Καλύτερες επιδόσεις σε επίπεδο αποδοτικότητας και ανθεκτικότητας καταγράφουν πλέον οι ελληνικές τράπεζες σε σχέση με τις ευρωπαϊκές.
Πρόκειται για μία επιτυχία που στηρίχθηκε στα πλάνα μετασχηματισμού, τα οποία ολοκλήρωσαν τα προηγούμενα χρόνια, αλλά και στη βελτίωση των μακροοικονομικών και δημοσιονομικών προοπτικών για τη χώρα.
Το εντυπωσιακό αυτό γύρισμα σε σχέση με τα χρόνια που ακολούθησαν τη χρεοκοπία του ελληνικού δημοσίου το 2010, παρουσιάζει η Τράπεζα της Ελλάδος στην τελευταία έκθεσή της για τη Νομισματική Πολιτική.
Όπως επισημάνει ο διοικητής της Γιάννης Στουρνάρας, μπορεί η επιδείνωση των χρηματοπιστωτικών συνθηκών διεθνώς τους πρώτους μήνες του 2025 να αυξάνει την αβεβαιότητα για τον κλάδο, ωστόσο τα εγχώρια πιστωτικά ιδρύματα διαθέτουν πλέον ισχυρές άμυνες.
Σύμφωνα με τον κεντρικό τραπεζίτη, τα τελευταία χρόνια έχουν ενισχύσει σημαντικά την ανθεκτικότητά τους, γεγονός στο οποίο έχουν συμβάλει οι αναβαθμίσεις στις πιστοληπτικές αξιολογήσεις τους, σε μεγάλο βαθμό λόγω της επιστροφής του αξιόχρεου του δημοσίου στην επενδυτική βαθμίδα, αλλά και της βελτίωσης στα θεμελιώδη μεγέθη τους.
Είναι χαρακτηριστικό πως όλοι οι μεγάλοι οίκοι προχώρησαν από τις αρχές του 2025 σε προς το πάνω αναπροσαρμογή της βαθμολογίας τους: S&P (Ιανουάριος 2025), Morningstar DBRS (Μάρτιος και Απρίλιος 2025), Moody’s (Μάρτιος 2025) και Fitch (Απρίλιος 2025).
Έτσι, η βέλτιστη πιστοληπτική αξιολόγηση των τεσσάρων σημαντικών τραπεζών βρίσκεται πλέον εντός της επενδυτικής κατηγορίας.
Αυτή η εξέλιξη κατά τον κ. Στουρνάρα, αντανακλά αφενός τις εκτιμήσεις για διατηρήσιμους ρυθμούς κερδοφορίας, που θα επηρεάσουν θετικά τους δείκτες κεφαλαίου, καθώς και τις επιδόσεις στους δείκτες ρευστότητας και ποιότητας ενεργητικού, και αφετέρου τη θέσπιση, από την Τράπεζα της Ελλάδος, μέτρων μακροπροληπτικής πολιτικής που εφαρμόζονται σε επίπεδο δανειολήπτη.
Επενδυτικό ενδιαφέρον
Ως αποτέλεσμα, ενισχύεται το ενδιαφέρον της επενδυτικής κοινότητας για τοποθετήσεις στον εγχώριο τραπεζικό τομέα.
Συγκεκριμένα, είναι σταθερή τους τελευταίους μήνες η αύξηση της ζήτησης για τα ομόλογα τόσο των συστημικών, όσο και των λιγότερο σημαντικών τραπεζών, δημιουργώντας καθοδικές πιέσεις στο κόστος δανεισμού, παρά την αυξημένη αβεβαιότητα στις διεθνείς αγορές.
Η Τράπεζα της Ελλάδος σημειώνει πως ενδεικτική προς την ίδια κατεύθυνση είναι και η πρόσφατη συμφωνία για αύξηση του ποσοστού της UniCredit στο μετοχικό κεφάλαιο της Alpha Bank.
Οι προοπτικές
Σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην έκθεση για τη Νομισματική Πολιτική, η βελτίωση των θεμελιωδών μεγεθών των ελληνικών τραπεζών δημιουργεί ευνοϊκές προϋποθέσεις προκειμένου να επιτύχουν τους επιχειρησιακούς τους στόχους για τη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας στο μεσοπρόθεσμο διάστημα.
Το 2024 τα καθαρά κέρδη του κλάδου βελτιώθηκαν, λόγω της αύξησης στα καθαρά έσοδα από τόκους, σε συνάφεια με την αυξημένη καθαρή χρηματοδότηση προς την πραγματική οικονομία, αλλά και λόγω της ενίσχυσης της διαφοροποίησης των εσόδων και των μειωμένων προβλέψεων για πιστωτικό κίνδυνο.
