγικότητας στα κράτη-μέλη ΕΕ-28. Εκτίμηση της συμβολής της διαρθρωτικής αλλαγής, 2000-2019

Όταν οι οικονομίες και εν προκειμένω τα κράτη -μέλη της ΕΕ και της Ζώνης του Eυρώ, μεταξύ αυτών και η Ελλάδα, μεταβάλλουν την παραγωγικότητα τους, με ποιον τρόπο το κάνουν και πως προκύπτει το τελικό αποτέλεσμα; Την αυξάνουν, άραγε, εντός των  κλάδων  ή το κάνουν με μετακίνηση  πόρων ώστε η απασχόληση να γίνεται σε παραγωγικότερες οικονομικές δραστηριότητες; Για  να εκτιμήσουμε τα συστατικά της μεταβολής της παραγωγικότητας, για την περίοδο 2000-2019 και για δύο υποπεριόδους, (2000-2008, 2009-2019) υπολογίσαμε την μεταβολή της συνολικής παραγωγικότητας στα δύο συστατικά της: την εσωτερική μεταβολή ανά κλάδο (“within”) και  την διαρθρωτική μεταβολή στο σύνολο της οικονομίας (“structural change”).

Ο δείκτης που χρησιμοποιούμε  για την συγκριτική ανάλυση στον χρόνο και μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ και της Ζώνης του Ευρώ είναι η Παραγωγικότητα της Εργασίας ανά ώρα (υπολογισμένη με την Ακαθάριστη Προστιθέμενη Αξία (ΑΠΑ) σε σταθερές τιμές 2010).  Τα περισσότερα κράτη -μέλη της ΕΕ και της Ζώνης του Ευρώ αυξήσαν την παραγωγικότητα της εργασίας ανά ώρα στην περίοδο 2000-2019. (ΕΕ 6,35% ΕΖ 3,89%). Υπάρχουν όμως και εξαιρέσεις όπως η Ελλάδα (0,09%).  Η στασιμότητα της παραγωγικότητας της εργασίας στην Ελλάδα μεταξύ 2000 και 2019  καθιστά την χώρα αποκλίνουσα περίπτωση σε σχέση με τα περισσότερα άλλα κράτη-μέλη της ΕΕ. Τα ήδη αναπτυγμένα κράτη-μέλη αύξησαν την μέση παραγωγικότητα, περισσότερο και κυρίως, μέσω της πρώτης διαδικασίας, δηλαδή περισσότερο εντός των κλάδων και λιγότερο με μετακίνηση πόρων, (δηλαδή με διαρθρωτική αλλαγή). Η μετακίνηση πόρων, (διαρθρωτική αλλαγή), είχε  μεγαλύτερη συμβολή κυρίως στις λιγότερο αναπτυγμένες οικονομίες  των νέων κρατών-μελών (Βουλγαρία, Ρουμανία, Κροατία).

Τα περισσότερα κράτη-μέλη της ΕΕ και της Ζώνης του Ευρώ, αλλά και η ΕΕ και η Ζώνη του Ευρώ ως σύνολα,  όταν αυξάνουν την παραγωγικότητα τους, (αφού τα περισσότερα κράτη-μέλη αύξησαν την παραγωγικότητα της εργασίας ανά ώρα την περίοδο 2000-2019), το κάνουν, κυρίως,  αυξάνοντάς την εντός των  κλάδων και λιγότερο με μετακίνηση  πόρων, (διαρθρωτική αλλαγή). Υπάρχουν όμως τρεις εξαιρέσεις, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα. Αυτές, (Ελλάδα, Ιταλία, Λουξεμβούργο), έχουν ισχνή μεταβολή στην παραγωγικότητα, αν όχι στασιμότητα διότι, ενώ η διαρθρωτική αλλαγή είχε σημαντική θετική συμβολή, η εσωτερική  παραγωγικότητα των κλάδων ανά ώρα εργασίας είχε αρνητική συμβολή και, έτσι, το ισχνό τους αποτέλεσμα ήταν προϊόν της αντίθετης φοράς των δύο διεργασιών.

