Οι απόψεις του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος κύριου Γιάννη Στουρνάρα για τη φορολογία είναι λίγο έως πολύ γνωστές. Το σημαντικό όμως είναι το χρονικό σημείο που ο ίδιος επιλέγει να τις φέρει κάθε φορά στο προσκήνιο και το βασικότερο ποιες από αυτές τις προτάσεις μπορεί μία κυβέρνηση να εφαρμόσει και ποιες όχι. Μην ξεχνάμε, κάθε φορά που η εκάστοτε κυβέρνηση αποφασίζει κάτι πρώτα από όλα λαμβάνει υπόψη το πολιτικό κόστος ή όφελος. Το καλό είναι ότι ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, εκ της θέσεως του, μπορεί να προτείνει πράγματα που δεν θα του κοστίσουν ή δεν θα τον ευνοήσουν πολιτικά. Άρα έχουν ιδιαίτερη βαρύτητα και σημασία.
Ας τα πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή για να γίνει απόλυτα κατανοητό το θέμα της φορολογικής μεταρρύθμισης που αρκετές κυβερνήσεις είναι η αλήθεια έχουν διαφημίσει ότι έχουν εφαρμόσει, λίγες όμως είναι εκείνες που προχώρησαν σε ρηξικέλευθες κινήσεις. Αφήνω απ΄ έξω τις μνημονιακές παρεμβάσεις γιατί αυτές έγιναν υπό συγκεκριμένο καθεστώς (πίεσης, εκβιασμού κτλ.) και ακόμη και αν κάποιες από αυτές μπορούν να ενταχθούν στο πλαίσιο μίας μεταρρυθμιστικής πολιτικής, η εφαρμογή της επιβολής φόρων επί δικαίων και αδίκων σε καμία περίπτωση δεν είχαν αυτή τη λογική παρά μόνο να επιβληθούν πρόσθετοι φόροι για να αυξηθούν τα έσοδα και να περιοριστούν τα ελλείμματα.
Έρχεται λοιπόν για μία ακόμη φορά ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος και ουσιαστικά ζητάει να επανεξεταστεί το φορολογικό πλαίσιο από μηδενική βάση. Όχι όμως μόνο για τους φόρους αλλά και για τα επιδόματα και τις φοροαπαλλαγές. Κανείς δεν μπορεί να διαφωνήσει ότι τόσο οι φοροαπαλλαγές όσο και τα επιδόματα είναι απαραίτητο να ισχύουν για να υπάρχει μία πιο δίκαιη κατανομή των βαρών αλλά και να ενισχύονται εκείνοι που έχουν πραγματικά ανάγκη. Εδώ όμως είναι το ερώτημα του ενός εκατομμυρίου που πρέπει να απαντηθεί από την εκάστοτε κυβέρνηση και την εκάστοτε ηγεσία του υπουργείου Οικονομικών. Ποιοι είναι αυτοί που έχουν πραγματικοί ανάγκη; και το βασικότερο με ποια κριτήρια διαπιστώνει κάποιος ότι όντως αυτοί οι άνθρωποι βρίσκονται σε οικονομική αδυναμία και πρέπει να ενισχυθούν;
Το ερώτημα αυτό η αλήθεια είναι ότι θα μπορούσε πολύ εύκολα να απαντηθεί αν στη χώρα μας δεν αποτελούσε εθνικό σπορ η φοροδιαφυγή. Από την άλλη, τώρα που έχει μπει στη ζωή μας η τεχνητή νοημοσύνη, οι σαρωτικοί έλεγχοι και οι διασταυρώσεις και τα αυστηρά πρόστιμα σε όσους φοροδιαφεύγουν θα μπορούσε κατά κάποιο τρόπο να απαντηθεί πιο εύκολα το συγκεκριμένο ερώτημα και σαφέστατα να ήταν πολύ πιο δίκαιη η κατανομή των φοροαπαλλαγών και των επιδομάτων.