Θετικές είναι οι τάσεις και στο ξεκίνημα της νέας χρονιάς. Συγκεκριμένα, το α΄ τρίμηνο του 2025 η κερδοφορία αυξήθηκε σε ετήσια βάση, αντανακλώντας κυρίως την άνοδο των εσόδων από προμήθειες και τη μείωση των προβλέψεων για τον πιστωτικό κίνδυνο, παράγοντες που είχαν επίσης συμβάλει θετικά στα οικονομικά αποτελέσματα της περυσινής χρήσης.
Από την άλλη, τα καθαρά έσοδα από τόκους παρέμειναν σχεδόν αμετάβλητα, παρά τις μειώσεις στα βασικά επιτόκια του Ευρωσυστήματος, λόγω της αύξησης της καθαρής χρηματοδότησης.
Κατά την Τράπεζα της Ελλάδος, η κερδοφορία των ελληνικών τραπεζών αναμένεται να διατηρηθεί ισχυρή κατά το 2025.
Συγκεκριμένα, υπογραμμίζει πως οι συστημικά σημαντικές τράπεζες στοχεύουν σε σημαντική αύξηση των χρηματοδοτήσεών τους προς τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις μεσοπρόθεσμα.
Το γεγονός αυτό θα συμβάλει στη βελτίωση της ποιότητας των ιδίων κεφαλαίων και στην υποστήριξη των σχεδίων τους για επιτάχυνση της απόσβεσης των οριστικών και εκκαθαρισμένων αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων (deferred tax credits – DTCs).
Η σύγκριση με την Ευρώπη
Παράλληλα, η κεντρική τράπεζα δημοσιεύει συγκριτικά στοιχεία για τα θεμελιώδη μεγέθη μεταξύ ελληνικού και ευρωπαϊκού κλάδου.
Από αυτά προκύπτει ότι στα περισσότερα σημεία οι επιδόσεις των εγχώριων ιδρυμάτων είναι καλύτερες. Συγκεκριμένα:
Κερδοφορία
Ο δείκτης αποδοτικότητας ιδίων κεφαλαίων στην Ελλάδα διαμορφώθηκε το 2024 σε 12,2% έναντι 9,5% στην Ευρωζώνη κατά μέσο όρο, ενώ ενισχύθηκε περαιτέρω στο 12,5% στο α΄ τρίμηνο της εφετινής χρονιάς.
Από την άλλη, ο δείκτης αποδοτικότητας ενεργητικού ήταν διπλάσιος του ευρωπαϊκού μέσου όρου, διαμορφούμενος πέρυσι σε 1,3% έναντι 0,7% στην Ευρωζώνη.
Ποιότητα δανειακού χαρτοφυλακίου
Ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων υποχώρησε στο τέλος του 2024 στην Ελλάδα στο 3,8% από 7,5% ένα χρόνο νωρίτερα.
Στην Ευρωζώνη το ίδιο διάστημα βρισκόταν στο 2,3%.
Ωστόσο, στα δάνεια αμφίβολης είσπραξης οι επιδόσεις στην χώρα μας είναι καλύτερες, με το σχετικό δείκτη να διαμορφώνεται στο τέλος του 2024 σε 7,3% έναντι 9,9% στην ευρωζώνη.
Κεφαλαιακή επάρκεια
Οι ελληνικές τράπεζες εμφάνιζαν ελαφρώς υψηλότερο δείκτη CET 1 στο 16% στο τέλος του 2024 έναντι 15,9% στην Ευρωζώνη.
Οριακά χαμηλότερος ήταν την ίδια περίοδο ο δείκτης συνολικής κεφαλαιακής επάρκειας. Συγκεκριμένα, βρισκόταν στο 19,7% έναντι 20% στην υπόλοιπη Ευρώπη κατά μέσο όρο.
Δείκτες ρευστότητας
Σε πολύ μεγάλη απόσταση από το μέσο ευρωπαϊκό όρο και αρκετά πάνω από τα ελάχιστα εποπτικά όρια, βρίσκονται οι δείκτες ρευστότητας των ελληνικών τραπεζών.
Στο τέλος του 2024 ο δείκτης κάλυψης ρευστότητας διαμορφώθηκε σε 218,3% υψηλότερα από το 158% της Ευρωζώνης.
Ταυτόχρονα, ο λόγος δάνεια προς καταθέσεις ήταν στην Ελλάδα στο 67,1% έναντι 100,4% κατά μέσο όρο στη ζώνη του ευρώ.