Στην ΕΕ συνολικά η αύξηση της  παραγωγικότητας μεταξύ αυτής εντός των κλάδων και  εκείνης από την διαρθρωτική αλλαγή  «μοιράζεται» σε ποσοστά 2/3 και 1/3. Στην Ζώνη του Ευρώ, «μοιράζεται» σε ποσοστά  3/4 και 1/4 αντιστοίχως. Η μετακίνηση πόρων, (διαρθρωτική αλλαγή), όπως ήταν αναμενόμενο, έχει σχετικά μεγαλύτερη συμβολή κυρίως στην κατηγορία των λιγότερο αναπτυγμένων οικονομιών (Βουλγαρία, Ρουμανία, Κροατία, Κύπρος, Ελλάδα και Πορτογαλία, αλλά όχι και στις Βαλτικές χώρες). Το ότι η διαρθρωτική αλλαγή συνέβαλε ελάχιστα (θετικά ή αρνητικά) στη συνολική αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας στις χώρες υψηλού εισοδήματος της ΕΕ  είναι αναμενόμενο, αφού έχουμε ήδη επισημάνει τον περιορισμό των διατομεακών κενών  παραγωγικότητας κατά την πορεία της ανάπτυξης.

 Τα οφέλη της παραγωγικής αναδιάρθρωσης στην Ελλάδα για την αύξηση της παραγωγικότητας στο σύνολο της οικονομίας.

Η, αποκλίνουσα σε σχέση με τα περισσότερα άλλα κράτη-μέλη της ΕΕ, στασιμότητα της παραγωγικότητας της εργασίας στην Ελλάδα μεταξύ 2000 και 2019  είναι αποτέλεσμα των δύο αντίρροπων τάσεων δηλαδή της αρνητικής συμβολής από την παραγωγικότητα στο εσωτερικό των κλάδων και της θετικής συμβολής λόγω της διαρθρωτικής αλλαγής. Συνολική μεταβολή μικρότερη του 1% εμφανίζει η Ελλάδα (0,09%) και το Λουξεμβούργο (0,16%) το οποίο όμως για το έτος 2019 εμφανίζει επίπεδο παραγωγικότητας υπερτριπλάσιο από αυτό της Ελλάδας (65,86 έναντι 18,51).

Για να υπολογίσουμε τις δυνητικές επιπτώσεις της διαρθρωτικής αλλαγής στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας δημιουργήσαμε ένα «αντιπαράδειγμα» (counterfactual), με το οποίο εκτιμήσαμε τα πιθανά οφέλη μίας ριζικής αλλαγής της οικονομικής δομής στην παραγωγικότητα της εργασίας σε ολόκληρη την ελληνική οικονομία για την περίοδο 2000-2019 μέσω του ακόλουθου υπολογισμού: υποθέτουμε ότι τα επίπεδα τομεακής παραγωγικότητας στην Ελλάδα και στις χώρες παραγωγικότητας χαμηλότερης του μέσου θα παρέμεναν αμετάβλητα, αλλά, στην διάρκεια της περιόδου θα μεταβαλλόταν η διατομεακή κατανομή της απασχόλησης ώστε στο τέλος της, (το 2019), θα συνέπιπτε με αυτήν που παρατηρούμε στον μέσο όρο είτε της ΕΕ, είτε της Ζώνης του Ευρώ.

Αυτό θα σήμαινε ότι η Ελλάδα, θα απασχολούσε το 2019 σημαντικά μικρότερο μερίδιο εργαζομένων (ώρες εργασίας ή άτομα) στον αγροτικό τομέα (4,9% αντί 11,3% που απασχολεί), στο λιανικό εμπόριο (14,5% αντί 18,7% που απασχολεί), στις μεταφορές και επικοινωνίες, εστίαση, καταλύματα  (14,2% αντί του 22% που απασχολεί) και μεγαλύτερο μερίδιο στην μεταποίηση (14,1% από το 7,9% που απασχολεί) και στις Χρηματοοικονομικές, ασφαλιστικές, κτηματομεσιτικές και επιχειρηματικές υπηρεσίες  (16,5% από το 11,2% που απασχολεί). Επιπλέον υποθέσαμε ότι αυτές οι αλλαγές στα πρότυπα απασχόλησης θα επέρχονταν χωρίς αλλαγή (αύξηση ή μείωση) στα επίπεδα παραγωγικότητας σε επιμέρους τομείς και κλάδους. Ποιες θα ήταν οι συνέπειες, λοιπόν, για την μέση παραγωγικότητα της εργασίας στο σύνολο της κάθε εθνικής οικονομίας,  τόσο της ελληνικής όσο και εκείνων των άλλων χωρών;

