Οι βαριές κουβέντες δεν είναι σπάνιες στην πολιτική, ιδίως όταν πρώην σύμμαχοι έρχονται σε σύγκρουση. Και αυτό είναι ακόμη πιο έντονο στην εποχή των μέσων κοινωνικής δικτύωσης που επιτρέπει σε αυτές τις «βαριές κουβέντες» να βρίσκουν ένα πολύ μεγαλύτερο ακροατήριο.
Μόνο που αυτό που συμβαίνει ανάμεσα στον Ντόναλντ Τραμπ και τον Έλον Μασκ δεν έχει προηγούμενο. Μέσα σε σύντομο διάστημα μια από τις πιο προβεβλημένες πολιτικές συμμαχίες στον κόσμο, αυτή ανάμεσα στον Ντοναλντ Τραμπ και τον πλουσιότερο άνθρωπο στον πλανήτη, τον Έλον Μασκ, κατέληξε σε ανταλλαγή ύβρεων, υπαινιγμών και όχι και τόσο συγκεκαλυμμένων απειλών, που ανταλλάσσονται σε πραγματικό χρόνο στις πλατφόρμες μέσων κοινωνικής δικτύωση που αποτελούν και τον αγαπημένο τρόπο επικοινωνίας και των δύο.
Αυτό δεν σημαίνει ότι οι διαφωνίες τους δεν ήταν πραγματικές. Ο Μασκ, ιδιοκτήτης μιας πολυεθνικής, με συμφέροντα πολύ πέρα των ΗΠΑ και επενδύσεις, πέραν όλων των άλλων και στα ηλεκτρικά αυτοκίνητα, δεν μπορούσε εύκολα να συνυπάρξει με πλευρές του οικονομικού λαϊκισμού του Τραμπ, όπως είναι οι δασμοί που υπονομεύουν την παγκοσμιοποίηση ή η υπαναχώρηση σε σχέση με την υποστήριξη στα ηλεκτρικά αυτοκίνητα, ενώ φαίνεται ότι διαφωνούσε και με το νομοσχέδιο για τον προϋπολογισμό που πολλοί φοβούνται ότι θα αυξήσει ακόμη περισσότερο τα ελλείμματα και το χρέος.
Βεβαίως, την ίδια στιγμή ήταν ο Τραμπ αυτός που έφερε τον Μασκ στην κυβέρνηση, ζητώντας του μάλιστα να βοηθήσει στην αύξηση της κυβερνητικής αποτελεσματικότητας, με αποτέλεσμα ένα κύμα περικοπών και απολύσεων σε τομείς που οι άνθρωποι του Μασκ θεώρησαν περιττούς ακόμη και εάν αφορούσαν τομείς όπως η ασφάλεια κρίσιμων υποδομών.
Και τώρα συγκρούονται. Χωρίς πολλά επιχειρήματα, αλλά με μια εμφανή διάθεση να αποδείξουν ποιος από τους δύο είναι «πιο ψηλά στην τροφική αλυσίδα». Και δεν είναι μια σύγκρουση που θα τελειώσει γρήγορα. Αρκεί να σκεφτούμε ότι ο Μασκ είναι ο ιδιοκτήτης του X (πρώην twitter), έχει 220 εκατομμύρια ακολούθους στην πλατφόρμα του, και βέβαια μπορεί να παρουσιάζεται ως ένας επιχειρηματίας του μέλλοντος, δεδομένων των επενδύσεων που έχει κάνει σε τομείς αιχμής από τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα έως τους δορυφόρους και τα διαστημικά ταξίδια.
Όμως, εάν κάτι μένει ως αίσθηση από αυτή την ομολογουμένως άξεστη σύγκρουση, ανάμεσα σε δύο ανθρώπους που δεν ήταν ποτέ παραδοσιακοί πολιτικοί, είναι ακριβώς ότι όταν υπονομεύεται η πολιτική με κάθε δυνατό τρόπο ως μια δραστηριότητα που μπορεί να κάνει τις ζωές των ανθρώπων καλύτερες, τότε δημιουργείται χώρος ώστε να πιστέψουν οι εκπρόσωποι του πολύ μεγάλου πλούτου ότι μπορούν να ασκήσουν οι ίδιοι την εξουσία καλύτερα από τους πολιτικούς. Μόνο που αυτό καταλήγει σε μια παρακμή της πολιτικής σε όλες τις πλευρές της: από την περιφρόνηση της επιστημονικής γνώσης για τα οικονομικά και κοινωνικά φαινόμενα, έως όλες τις παραλλαγές λαϊκισμού (και τεχνολαϊκισμού). Και προφανώς ούτε επιχειρήματα θα ακούσουμε, ούτε κάποιο σεβασμό για στοιχειώδη ευπρέπεια θα δούμε.
Προφανώς και η παρακμή της πολιτικής δεν ξεκίνησε τώρα. Δεκαετίες τώρα προσπάθησαν στη Δύση να μας πουν ότι οι «αγορές» σκέφτονται και αποφασίζουν καλύτερα από τους ανθρώπους και ότι το κοινωνικό κράτος είναι «κόστος» και «βάρος». Για να μην αναφερθούμε στο πώς στιγματίστηκαν και λοιδορήθηκαν όλες οι ιδεολογίες και πολιτικές που κινούνταν σε μια διαφορετική κατεύθυνση: η αναδιανομή, η κοινωνική δικαιοσύνη, τα δημόσια αγαθά, ο ενεργός ρόλος του κράτους. Όμως, τώρα σε περιπτώσεις όπως η αμερικανική τα πράγματα παίρνουν επικίνδυνη τροπή με απρόβλεπτες συνέπειες, με την εικόνα να είναι σχεδόν αποκρουστική.
Και αυτό σημαίνει ότι πρέπει να επιστρέψει η πολιτική. Μόνο που αυτό πρέπει να αφορά την ουσία της πολιτικής, δηλαδή τη δυνατότητα όντως να εκπροσωπείται η κοινωνία, άρα και τα κοινωνικά στρώματα που σήμερα παραμένουν ουσιαστικά αποκλεισμένα από τις διαδικασίες λήψης αποφάσεων. Διαφορετικά, μικρή σημασία θα έχει τελικά εάν θα μας κυβερνούν αλαζόνες πολυδισεκατομμυριούχοι, ή καθώς πρέπει «τεχνοκράτες».