«Ραντεβού τον Αύγουστο». Με αυτή τη φράση απάντησε κορυφαία τραπεζική πηγή στην ερώτηση του «Οικονομικού Ταχυδρόμου» για ενδεχόμενες επιπτώσεις στον κλάδο τα επόμενα τρίμηνα από την ανάφλεξη στη Μέση Ανατολή.
Ο λόγος που μας παρέπεμψε σε αυτή την περίοδο δεν είναι άλλος από την προγραμματισμένη για το διήμερο 31 Ιουλίου-1η Αυγούστου ανακοίνωση των αποτελεσμάτων α’ εξαμήνου 2025 από τους τέσσερις συστημικούς ομίλους.
Οπως εκτιμά, έως τότε θα υπάρχει καλύτερη ορατότητα για τις εξελίξεις. Υπενθυμίζεται ότι οι τραπεζικές διοικήσεις έχουν υποσχεθεί στην κοινότητα των αναλυτών ότι ταυτόχρονα με τη δημοσιοποίηση των σχετικών οικονομικών καταστάσεων θα επιβεβαιώσουν ή θα αναθεωρήσουν τις προβλέψεις για τις επιδόσεις της τρέχουσας, αλλά και των δύο επόμενων χρήσεων.
Τα business plans της περιόδου 2025-2027, που παρουσιάστηκαν στα τέλη του 2024, δύσκολα θα αλλάξουν
«Η κατάσταση ήταν ούτως ή αλλιώς ρευστή λόγω των εν εξελίξει διαπραγματεύσεων των ΗΠΑ με τους μεγαλύτερους εμπορικούς της εταίρους για τη δασμολογική πολιτική και της συνεπακόλουθης αβεβαιότητας για την πορεία της παγκόσμιας οικονομίας» σημείωσε το ίδιο στέλεχος, προσθέτοντας πως «σε αυτό το περιβάλλον αστάθειας ήλθε να προστεθεί μία ακόμη κρίση, μετά το ξέσπασμα της σύγκρουσης Ισραήλ – Ιράν τις προηγούμενες ημέρες».
Χωρίς αλλαγές
Η εκτίμησή του είναι ότι τα business plans της περιόδου 2025-2027, που παρουσιάστηκαν στα τέλη του 2024, δύσκολα θα αλλάξουν.
Αυτή εδράζεται στην πεποίθησή του ότι η ένταση θα αποκλιμακωθεί σχετικά σύντομα και πως δεν θα υπάρξει ανατροπή στις μακροοικονομικές προοπτικές σε Ελλάδα και Κύπρο, τις δύο αγορές που βρίσκονται στον πυρήνα των τραπεζικών δραστηριοτήτων.
Οπως λέει, «τα επιχειρησιακά μας πλάνα στηρίζονται σε συγκεκριμένες παραδοχές για την ελληνική οικονομία, με την ανάπτυξη να διατηρείται λίγο πάνω από το 2%, τον πληθωρισμό να σταθεροποιείται γύρω από το 2%, την ανεργία να αποκλιμακώνεται περαιτέρω, τις τιμές των ακινήτων να συνεχίζουν την ανοδική τους πορεία με ετήσιο ρυθμό της τάξης του 4%-5% και τα ευρωπαϊκά επιτόκια να κινούνται πέριξ του 2% έως το τέλος του 2027».
Στο πλαίσιο αυτό, σημειώνει, «για να δούμε αναπροσαρμογές στους στόχους για την κερδοφορία της τρέχουσας τριετίας θα πρέπει να μεταβληθούν σημαντικά οι υποθέσεις για την εξέλιξη των συγκεκριμένων δεικτών».
Επιπλέον, υπογραμμίζει, «στις προβλέψεις ορισμένων τραπεζών δεν έχει συνυπολογιστεί το όφελος από εξαγορές που συμφωνήθηκαν τους προηγούμενους μήνες, ενώ δύο τουλάχιστον συστημικοί όμιλοι δεν έχουν ακόμη ολοκληρώσει τις κινήσεις μεγέθυνσης του ενεργητικού τους με μη οργανικό τρόπο».
Εν κατακλείδι, υποστηρίζει, «η τροχιά βιώσιμης και υψηλής κερδοφορίας στην οποία έχει εισέλθει το εγχώριο χρηματοπιστωτικό σύστημα δύσκολα θα ανατραπεί».
Οι κίνδυνοι
Από την άλλη, όμως, δεν γίνεται να παραγνωρίζονται οι κίνδυνοι. Σύμφωνα με αναλυτές, εάν η ένταση στη Μέση Ανατολή διαρκέσει περισσότερο του αναμενομένου, το πλήγμα στην παγκόσμια οικονομία και κατ’ επέκταση στην ελληνική θα μπορούσε να είναι σοβαρό. Σε μια ενδεχόμενη αξιοσημείωτη επιβράδυνση της ανάπτυξης στην Ελλάδα, τα πλάνα των τραπεζών είναι σίγουρο πως θα χρειαστούν αναθεώρηση.
Και αυτό διότι η μεγέθυνση της οικονομίας είναι ευθέως συνδεδεμένη με την επιδιωκόμενη πιστωτική επέκταση των 10 δισ. ευρώ περίπου ετησίως έως το 2028. Ο στόχος αυτός αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο των τραπεζικών σχεδιασμών για την αναπλήρωση του μεγαλύτερου μέρους των απωλειών στα έντοκα έσοδά τους λόγω της υποχώρησης των ευρωπαϊκών επιτοκίων.
Στο σενάριο δε που οι μεγαλύτερες οικονομίες της Ευρώπης πληγούν σοβαρά, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο σημαντικής χαλάρωσης της νομισματικής πολιτικής από την ΕΚΤ.
Ετσι, οι τράπεζες θα βρεθούν από τη μία πλευρά αντιμέτωπες με τη μείωση της ζήτησης για χρηματοδοτήσεις λόγω της επιβάρυνσης στο οικονομικό κλίμα και από την άλλη θα δουν το έντοκο εισόδημα από το υφιστάμενο απόθεμα χορηγήσεων να περιορίζεται.
Εφεδρείες
Βέβαια, ακόμη και σε αυτή την περίπτωση οι εγχώριοι όμιλοι θα έχουν στη διάθεσή τους εφεδρείες, τις οποίες χτίζουν με σταθερά βήματα το τελευταίο διάστημα. Ο λόγος γίνεται για εξαγορές που ενισχύουν τη συνεισφορά των μη τοκοφόρων εργασιών στο οργανικό τους αποτέλεσμα και οι οποίες δεν επηρεάζονται από το νομισματικό περιβάλλον.
Τα έσοδα από αυτές τις πηγές αναμένονται αυξανόμενα τα επόμενα χρόνια, συμβάλλοντας στη διατήρηση υψηλής κερδοφορίας.
Τέλος, σε περίπτωση επιδείνωσης των συνθηκών στις αγορές, οι ισχυροί δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας και ρευστότητας καθιστούν τις τράπεζες εξαιρετικά ανθεκτικές.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΣ ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ (ΟΤ) – ΤΟ ΒΗΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