Τα αποτελέσματα της εκτίμησης για την «σύγκλιση» στην κατανομή απασχόλησης στον μέσο όρο της ΕΕ και για την «σύγκλιση» στον μέσο όρο της Ζώνης του Ευρώ μας δίνει ένα εύρος από μεταβολές που θα προέκυπταν, όπου μικρότερο όφελος θα είχαν οι χώρες που συγκλίνουν στο μέσο ευρωπαϊκό μείγμα απασχόλησης και μεγαλύτερο εκείνες που αποκλίνουν. Συνεπώς η Ελλάδα που αποκλίνει σημαντικά θα είχε σημαντικό όφελος:  η παραγωγικότητα ανά ώρα εργασίας στο σύνολο της οικονομίας θα ήταν,  έναντι της παρατηρηθείσας στασιμότητας, υψηλότερη κατά 14,9% συγκλίνοντας με την ΕΕ, και κατά 16,5% συγκλίνοντας με την Ζώνη του Ευρώ.

Η δυνατότητα για την Ελλάδα να αναπτυχθεί υπάρχει ακόμη

Η πιό σημαντική πηγή ιδεών που αξιοποιεί την μεθοδολογία της διάκρισης μεταξύ των δύο ατραπών ανάπτυξης (κλαδική πρόοδος ή διαρθρωτική αλλαγή), βρίσκεται σε ένα κείμενο του 2006 από τους Philippe Aghion και Peter Howitt. (“Appropriate Growth Policy”). Βασικό τους σημείο αποτελούσε η διαπίστωση πως δεν υπάρχει μία «συνταγή» αναπτυξιακής πορείας κατάλληλη για όλες τις χώρες και για όλες τις εποχές, αλλά ότι το βασικό κριτήριο για να επιλεγεί η πλέον αποτελεσματική πολιτική είναι το κατά πόσον μία οικονομία λειτουργεί κοντά στο «τεχνολογικό σύνορο» ή όχι. Στην περίπτωση των αναπτυγμένων οικονομιών, που λειτουργούν εγγύς ή επί του «τεχνολογικού συνόρου», δοθέντος πως η περαιτέρω ανάπτυξή τους μπορεί να προκύψει μόνο από την ενίσχυση των τεχνολογικών τους δυνατοτήτων, οι επιβαλλόμενες πολιτικές αφορούν τις παρεμφερείς υποστηρικτικές δραστηριότητες, (Έρευνα και Ανάπτυξη, Ενίσχυση της Ανώτατης εκπαίδευσης και σύνδεσή της με την παραγωγή, ιδιαίτερα στους κλάδους STEM, πλήρης κατοχύρωση των ευρεσιτεχνιών κλπ). Αντιθέτως, για τις οικονομίες που δεν λειτουργούν σε εγγύτητα με το «τεχνολογικό σύνορο», κατά κύριο λόγο η ανάπτυξη μπορεί να προέλθει, πρώτον, μέσω της εισαγωγής και «αντιγραφής» προηγμένης τεχνολογίας, και, δεύτερον, μέσω διαρθρωτικών αλλαγών. Γι’ αυτό απαιτούνται οικονομικές πολιτικές οι οποίες αφ΄ ενός θα προσφέρουν την δυνατότητα εισαγωγής και προσαρμογής «τεχνολογιών αιχμής», (με καλύτερη περίπτωση την πραγματοποίηση άμεσων ξένων επενδύσεων), και αφ’ ετέρου θα προωθήσουν διαρθρωτικές αλλαγές, δηλαδή την μεταφορά εργατικού δυναμικού από τους λιγότερο στους περισσότερο παραγωγικούς τομείς.

