Λιγότερα αμπέλια, ιστορικά χαμηλά επίπεδα παραγωγής, μείωση της κατανάλωσης στο κρασί συνθέτουν την εικόνα του παγκόσμιου αμπελοοινικού χάρτη για το 2024, με τους παραγωγούς και το διεθνές εμπόριο να δέχονται πιέσεις.
Την περσινή σεζόν ο αμπελοοινικός τομέας, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε όλον τον κόσμο αντιμετώπισε μια δύσκολη χρονιά, η οποία χαρακτηρίστηκε από δυσμενείς κλιματολογικές συνθήκες, που οδήγησαν σε πτώση της παραγωγής κρασιού.
Ταυτόχρονα, η μειωμένη ζήτηση σε όλες τις κύριες αγορές, σε συνδυασμό με τις υψηλές μέσες τιμές – λόγω των χαμηλών ποσοτήτων παραγωγής και των παρατεταμένων επιπτώσεων του πληθωρισμού – κατέστησαν την περσινή σεζόν, μία ακόμη δύσκολη χρονιά για τον αμπελοοινικό κλάδο.
Το 2024 για τον παγκόσμιο αμπελοοινικό τομέα αποδείχτηκε μία ακόμη δύσκολη χρονιά, που χαρακτηρίστηκε από δυσμενείς κλιματολογικές συνθήκες, οι οποίες οδήγησαν σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα παραγωγής
Την ίδια στιγμή, κοινωνικοί και οικονομικοί παράγοντες οδήγησαν σε μείωση της κατανάλωσης σε βασικές αγορές. Παρά τις πιέσεις αυτές, οι υψηλότερες μέσες τιμές συνέβαλαν στη στήριξη των συνολικών επιδόσεων της αγοράς σε όρους αξίας, αμβλύνοντας ορισμένες από τις επιπτώσεις των μειωμένων όγκων.
Τα παραπάνω περιλαμβάνονται στην έκθεση της Διεθνούς Οργάνωσης Αμπέλου και Οίνου (Organisation Internationale de la Vigne et du Vin – OIV), η οποία μέσα από στοιχεία καταγράφει την κατάσταση που επικράτησε στον αμπελοοινικό τομέα το 2024.

Συρρικνώνεται ο παγκόσμιος αμπελώνας
Για τέταρτη συνεχόμενη χρονιά η παγκόσμια έκταση αμπελώνων συνέχισε την πτώση της το 2024 φτάνοντας τα 7,1 εκατομμύρια εκτάρια καταγράφοντας μείωση κατά 0,6% σε σύγκριση με το 2023.
Η τάση αυτή, σύμφωνα με την έκθεση, αποδίδεται στη μείωση της επιφάνειας των αμπελώνων σε όλες τις μεγάλες αμπελουργικές χώρες και στα δύο ημισφαίρια, με λίγες μόνο εξαιρέσεις. Η τάση έχει σημειωθεί για όλους τους τύπους αμπέλου, με τις οινοποιήσιμες ποικιλίες να είναι αυτές που επηρεάστηκαν περισσότερο.
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, οι αμπελώνες παρουσίασαν συνολική μείωση 0,8% το 2024, με τις μέτριες επεκτάσεις που αναφέρθηκαν στην Ελλάδα, την Ιταλία και τη Ρουμανία να μην μπορούν να αντισταθμίσουν το ξερίζωμα αμπελώνων, που παρατηρήθηκαν σε άλλες χώρες της ΕΕ.
Χαρακτηριστικό είναι ότι η Ισπανία, ο μεγαλύτερος αμπελώνας στον κόσμο, αντιπροσωπεύει 930 χιλιάδες εκτάρια (kha) το 2024 και έχει μειωθεί κατά 1,5% (που ισοδυναμεί με 14,5 kha) σε σύγκριση με το 2023.
Το 2024, η συνολική παγκόσμια παραγωγή κρασιού μειώθηκε στα 225,8 εκατομμύρια εκατόλιτρα (mhl)- το χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων 60 ετών
Ομοίως, η Γαλλία, με τη δεύτερη μεγαλύτερη έκταση με αμπέλια, σημείωσε μείωση κατά 0,7% και διαμορφώθηκε στα 783 kha.
