Ήταν μεγάλη σε ένταση – αλλά φαίνεται πως όχι σε διάρκεια – η νευρικότητα των αγορών μετά την επίθεση που εξαπέλυσε το Ισραήλ κατά του Ιράν την περασμένη Παρασκευή, 13 Ιουνίου. Η άνοδος των τιμών του πετρελαίου την ίδια ημέρα και οι ανησυχίες για πιθανό κλείσιμο των Στενών του Ορμούζ από την Τεχεράνη επιβεβαίωσαν τον κεντρικό ρόλο που διαδραματίζει το Ιράν, ιδρυτικό μέλος του OPEC, στην παγκόσμια ενεργειακή σκηνή. Η παραγωγή πετρελαίου του Ιράν εκτιμάται σήμερα σε 3,3 εκατομμύρια βαρέλια αργού πετρελαίου ημερησίως και η χώρα είναι επίσης ένας από τους κύριους παραγωγούς και εξαγωγείς φυσικού αερίου.
Τα τελευταία 20 χρόνια οι εμπορικές σχέσεις Γαλλίας-Ιράν έχουν καταρρεύσει εξαιτίας της επαναφοράς των αμερικανικών και των ευρωπαϊκών κυρώσεων κατά της Τεχεράνης από το 2011, λόγω των ανησυχιών για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν
«Χάρη στις πλουτοπαραγωγικές του πηγές το Ιράν κατατάχθηκε το 2024 στην 40ή θέση μεταξύ των μεγαλύτερων οικονομιών του κόσμου. Ωστόσο, οι εμπορικές σχέσεις της χώρας επηρεάζονται σε μεγάλο βαθμό από τις αυστηρές κυρώσεις της Δύσης, από τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρώπη πρωτίστως, που συνδέονται με τις υποψίες για εμπλουτισμό ουρανίου για την κατασκευή πυρηνικών όπλων, κυρώσεις οι οποίες απομονώνουν οικονομικά τη χώρα από τη διεθνή κοινότητα», γράφει η Λουίζ ντε Μεζονέβ στη γαλλική «Le Figaro».
Και μαζί και χώρια
«Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο το Ιράν στρέφεται τώρα σε άλλους εμπορικούς εταίρους. Οι κύριοι προμηθευτές του είναι η Κίνα, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, η Τουρκία και η Ρωσία, ενώ κύριοι πελάτες του είναι η Κίνα, η Τουρκία, το Αφγανιστάν και η Ταϊβάν», σημειώνει η γαλλίδα ρεπόρτερ. Εν προκειμένω δεν μπορεί κανείς να μην παρατηρήσει ότι από χώρες που αναφέρονται ως στενοί εμπορικοί εταίροι της Τεχεράνης, οι τρεις (ΗΑΕ, Ταϊβάν και Τουρκία) είναι στενοί συνεργάτες και σύμμαχοι των ΗΠΑ και της Δύσης, ενώ η Τουρκία μετέχει ακόμα και στη Βορειοατλαντική Συμμαχία (ΝΑΤΟ).
Οι εισαγωγές της Τεχεράνης από τους βασικούς εμπορικούς της εταίρους αφορούν κυρίως μεταποιημένα προϊόντα, όπως έξυπνα κινητά τηλέφωνα, αυτοκίνητα ή φάρμακα, κατά το δημοσίευμα της γαλλικής εφημερίδας. Το Ιράν εισάγει όμως και γεωργικά και αγροτικά προϊόντα, κυρίως σιτάρι και άλλα δημητριακά. Εισάγει επίσης σίδηρο, χάλυβα και χρυσό, όπως σημειώνει ο εξειδικευμένος σε θέματα που αφορούν το Ιράν επικεφαλής της εταιρείας συμβούλων Ageromys, Μάικλ Μακίνσκι.
«Μια από τις δυσκολίες σε ό,τι αφορά τις ιρανικές εισαγωγές παραμένει ο τρόπος πληρωμής των αγαθών, επειδή το Ιράν βρίσκεται εκτός της ζώνης δολαρίου, εκτός του συστήματος διεθνών διατραπεζικών συναλλαγών Swift και δίχως κανένα δεσμό με δυτικές τράπεζες. Από την άλλη πλευρά, η Τεχεράνη έχει πρόσβαση σε ειδικούς χρηματοοικονομικούς διαύλους με τη Ρωσία και την Κίνα», εξηγεί ο ειδικός.