Η Ελλάδα είναι σαφώς μία χώρα που η οικονομία της δεν λειτουργεί στο «τεχνολογικό σύνορο», αλλά απέχει από αυτό σε αρκετό βαθμό. Επιβαλλόμενη πολιτική, συνεπώς, είναι αυτή που, πρώτον, θα επιβοηθήσει την εισαγωγή και υιοθέτηση πιό προηγμένων παραγωγικών τεχνολογιών από εκείνες που ήδη χρησιμοποιούνται και, δεύτερον, θα προωθήσει την διαρθρωτική αλλαγή που αφορά μεταφορά εργατικού δυναμικού από τους λιγότερο στους περισσότερο παραγωγικούς τομείς.

Και όσον αφορά την πρώτη περίπτωση, δηλαδή την εισαγωγή, υιοθέτηση και προσαρμογή προηγμένης τεχνολογίας, είναι γνωστό πως σήμερα αυτή μπορεί να  επιτευχθεί μόνο με συγκεκριμένους τρόπους που αφορούν την ενεργητική πολιτική προσέλκυσης πρωτοποριακών ξένων επιχειρήσεων του κάθε κλάδου, (βλ. και «Η αναγκαία για την ανάπτυξη οικονομική πολιτική»). Κάτι τέτοιο, άλλωστε, στις μέρες μας δεν το επιχειρούν, πλέον, μόνο οι αναπτυσσόμενες, αλλά και όλες οι αναπτυγμένες χώρες, με επικεφαλής τις ίδιες τις ΗΠΑ. Δυστυχώς, όμως, για την χώρα μας η πρόσφατη εμπειρία δείχνει πως η επιδίωξη και επίτευξη ενός παρόμοιου στόχου βρίσκεται έξω και πέρα από τις πνευματικές ανησυχίες αλλά και τις οργανωτικές δυνατότητες της κυβερνητικής ηγεσίας και του ελληνικού Δημοσίου.  Απομένει, συνεπώς, ως ύστατη επιλογή η δεύτερη πιθανή κατεύθυνση αναπτυξιακής πολιτικής: η διαρθρωτική αλλαγή η οποία μπορεί να τροφοδοτήσει μία δυναμική αναπτυξιακή πορεία έστω ακόμη και αν το επίπεδο της μέσης παραγωγικότητας ανά κλάδο παραμείνει σταθερό ή στάσιμο!

(Και δεν εννοούμε με αυτό ότι η χώρα θα πρέπει να επιλέξει να παραμείνει τεχνολογικά “στάσιμη”. Στασιμότητα δεν σημαίνει ακινησία. Στην συγκεκριμένη περίπτωση σημαίνει ότι το τεχνολογικό-παραγωγικό επίπεδο της εθνικής οικονομίας θα συνεχίσει να αυξάνεται «φυσιολογικά», δηλαδή με τον έρποντα και ασθμαίνοντα ρυθμό των 50 τελευταίων ετών. Ουδεμία εθνική οικονομία παραμένει κατά κυριολεξίαν «στάσιμη» τεχνολογικά. Η στασιμότητα είναι σχετική έννοια και αφορά την θέση της κάθε οικονομίας στον διεθνή καταμερισμό εργασίας. Συνεπώς, κάθε δυνατή προσπάθεια θα πρέπει να καταβληθεί ώστε το τεχνολογικό επίπεδο της χώρας να αναβαθμισθεί με τον πιό δυναμικό τρόπο, προβιβάζοντας την Ελλάδα θεαματικά στον διεθνή καταμερισμό εργασίας και καθιστώντας την, ει δυνατόν, μία νέα Ταϊβάν ή Νότιο Κορέα! Μόνο που επειδή κάτι τέτοιο μέχρι στιγμής δεν διαφαίνεται πως θα συμβεί, το νόημα των γραμμών του ανά χείρας κειμένου είναι ότι ακόμη και αν δεν επιτευχθεί η τεχνολογική αναβάθμιση του ελληνικού παραγωγικού μηχανισμού, και η θετική αλλαγή της θέσης του στον διεθνή καταμερισμό εργασίας, αυτό δεν είναι τελεσίδικα καταδικαστικό για τις προοπτικές ανάπτυξης, εάν υπάρξουν ορθές πολιτικές στους υπόλοιπους κρίσιμους τομείς).

