Στην καρδιά της Σεβίλλης στη Νότια Ισπανία, όπου οι μελωδίες του φλαμένκο αναμειγνύονται με τις μυρωδιές από τηγανητές πατάτες και θαλασσινά, μια σκηνή επαναλαμβάνεται σχεδόν τελετουργικά: ένας σερβιτόρος χαράζει με δεξιοτεχνία φέτες από ένα μεγάλο πόδι jamón ibérico.
Όμως, πίσω από αυτή την εικόνα παράδοσης κρύβεται μια νέα ανησυχία: οι εμπορικές σχέσεις της Ευρώπης με τις ΗΠΑ εισέρχονται σε αχαρτογράφητα νερά, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει το BBC σε εκτενές ρεπορτάζ του.
Jamón ibérico: Η «ναυαρχίδα» των εθνικών τροφίμων για την Ισπανία
Το jamón ibérico – το πιο διάσημο ίσως γαστρονομικό προϊόν της Ισπανίας — αποτελεί διαχρονικό σύμβολο γεύσης και παράδοσης, αλλά και έναν εξαγωγικό πυλώνα αξίας σχεδόν 750 εκατομμυρίων ευρώ τον χρόνο. Η μοναδική του γεύση, αποτέλεσμα της εκτροφής μαύρων ιβηρικών χοίρων σε ελεύθερη βοσκή και δίαιτα με βελανίδια, είναι γνωστή παγκοσμίως.
Όμως οι τελευταίες αποφάσεις του προέδρου των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, περί επιβολής δασμών στις ευρωπαϊκές εισαγωγές, φέρνουν σύννεφα πάνω από τις ισπανικές εξαγωγές.
Μέχρι πρόσφατα, το jamón ibérico εισαγόταν στις ΗΠΑ χωρίς επιπλέον χρεώσεις. Από τον Απρίλιο, όμως, επιβλήθηκε δασμός 20%, που προσωρινά μειώθηκε στο 10% εν αναμονή των διαπραγματεύσεων.
Ο Jaime Fernández, εμπορικός διευθυντής διεθνών αγορών της Grupo Osborne, που παράγει το φημισμένο ζαμπόν της μάρκας Cinco Jotas που περιγράφει ως «ναυαρχίδα» των εθνικών τροφίμων, τονίζει: «Το jamón ibérico δεν είναι απλά ένα προϊόν, είναι η ίδια η ταυτότητα της Ισπανίας. Οι δασμοί αυτοί δημιουργούν αβεβαιότητα και επηρεάζουν άμεσα τις επενδύσεις και τη στρατηγική μας ανάπτυξη».
Η αγορά των ΗΠΑ είναι ιδιαίτερα σημαντική για την ισπανική βιομηχανία αλλαντικών. Την τελευταία δεκαετία, η ζήτηση για προϊόντα όπως το jamón ibérico έχει αυξηθεί σημαντικά, καθιστώντας τις ΗΠΑ τον μεγαλύτερο εισαγωγέα εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Οι δασμοί απειλή και για το ελαιόλαδο
Η επιβολή υψηλότερων δασμών δημιουργεί τον κίνδυνο να καταστούν τα ισπανικά προϊόντα λιγότερο ανταγωνιστικά σε σχέση με τα εγχώρια αμερικανικά ή εισαγόμενα από χώρες χωρίς αντίστοιχες επιβαρύνσεις.
Αντίστοιχα προβλήματα αντιμετωπίζει και ο ισπανικός κλάδος ελαιολάδου, με την Ισπανία να είναι ο μεγαλύτερος παραγωγός παγκοσμίως.
Όπως επισημαίνει στο BBC ο Rafael Pico Lapuente, γενικός διευθυντής της ένωσης εξαγωγέων ελαιολάδου (ASOLIVA), αν οι δασμοί παραμείνουν στο 10%, η αγορά θα αντέξει. «Αν όμως οι ΗΠΑ επιβάλλουν μεγαλύτερους δασμούς για τις ευρωπαϊκές εισαγωγές και χαμηλότερους για ανταγωνιστές εκτός Ε.Ε., όπως η Τουρκία ή η Τυνησία, τότε θα έχουμε σοβαρό πρόβλημα».
Οι ισπανικές εξαγωγές ελαιολάδου προς τις ΗΠΑ έχουν εκτοξευθεί τα τελευταία χρόνια, από 300.000 τόνους ετησίως σε περίπου 430.000 τόνους σήμερα, αντιπροσωπεύοντας σχεδόν το μισό της κατανάλωσης εκτός Ευρώπης.
Η προοπτική διαφοροποίησης δασμών δημιουργεί επίσης κινδύνους εμπορικής παραπλάνησης, όπως τονίζει ο καθηγητής οικονομικών Javier Díaz-Giménez από την σχολή οικονομικών IESE της Μαδρίτης: «Αν η Ισπανία έχει δασμούς 20% και χώρες όπως το Μαρόκο ή η Ανδόρα μόνο 10%, πολλά προϊόντα θα δρομολογηθούν μέσω αυτών των χωρών ώστε να γλιτώσουν τις χρεώσεις. Και ποιος θα μπορέσει να αποδείξει αν το ελαιόλαδο προήλθε όντως από την Ανδόρα;»
Οι διαπραγματεύσεις ΕΕ-ΗΠΑ συνεχίζονται, αλλά οι ισπανοί παραγωγοί ανησυχούν ότι ο αγροτοδιατροφικός τομέας μπορεί να θυσιαστεί για χάρη των βιομηχανικών συμφωνιών. «Δεν θα ήθελα να δω προϊόντα όπως το ελαιόλαδο να χρησιμοποιούνται ως διαπραγματευτικό χαρτί», δηλώνει χαρακτηριστικά ο Pico Lapuente.
Η Κίνα
Η Grupo Osborne ήδη εξετάζει νέες αγορές, όπως η Κίνα, αλλά και χώρες με παράδοση στην κατανάλωση jamón, όπως η Γαλλία, η Ιταλία και η Πορτογαλία.
Όπως τονίζει ο Fernández: «Αν οι δασμοί παραμείνουν υψηλοί, θα ανακατευθύνουμε τις επενδύσεις και τις εμπορικές μας προσπάθειες σε άλλες αγορές».
Οικονομολόγοι συμφωνούν ότι η εξεύρεση εναλλακτικών είναι μονόδρομος. «Αν ήμουν διευθύνων σύμβουλος, θα είχα ήδη ενεργοποιήσει σχέδια Β και Γ για να μειώσω την έκθεσή μου στην αμερικανική αγορά», καταλήγει ο καθηγητής Díaz-Giménez.