Συνεχές «καμπανάκι» κινδύνου ακούγεται για την Ελλάδα, εξαιτίας του μεγάλου εμπορικού ελλείμματος που αναπτύσσεται κάθε χρόνο. Πάνω από 11 δισ. ευρώ ανήλθε το εμπορικό έλλειμμα κατά το πρώτο τετράμηνο του 2025, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ. Ειδικότερα, το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου κατά το χρονικό διάστημα Ιανουαρίου-Απριλίου 2025 ανήλθε σε 11,084 δισ. ευρώ έναντι 11,050 δισ. ευρώ κατά το ίδιο διάστημα του έτους 2024, παρουσιάζοντας αύξηση, 0,3%.
Η συνολική αξία των εξαγωγών κατά το ίδιο διάστημα ανήλθε στο ποσό των 15,975 δισ. ευρώ έναντι 16,827 δισ. ευρώ πέρυσι, παρουσιάζοντας μείωση 5,1%. Μείωση 2,9% σημείωσαν και οι εισαγωγές.
Τα αίτια
Για ποιους λόγους όμως συμβαίνει αυτό; Ειδική έκθεση της Alpha Bank, η οποία δημοσιοποίηθηκε χθες σημειώνει πως παρότι οι εξαγωγές αυξάνονται, οι εισαγωγές «τρέχουν» γρηγορότερα. Γιατί συμβαίνει αυτό σε μια περίοδο υψηλής ανάπτυξης και επενδυτικής κινητικότητας; Η απάντηση βρίσκεται σε τρεις, λιγότερο εμφανείς, αλλά κρίσιμες αιτίες:
Πρώτον, η εγχώρια παραγωγή αδυνατεί να καλύψει τη ζήτηση που γεννά η αυξημένη κατανάλωση και οι επενδύσεις.
Δεύτερον, πολλά έργα του Ταμείου Ανάκαμψης στηρίζονται σε εισαγόμενο εξοπλισμό, εντείνοντας τις ανάγκες εισαγωγών.
Και τρίτον, η Ελλάδα παραμένει εξαρτημένη από το εξωτερικό για την ενέργεια – μια ακριβή εξάρτηση, ειδικά μετά την ενεργειακή κρίση.

Πρόκειται αποκλειστικά για ένα αποτέλεσμα ισχυρής εγχώριας ενεργού ζήτησης, με τις εισαγωγές μας να αυξάνουν ταχύτερα από τις εξαγωγές καθώς αναπτυσσόμαστε ταχύτερα από τους κύριους εμπορικούς μας εταίρους, τους Ευρωπαίους; Μήπως πέραν από τις αυξημένες εισαγωγές καταναλωτικών αγαθών, το φαινόμενο συνδέεται και με τις εισαγωγές κεφαλαιουχικού εξοπλισμού στο πλαίσιο των έργων του Ταμείου Ανάκαμψης και την υλοποίηση άμεσων ξένων επενδύσεων ή μήπως αντανακλά μία υποχώρηση της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών προϊόντων στο στίβο του διεθνούς ανταγωνισμού για λόγους κόστους παραγωγής ή ποιότητας;
Ταμείο Ανάκαμψης
Είναι βέβαιο πως η υλοποίηση επενδύσεων στο πλαίσιο της απορρόφησης των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης προϋποθέτει την πραγματοποίηση εισαγωγών κεφαλαιουχικού εξοπλισμού, ενώ οι ισχυροί ρυθμοί οικονομικής μεγέθυνσης της χώρας και οι υψηλές επιδόσεις του τουρισμού συνεπάγονται αυξημένες ανάγκες για καταναλωτικά αγαθά. Από την άλλη πλευρά, η διατήρηση και ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας είναι κρίσιμη, προκειμένου οι ελληνικές εξαγωγές να διατηρήσουν τη δυναμική τους και επακόλουθα να εξομαλυνθεί το έλλειμμα του εξωτερικού τομέα της χώρας στο μεσοπρόθεσμο ορίζοντα.
Το πρόβλημα με το ενεργειακό κόστος
Οι εισαγωγές αγαθών διαμορφώθηκαν κατά μέσο όρο την τριετία 2022-2024 σε Ευρώ 87 δισ. (τρέχουσες τιμές), έναντι περίπου Ευρώ 50 δισ. την περίοδο 2010-2021. Δεδομένου ότι η Ελλάδα είναι καθαρός εισαγωγέας ενέργειας, η άνοδος της αξίας των εισαγωγών αγαθών οφείλεται, πρωτίστως στις τιμές της ενέργειας, οι οποίες αυξήθηκαν απότομα μετά το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία. Παρά το γεγονός ότι το ενεργειακό κόστος έχει αποκλιμακωθεί (2023: -13,4%, 2024: -1,4%, 2025: -0,4%), παραμένει υψηλότερο σε σύγκριση με τα προ της ενεργειακής κρίσης επίπεδα.