Όπως είδαμε με την χρήση του «αντιπαραδείγματος» για την Ελλάδα, υποθέτοντας, για την περίοδο 2000-2019, ότι τα μεν επίπεδα τομεακής παραγωγικότητας θα παρέμεναν αμετάβλητα, η δε διατομεακή κατανομή των πόρων (με κριτήριο την απασχόληση) θα πλησίαζε στην κατανομή και την κλαδική διάρθρωση είτε της ΕΕ είτε της Ζώνης του Ευρώ, στο τέλος της περιόδου, η παραγωγικότητα ανά ώρα εργασίας στο σύνολο της οικονομίας θα ήταν, αντί της παρατηρηθείσας στασιμότητας, υψηλότερη κατά 14,9% συγκλίνοντας στον μέσο όρο της ΕΕ, και κατά 16,5% συγκλίνοντας στον μέσο όρο της Ζώνης του Ευρώ.  (Η μεσολάβηση της πανδημίας, διαταράσσοντας την χρονολογική σειρά, δεν μας επιτρέπει να έχουμε σαφή εικόνα του τι συνέβη από το 2020 έως το 2024, αν και είναι σαφές πως δεν έχει αλλάξει κάτι δραματικά στους μέσους όρους της παραγωγικότητας της εργασίας στην Ελλάδα και στην ΕΕ).

Το ερώτημα όμως που τίθεται είναι το εξής: αυτό που αποτελεί μόνο ένα υποθετικό «αντιπαράδειγμα» για την περίοδο 2000-2019, δεν θα μπορούσε να γίνει η πραγματικότητα της Ελλάδας για τις επόμενες δύο δεκαετίες; Επιφέροντας μία σημαντική αύξηση της μέσης παραγωγικότητας της εργασίας που θα ωθούσε την χώρα έξω από την κατάσταση της αναπτυξιακής καχεξίας; Ερώτημα στο οποίο η απάντηση είναι ένα κατηγορηματικό «Ναι». Θα μπορούσε να γίνει πραγματικότητα διότι δεν είναι μόνο ευκταίο αλλά και εφικτό και αποτελεί την ύστατη ελπίδα της χώρας για να ξεφύγει από την στασιμότητα. Θα μπορούσε να γίνει διότι δεν προϋποθέτει αναγκαστική αλλαγή τεχνολογικού επιπέδου για την ελληνική οικονομία. Έχουμε την δυνατότητα να αναπτυχθούμε, ουσιαστικά, έστω ακόμη και αν δεν καταφέρουμε να φέρουμε την Tesla, την BYD ή την TSMC να επενδύσουν στην Eλλάδα. (Θα έπρεπε, πάντως, να τις έχουμε φέρει). Διότι, ακόμη και έτσι, με τις σημερινές περιορισμένες δυνατότητες της, η Eλλάδα είναι μία «μικρή ανοιχτή οικονομία» και αντιμετωπίζει μία αχανή παγκόσμια αγορά με άπειρη ελαστικότητα ζήτησης για τα προϊόντα της. Αυτά τα λίγα που παράγουμε με ανταγωνιστικό τρόπο,  για την παγκόσμια αγορά, ήδη σήμερα, θα μπορούσαμε να τα πολλαπλασιάσουμε με μία ελάχιστη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας μας. Μία βελτίωση της ανταγωνιστικότητας που θα προέλθει ως συνέπεια των πολιτικών εκείνων και των μεταρρυθμίσεων που, ταυτοχρόνως, θα παρωθούν στην μεταφορά όλο και μεγαλύτερου μέρους του εργατικού δυναμικού στους κλάδους με την συγκριτικά υψηλότερη μέση παραγωγικότητα.

