Στον «πάτο» της Ευρώπης βρίσκονται οι εργαζόμενοι στην Ελλάδα από πλευράς κάλυψης συλλογικών συμβάσεων εργασίας. Αυτό είναι το συμπέρασμα από στοιχεία που παρουσίασε σήμερα η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Η κάλυψη των Ελλήνων μισθωτών από τις συλλογικές συμβάσεις είναι μακράν η χαμηλότερη από τις άλλες χώρες της Ευρωζώνης. Με βάση τους υπολογισμούς της ΕΚΤ, η κάλυψη στην Ελλάδα κατά το δεύτερο τρίμηνο του 2025 αγγίζει μόλις το 16,1% όταν ο μέσος όρος στην ευρωζώνη είναι στο 48,7%.
Πρώτη στην κατηγοριοποίηση αυτή είναι η Αυστρία με ποσοστό 73,1%, δεύτερη η Ολλανδία με 60,5%, τρίτη η Γαλλία με 53,3%, τέταρτη η Ισπανία με 52,4%, πέμπτη η Γερμανία με 44,7% και έκτη η Ιταλία με 43,5%.

Υπενθυμίζεται ότι η ευρωπαϊκή οδηγία συστήνει στις χώρες μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης οι συλλογικές συμβάσεις να καλύπτουν τουλάχιστον το 80% των εργαζομένων, ενώ την ένδεια στον τομέα αυτό, καταγράφει και έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος σημειώνοντας ότι «η συντριπτική πλειονότητα των μισθωτών εργαζομένων της χώρας καλύπτονται μόνο από ατομικές συμβάσεις εργασίας». Συνεπώς, η χώρα μας υπολείπεται κατά πολύ ενός τέτοιου στόχου, ενώ ερώτημα αποτελεί το πότε, εάν και με ποιους όρους θα καταλήξει ο διάλογος μεταξύ κυβέρνησης και κοινωνικών εταίρων για το πολύ σημαντικό αυτό ζήτημα.
Την ίδια στιγμή, η κυβέρνηση της ΝΔ επιμένει στο ότι είναι εφικτός ο στόχο της για διαμόρφωση των μέσων μισθών στα 1.500 ευρώ στο τέλος της τετραετίας (2027), παρότι τα στοιχεία δείχνουν ότι μόνο ελάχιστες κλαδικές συμβάσεις υπογράφηκαν εντός του 2024, ενώ από τις 205 επιχειρησιακές συμβάσεις που συμφωνήθηκαν, επήλθαν αυξήσεις μισθών μόλις 2%.
Η ευρωπαϊκή οδηγία και το…κενό στην Ελλάδα
Η ενίσχυση των συμβάσεων περιλαμβάνεται σε σχετική οδηγία της Ευρωπαϊκής Ένωσης «για επαρκείς κατώτατους μισθούς», η οποία επιτάσσει τα κράτη-μέλη να καλύπτουν τουλάχιστον το 80% των εργαζομένων τους με συλλογικές συμβάσεις εργασίας, οι οποίες θα προσδιορίζουν το ύψος των αμοιβών. Μάλιστα αξιώνει να καταρτιστεί ένα σχέδιο προώθησης των συλλογικών διαπραγματεύσεων και των συλλογικών συμβάσεων, προκειμένου να επιτευχθεί ο συγκεκριμένο στόχος. Το σχέδιο θα πρέπει να περιλαμβάνει σαφές χρονοδιάγραμμα και συγκεκριμένα μέτρα για τη σταδιακή αύξηση του ποσοστού κάλυψης των εργαζομένων από συλλογικές διαπραγματεύσεις.
Στοιχεία περιλαμβάνονται και στην τελευταία έκθεση του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, τα οποία δείχνουν ότι η συντριπτική πλειονότητα των μισθωτών εργαζομένων καλύπτονται μόνο από ατομικές συμβάσεις εργασίας. Επίσης οι αυξήσεις στις κατώτατες αποδοχές, αφορούν ένα μικρό μέρος του συνόλου.
Εξαίρεση αποτελούν ορισμένες κατηγορίες εργαζομένων, όπως κυρίως οι τραπεζοϋπάλληλοι, οι ξενοδοχοϋπάλληλοι, οι εργαζόμενοι σε αρτοποιεία, σε τουριστικά-επισιτιστικά καταστήματα, σε πετρελαιοειδή, στην καπνοβιομηχανία.
Ενδεικτικά είναι τα στοιχεία της «Εργάνη», σύμφωνα με τα οποία το δεκάμηνο του 2024 υπογράφηκαν 205 επιχειρησιακές συμβάσεις, που κάλυπταν 142.374 εργαζομένους. Από αυτές, οι 132, που κάλυπταν 87.855 εργαζομένους (61,7% του συνόλου), δεν προέβλεπαν κάποια μισθολογική αύξηση, ενώ οι υπόλοιποι 54.519 εργαζόμενοι (38,3% του συνόλου) έλαβαν κατά μέσο όρο αύξηση 2%.
Χαμηλοί μισθοί
Εν τω μεταξύ, η αύξηση των μισθών παραμένει υποτονική, με τις πραγματικές αποδοχές ανά εργαζόμενο να αυξάνονται μόνο συγκρατημένα το 2024 (κατά 1,5%) μετά από δύο χρόνια μείωσης, σύμφωνα με την έκθεση της Κομισιόν για το Ευρωπαϊκό Εξάμηνο. Επιπλέον, ορισμένα τμήματα του ελληνικού πληθυσμού έχουν πολύ χαμηλά ποσοστά συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό λόγω των επίμονων εμποδίων στην πρόσβαση στην αγορά εργασίας. Οι συνθήκες εργασίας παραμένουν δύσκολες για πολλούς εργαζόμενους, γεγονός που καθιστά προτεραιότητα τη βελτίωση της ποιότητας της εργασίας προκειμένου να βελτιωθεί η κοινωνική δικαιοσύνη. Η χώρα έχει ένα από τα υψηλότερα ποσοστά χαμηλόμισθων στην ΕΕ (21,7% το 2022) και – από το 2023 – ένα από τα υψηλότερα ποσοστά εργαζομένων που εργάζονται πολλές ώρες (12,4% το 2024), με την πλήρη απασχόληση να αντιστοιχεί σε 42,3 ώρες κατά μέσο όρο την εβδομάδα. Επιπλέον, πάνω από το 30% των Ελλήνων εργαζομένων εργάζονται τα Σαββατοκύριακα και πάνω από το 35% δήλωσαν ότι συνήθως εργάζονται κατά τη διάρκεια του απογεύματος.