Κίνα, Τουρκία, Αφγανιστάν, Ταϊβάν
Στους βασικούς πελάτες της Τεχεράνης περιλαμβάνονται, όπως έχει προαναφερθεί, η Κίνα, η Τουρκία, το Αφγανιστάν και η Ταϊβάν. Οι χώρες αυτές εισάγουν κυρίως πετρέλαιο από το Ιράν. «Η Τεχεράνη καταφέρνει να εξάγει με δεξαμενόπλοια μέσω της Κίνας πολύ περισσότερο πετρέλαιο από όσο νομίζαμε», σημειώνει ο Μάικλ Μακίνσκι.
Τα πλοία εκφορτώνονται στα ανοικτά των ακτών της Μαλαισίας και κινεζικά δεξαμενόπλοια τα παραλαμβάνουν για παράδοση σε «ανεξάρτητα» διυλιστήρια που βρίσκονται στην Κίνα. «Πρόσφατα, οι Ηνωμένες Πολιτείες επέβαλαν κυρώσεις σε ένα από αυτά τα διυλιστήρια δίκην προειδοποίησης προς τα άλλα», γράφει η ρεπόρτερ του «Figaro».
Εκτός από πετρέλαιο το Ιράν εξάγει και πετροχημικά, τα οποία αντιπροσωπεύουν το ένα τρίτο των ιρανικών εξαγωγών. Το 11% των συνολικών εξαγωγών σε αξία είναι συμπυκνώματα αερίου, ενώ το 10% αντιπροσωπεύουν γεωργικά προϊόντα, όπως οι χουρμάδες και τα φιστίκια.
Τα στοιχεία αυτά προέρχονται από τη Γενική Διεύθυνση του Υπουργείου Οικονομικών της Γαλλίας. Ο «Figaro» σημειώνει εξάλλου ότι τα τελευταία 20 χρόνια οι εμπορικές σχέσεις Γαλλίας-Ιράν έχουν καταρρεύσει εξαιτίας της επαναφοράς των αμερικανικών και των ευρωπαϊκών κυρώσεων κατά της Τεχεράνης από το 2011, λόγω των ανησυχιών για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν.
Πολιτική και κυρώσεις
Το 2014 οι κυρώσεις της Δύσης κατά της Τεχεράνης άρχισαν να χαλαρώνουν και οι εμπορικές συναλλαγές αυξήθηκαν θεαματικά. Από το 2017-2018 η στρόφιγγα άρχισε να κλείνει και πάλι και έως το 2024 το εμπόριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης με το Ιράν μειώθηκε κατά 43%.
Σύμφωνα με το ρεπορτάζ του «Figaro», η Γαλλία έχει μετακινηθεί από τη δεύτερη στην τέταρτη θέση μεταξύ των Ευρωπαίων προμηθευτών της Τεχεράνης και αντιπροσωπεύει το 5% των ευρωπαϊκών εξαγωγών προς το Ιράν, ακριβώς πίσω από τη Γερμανία. «Στη Γαλλία η κυβέρνηση επιβραδύνει τις συναλλαγές με το Ιράν, ενώ στη Γερμανία, παρά την σκληρή πολιτική γλώσσα προς την Τεχεράνη, οι αρχές συνεχίζουν να πιέζουν τις γερμανικές εταιρείες να δραστηριοποιηθούν εκεί», σημειώνει ο Μακίνσκι της Ageromys.
Είναι πρόδηλη η δυσκολία να τελεσφορήσουν οι οικονομικές και εμπορικές κυρώσεις που επιβάλλουν δυτικές κυβερνήσεις (με πρωτοβουλία αποκλειστικά των ΗΠΑ) σε χώρες της Ανατολής και του Νότου με «μη αποδεκτά» καθεστώτα και πολιτικές, όπως η Ρωσία, το Ιράν, η Κούβα ή η Βενεζουέλα.
Η αλληλεγγύη, η συσπείρωση των δυνάμεων και η διεύρυνση των συνεργασιών των «τιμωρουμένων» διευκολύνεται εξάλλου, αν δεν ενθαρρύνεται, από την απομάκρυνση – έως και αποξένωση – Δύσης και Ανατολής σε πολιτικό επίπεδο και από την αντιστροφή της περιβόητης παγκοσμιοποίησης της διεθνούς οικονομίας και του εμπορίου.
Μιας διαδικασίας κατάργησης των εμπορικών συνόρων που τα θεμέλιά της έθεσε το 1979 ο κινέζος μεταρρυθμιστής ηγέτης Ντενγκ Ξιαοπίνγκ και η οποία επιταχύνθηκε θεαματικά δέκα χρόνια αργότερα, μετά την κατάρρευση του λεγόμενου «υπαρκτού σοσιαλισμού».