Μόνο που αυτό για να επιτευχθεί απαιτεί μια σειρά από μεταρρυθμίσεις ώστε να λειτουργήσουν αποτελεσματικά οι εσωτερικές αγορές και να ενισχυθεί ο υγιής και πραγματικός ανταγωνισμός. Μεταρρυθμίσεις οι οποίες θα έχουν ως αποτέλεσμα, για παράδειγμα, να μειωθεί το κόστος ενέργειας το οποίο σήμερα στην κυριολεξία στραγγαλίζει τις μεταποιητικές δραστηριότητες στην χώρα μας. Μεταρρυθμίσεις οι οποίες θα εξοβελίσουν την «άρνηση Δικαίου» που αντιμετωπίζει ο κάθε Έλληνας πολίτης και το κάθε οικονομικό υποκείμενο που δραστηριοποιείται στην χώρα μας, Μεταρρυθμίσεις που θα ανακουφίσουν την εργασία από το φορολογικό άχθος (tax wedge) που την βαρύνει και που είναι, αναλογικά, από τα υψηλότερα της Ευρώπης. Μεταρρυθμίσεις που θα καταστήσουν τον τραπεζικό τομέα, αλλά και το ελληνικό Δημόσιο, αρωγούς και σύμμαχους στην προσπάθεια αύξησης της εθνικής παραγωγικότητας.

Στον πραγματικό κόσμο θαύματα στα οποία να μπορεί κάποιος να ευημερήσει χωρίς την παραμικρή προσπάθεια εκ μέρους του συμβαίνουν ως σπανιότατες εξαιρέσεις, και μόνο για μεμονωμένα άτομα και όχι για ολόκληρες χώρες. Εν τούτοις η Ελλάδα είναι μία τυχερή χώρα, αφού θα της αρκούσε για να ευημερήσει μόνο μία (σοβαρή όμως), προσπάθεια εξορθολογισμού.  Μετά από δεκαετίες στασιμότητας, που με οικονομικούς όρους θα μπορούσαν να περιγραφούν είτε ως Dutch disease, είτε ως “πτώση στην παγίδα του μέσου εισοδήματος”, είτε ως “πρόωρη αποβιομηχάνιση”, και παρά τα λάθη της, έχει ακόμη την ευκαιρία να ακολουθήσει μία αναπτυξιακή ατραπό η οποία θα την φέρει έξω από την οικονομική καχεξία και την κοινωνική παρακμή. Και τούτο μάλιστα παρά το ότι δεν δείχνει, προς το παρόν, να έχει τις δυνατότητες να πετύχει αναπτυξιακά θαύματα και κοσμοϊστορικές τεχνολογικές ανατροπές και καινοτομίες. Απλά, το μόνο που χρειάζεται να κάνει είναι, στηριγμένη σε αυτές τις γνώσεις και τις δεξιότητες που έχει ήδη κατακτήσει, να εφαρμόσει κάποιες εύλογες πολιτικές μεταρρυθμίσεων προκειμένου, μέσα από την αναγκαία συρρίκνωση των λιγότερο παραγωγικών, να ενισχύσει τους περισσότερο παραγωγικούς τομείς και κλάδους της οικονομίας της, τροφοδοτώντας έτσι την αναγκαία ανάπτυξή της.

Οι κ.κ. Δημήτρης Α. Ιωάννου και Χρήστος Α. Ιωάννου είναι οικονομολόγοι

OT Originals

Περισσότερα από Experts

ot.gr | Ταυτότητα

Διαχειριστής - Διευθυντής: Λευτέρης Θ. Χαραλαμπόπουλος

Διευθύντρια Σύνταξης: Αργυρώ Τσατσούλη

Ιδιοκτησία - Δικαιούχος domain name: ΟΝΕ DIGITAL SERVICES MONOΠΡΟΣΩΠΗ ΑΕ

Νόμιμος Εκπρόσωπος: Ιωάννης Βρέντζος

Έδρα - Γραφεία: Λεωφόρος Συγγρού αρ 340, Καλλιθέα, ΤΚ 17673

ΑΦΜ: 801010853, ΔΟΥ: ΦΑΕ ΠΕΙΡΑΙΑ

Ηλεκτρονική διεύθυνση Επικοινωνίας: ot@alteregomedia.org, Τηλ. Επικοινωνίας: 2107547007

Μέλος

ened
ΜΗΤ

Aριθμός Πιστοποίησης
Μ.Η.Τ.232433

Απόρρητο