Ο ρόλος της ανάπτυξης
Παράλληλα, η χώρα βρίσκεται σε φάση οικονομικής μεγέθυνσης και μάλιστα με ρυθμούς υψηλότερους των κύριων εμπορικών εταίρων της. Το πρώτο τρίμηνο του 2025 το πραγματικό ΑΕΠ της Ελλάδας αυξήθηκε κατά 2,2%, έναντι 1,6% κατά μέσο όρο στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ-27), με την άνοδο αυτή να προέρχεται πρωτίστως από την ιδιωτική κατανάλωση (+1,9%). Επιπρόσθετα, οι επενδύσεις κινούνται ανοδικά τα τελευταία χρόνια, αυξάνοντας σταδιακά το ποσοστό τους περί του 15%, από 12% κατά μέσο όρο κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης. Το πρώτο τρίμηνο του έτους, αν και οι συνολικές επενδύσεις μειώθηκαν σε ετήσια βάση κατά 3,2%, η κατηγορία μηχανολογικός και τεχνολογικός εξοπλισμός κατέγραψε ετήσια άνοδο ύψους 1,7%.
Η Ελλάδα έχει υψηλή εξάρτηση από εισαγωγές σε καταναλωτικά και ενδιάμεσα αγαθά
Οι επενδύσεις υποστηρίζονται, μεταξύ άλλων, από τη σταδιακή υλοποίηση του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Σημειώνεται ότι μέχρι τον Μάιο του 2025, η Ελλάδα έχει λάβει Ευρώ 21,3 δισ., δηλαδή 59% του συνολικού προϋπολογισμού. Επιπρόσθετα, σε ό,τι αφορά στο δανειακό σκέλος του προγράμματος, έως τον Απρίλιο είχαν υπογραφεί 435 δανειακές συμβάσεις συνολικού προϋπολογισμού Ευρώ 16,15 δισ., με το μεγαλύτερο μέρος αυτών να αφορά έργα σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και ενεργειακή αναβάθμιση (47%) και ψηφιακό μετασχηματισμό (22%).
Η κατανάλωση των αγαθών
Τα ανωτέρω από κοινού συνεπάγονται αυξημένες εισαγωγές τόσο καταναλωτικών, όσο και κεφαλαιουχικών προϊόντων, καθώς η εγχώρια παραγωγή (π.χ. διαρκών αγαθών και μηχανημάτων) δεν επαρκεί για να καλύψει την εγχώρια ζήτηση. Αυτό αποτυπώνεται ενδεικτικά στην ανοδική πορεία που ακολουθεί η κατανάλωση διαρκών αγαθών, η οποία υποστηρίζεται αφενός από την αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος, αφετέρου από την καταναλωτική πίστη, της οποίας ο δωδεκάμηνος ρυθμός μεταβολής επέστρεψε σε θετικό έδαφος από το 2022 και μετά.
Εμπορικός πόλεμος
Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος (Έκθεση Διοικητή 2024, Απρίλιος 2025), οι συναλλαγματικές ισοτιμίες ενδέχεται να αντιμετωπίσουν αυξημένη μεταβλητότητα το τρέχον έτος εξαιτίας της αβεβαιότητας που δημιουργούν οι πολιτικές εμπορικού προστατευτισμού σε παγκόσμιο επίπεδο και οι οποίες μπορεί να έχουν επιπτώσεις στις σχετικές τιμές, σύμφωνα με την ελαστικότητα της ζήτησης για εισαγωγές βασικών υλών και ενδιάμεσων αγαθών.
Οι επιπτώσεις αυτές εκτιμάται ότι θα είναι πιο σημαντικές για χώρες όπως η Ελλάδα με υψηλή εξάρτηση από εισαγωγές σε καταναλωτικά και ενδιάμεσα αγαθά, καθώς οι δυνατότητες υποκατάστασης αυτών είναι σχετικά περιορισμένες. Σε ότι αφορά στην ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας με βάση το μοναδιαίο κόστος εργασίας προβλέπεται ότι θα διατηρηθεί, καθώς το κόστος εργασίας εκτιμάται ότι θα αυξηθεί περισσότερο στους σημαντικότερους εμπορικούς εταίρους της χώρας.