Όπως αναφέρει ο κ. Στουρνάρας για τα επιδόματα, «αυτό είναι ένα τεράστιο ποσό το οποίο μαζεύεται και είναι ένα πολύ ισχυρό όπλο στα χέρια της κάθε κυβέρνησης για αποτελεσματικότητα, για ανάπτυξη, για κοινωνική δικαιοσύνη».
Ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας μιλάει ακόμη για την ανάγκη της πλήρους αναθεώρησης της φορολογικής κλίμακας, κάτι το οποίο, σύμφωνα με ασφαλείς πληροφορίες αλλά και δημόσιες δεσμεύσεις κυβερνητικών παραγόντων, ετοιμάζεται να ανακοινώσει ο πρωθυπουργός κύριος Κυριάκος Μητσοτάκης από τη ΔΕΘ αλλά δεν ξέρουμε πόσο πλήρης θα είναι αυτή η αναθεώρηση. Πάντως αύξηση του αφορολόγητου για μισθωτούς, συνταξιούχους και αγρότες δεν αναμένεται να συμβεί όπως λένε αρμοδίως. Ούτε κατάργηση του ΕΝΦΙΑ. Το πιθανότερο είναι να αλλάξουν οι συντελεστές και τα κλιμάκια για να γίνει αυτό που λέμε πιο προοδευτική η φορολογική κλίμακα.
Πάντως, κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί το γεγονός ότι το να ελαφρυνθούν οι μισθωτοί και να στηριχθεί η μεσαία τάξη, που εκ των πραγμάτων είναι εκείνοι που στηρίζουν εν πολλοίς την ελληνική οικονομία, είναι δίκαιο και πρέπει να γίνει πράξη. Άλλωστε, έχουν συνεισφέρει και συνεχίζουν να το πράττουν στη διαμόρφωση των υπέρογκων πλεονασμάτων.
Και κάτι ακόμη. Οι μισθωτοί και να θέλουν να φοροδιαφύγουν δεν μπορούν όσον αφορά στα εισοδήματα που εισπράττουν από τη δηλωμένη εργασία τους. Ο φόρος που πληρώνουν παρακρατείται κάθε μήνα από το μισθό ή τη σύνταξη στην περίπτωση των συνταξιούχων και το κράτος ουσιαστικά γνωρίζει από την αρχή του έτους τι πρόκειται να εισπράξει. Και μόνο γι’ αυτό το λόγο θα έπρεπε να υπάρχει ένα πρόσθετο είδος επιβράβευσης γιατί αν συμβεί αυτό και εκείνοι με τη σειρά τους ζητούν αποδείξεις από τους επαγγελματίες θα μπορούσαν να κλείσουν αρκετές τρύπες της φοροδιαφυγής.
Όσον αφορά στις φοροαπαλλαγές και στην πρόταση του κύριου Στουρνάρα για ριζική αναδιάρθρωση του πλαισίου που τις διέπουν εκεί τα πράγματα είναι πολύ πιο σύνθετα καθώς είναι σε ισχύ 1.116 διαφορετικές περιπτώσεις και οι οποίες κοστίζουν συνολικά στον προϋπολογισμό 18,8 δισ. ευρώ.
Στη φορολογία εισοδήματος καταγράφονται 482 φοροαπαλλαγές (249 για τα φυσικά πρόσωπα) οι οποίες κοστίζουν 5,1 δισ. ευρώ και 233 για τα νομικά πρόσωπα, οι οποίες κοστίζουν 1,27 δισ. ευρώ.
Μεγάλο το πολιτικό κόστος για εκείνον που θα τις αγγίξει αλλά αν γίνει με σωστό τρόπο και ουσιαστικά γίνει μία ανακατανομή του ποσού αυτού σε ανθρώπους που έχουν πραγματική ανάγκη τότε πράγματι θα μιλάμε για μία ουσιαστική φορολογική μεταρρύθμιση που θα συνοδεύεται από ρεαλισμό.