Μειώσεις καταγράφονται στην Πορτογαλία κατά 5,1% φτάνοντας τα 173 kha, στη Γερμανία κατά 0,4% (103 kha), στη Βουλγαρία κατά 7,3% (60 kha) και στην Ουγγαρία κατά 1% (60 kha).
Η Ιταλία, η οποία είναι μία από τις χώρες με τους εφτά μεγαλύτερους αμπελώνες του κόσμου συνέχισε την ανοδική της πορεία, φτάνοντας τα 728 kha.
Επεκτάσεις καταγράφηκαν επίσης στη Ρουμανία (187 kha, +0,1%/2023) και στην Ελλάδα (93 kha, +0,4%/2023).

Κρασί: Ιστορικό χαμηλό παραγωγής
Για δεύτερη συνεχή χρονιά, οι ακραίες κλιματολογικές συνθήκες και η επακόλουθη πίεση ασθενειών επηρέασαν σοβαρά αμπελώνες σε όλο τον κόσμο, οδηγώντας σε ιστορικό χαμηλό επίπεδο της παγκόσμιας παραγωγής κρασιού, που έχει καταγραφεί από το 1961 (219 mhl), όταν ο εαρινός παγετός έπληξε σημαντικούς αμπελώνες στη Νότια Ευρώπη, ιδίως στη Γαλλία.
Σύμφωνα με τα στοιχεία, το 2024, η συνολική παγκόσμια παραγωγή κρασιού, εξαιρουμένων των χυμών και των γλεύκων, μειώθηκε στα 225,8 εκατομμύρια εκατόλιτρα (mhl)- το χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων 60 ετών – μειωμένη κατά 4,8% σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος.
Όπως και την προηγούμενη χρονιά το 2023, η περσινή σεζόν σημαδεύτηκε από τα ακραία μετεωρολογικά γεγονότα, με τους πρώιμους παγετούς, τις έντονες βροχοπτώσεις και την παρατεταμένη ξηρασία να επηρεάζουν δραματικά την παραγωγικότητα των αμπελώνων. Αυτοί οι παράγοντες επηρέασαν σοβαρά τον όγκο συγκομιδής σε όλες τις μεγάλες οινοπαραγωγικές περιοχές τόσο στο Βόρειο όσο και στο Νότιο Ημισφαίριο.
Μείωση κατά 3,5% παρατηρήθηκε και σε επίπεδο ΕΕ, με την παραγωγή το 2024 να εκτιμάται σε 138,3 mhl. Πρόκειται για τον χαμηλότερο όγκο παραγωγής που έχει καταγραφεί από τις αρχές του αιώνα, πίσω ακόμη και από το 2017 (141,5 mhl).
Οι ακραίες καιρικές συνθήκες, που κατέστρεψαν παραγωγές οδήγησαν σε αυξημένες προσβολές ασθενειών, ζημιές στους αμπελώνες και δύσκολες συνθήκες καλλιέργειας. Οι επιπτώσεις αυτές κατανέμονται ανομοιόμορφα και ορισμένες περιοχές επωφελήθηκαν από σχετικά ευνοϊκές καιρικές συνθήκες, αποδίδοντας μέσες ποσότητες συγκομιδής (7,8 mhl, -9,8% σε σχέση με το 2023), Πορτογαλία (6,9 mhl, -8,2%/2023), Ρουμανία (3,7 mhl, -19,8%/2023) και Αυστρία (2,2 mhl, -8,8%/2023) κατέγραψαν όχι μόνο μείωση σε σύγκριση με το έως το 2023, αλλά και μικρότερη από το μέσο όρο παραγωγή όγκων που αποδίδονται σε διάφορες κλιματικές προκλήσεις όπως ξηρασία, παγετοί αργά την άνοιξη και έντονες καλοκαιρινές βροχές.
Αντίθετα, η Ουγγαρία (2,7 mhl, +10,0%/2023) και η Ελλάδα (1,4 mhl, +1,4%/2023) κατέγραψαν όγκο παραγωγής που υπερβαίνει εκείνον του 2023.
