Παρακολουθώντας κανείς τις συνεδριάσεις της Βουλής βιώνει το απόκοσμο εκείνο αίσθημα του deja vu. Ο επιστημονικός όρος είναι «προμνησία» και ορίζεται ως η υποκειμενική εμπειρία οικειότητας σε σχέση με κάτι που αντικειμενικά είναι νέο. Πόσο νέο είναι όμως στα αλήθεια; Οι πρωταγωνιστές μπορεί να αλλάζουν, αλλά το σενάριο και η γραμματική της φιλμικής γλώσσας παραμένουν ίδια και απαράλλαχτα.
Το κοινοβούλιο εδώ και δεκαετίες μοιάζει να έχει μεταλλαχθεί σε μια κάψουλα απρόσβλητη στο πέρασμα του χρόνου. Σαν να κινείται σε ένα παράλληλο σύμπαν, σε έναν άλλον χωροχρόνο που δεν επηρεάζεται από τις ραγδαίες και κοσμογονικές αλλαγές.
Τα μεγάλα προβλήματα και οι νέες προκλήσεις αντιμετωπίζονται με το ίδιο πνεύμα και την ίδια ακατανόητη εχθροπάθεια και καχυποψία περασμένων εποχών, που δεν αφήνουν χώρο για συναινέσεις και συνεννόηση, απαραίτητες προϋποθέσεις για τη λήψη σημαντικών και καθοριστικών αποφάσεων με θετικό αποτύπωμα.
Ο γόνιμος διάλογος για ζητήματα υπαρξιακά παραμένει ουτοπία ακόμη και όταν οι συνθήκες είναι εξαιρετικά πιεστικές. Στη θέση του κυριαρχούν οι γνωστοί παράλληλοι μονόλογοι, οι εκφράσεις κλισέ και οι αμήχανες απόπειρες χιούμορ που δεν προκαλούν ούτε καν μειδίαμα στο κοινό.
Ενας πολιτικός λόγος διατυπωμένος στις περισσότερες περιπτώσεις – ειδικά σε επίπεδο πολιτικών αρχηγών – με έναν αφύσικο, προσποιητό τόνο, με μοναδικό στόχο την εντυπωσιοθηρία και την εκβιαστική απόσπαση χειροκροτημάτων. Το πολιτικό σύστημα πορεύεται με όρους του παρελθόντος και ξεπερασμένα υλικά στις υψηλές απαιτήσεις της νέας εποχής.
Είναι προφανές ότι ένας μεγάλος πολιτικός κύκλος έχει κλείσει, χωρίς όμως να έχει γεννηθεί ο νέος. Οσες απόπειρες «ανανέωσης» εμφανίζονται, αποδεικνύονται γρήγορα εξίσου – αν όχι περισσότερο – παλιές.