Οι χαμηλοί όγκοι παραγωγής το 2023 και το 2024, οι υψηλές μέσες τιμές εξαγωγής και η εξασθενημένη διεθνής ζήτηση επηρέασαν σημαντικά το διεθνές εμπόριο οίνου το 2024
Γιατί μειώθηκε η κατανάλωση στο κρασί
Δεκαπέντε από τις από τις είκοσι κορυφαίες αγορές στον κόσμο το 2024 παρουσίασαν μείωση της κατανάλωσης σε σύγκριση με το 2023. Ωστόσο, ορισμένες βασικές αγορές έδειξαν ανθεκτικότητα παρά τις δυσκολίες αυτές.
Σύμφωνα με τα στοιχεία, η παγκόσμια κατανάλωση κρασιού το 2024 εκτιμάται σε 214,2 mhl, σημειώνοντας μείωση 3,3% σε σύγκριση με το 2023. Εάν επιβεβαιωθεί αυτή η εκτίμηση, θα σημάνει τον χαμηλότερο όγκο που έχει καταγραφεί από το 1961 (213,6 mhl).
Η μείωση της παγκόσμιας κατανάλωσης οίνου ακολουθεί μια σχετικά σταθερή πορεία από το 2018, με την Κίνα , η οποία απώλεσε σχεδόν 2 mhl ετησίως από το 2018 να διαδραματίζει κεντρικό ρόλο στην μείωση των παγκόσμιων αριθμών κατανάλωσης.
Μάλιστα, η εμφάνιση της πανδημίας COVID-19 το 2020 επιδείνωσε αυτή την πτωτική τάση, με τα μέτρα αποκλεισμού να επηρεάζουν αρνητικά τις σημαντικότερες αγορές οίνου παγκοσμίως. Το 2021, ο τερματισμός των περιορισμών που σχετίζονται με την πανδημία, σε συνδυασμό με την επαναλειτουργία του τομέα της φιλοξενίας (HoReCa) και την αναβίωση των κοινωνικών συγκεντρώσεων και των εορτασμών, οδήγησε σε ανάκαμψη της κατανάλωσης σε πολλές χώρες.
Ωστόσο, το 2022, οι γεωπολιτικές εντάσεις, ιδίως ο πόλεμος στην Ουκρανία, και οι επακόλουθες ενεργειακές κρίσεις, μαζί με διαταραχές στην παγκόσμια αλυσίδα εφοδιασμού, οδήγησαν σε αυξημένο κόστος παραγωγής και διανομής κρασιού, εκτοξεύοντας τις τιμές για τους καταναλωτές.
Το 2024 συνεχίστηκε το αρνητικό πρόσημο στην κατανάλωση κρασιού που παρατηρήθηκε το 2023.
Πώς επηρεάστηκε το διεθνές εμπόριο για το κρασί
Οι χαμηλοί όγκοι παραγωγής το 2023 και το 2024, οι υψηλές μέσες τιμές εξαγωγής και η εξασθενημένη διεθνής ζήτηση επηρέασαν σημαντικά το διεθνές εμπόριο οίνου το 2024.
Έτσι, το 2024, ενώ ο συνολικός όγκος των εξαγωγών παρέμεινε σχετικά χαμηλός στα 99,8 εκατομμύρια εκατόλιτρα – που αντιστοιχούσε στο 2023 αλλά 5% κάτω από τον μέσο όρο της πενταετίας – αυτό αντισταθμίστηκε από την ισχυρή αξία των εξαγωγών, που έφτασε τα 35,9 δισεκατομμύρια ευρώ. Η μέση τιμή εξαγωγής παρέμεινε σταθερή στα 3,60 ευρώ ανά λίτρο, διατηρώντας το υψηλό ρεκόρ του που σημειώθηκε το 2023.
Πάντως, την περσινή σεζόν η αξία των παγκόσμιων εξαγωγών οίνου εκτιμάται σε 35,9 δισ. ευρώ, γεγονός που αντιπροσωπεύει μόνο μια μικρή μείωση 0,3% σε σύγκριση με το υψηλό επίπεδο που καταγράφηκε το 2023.