Ρεκόρ 16 ετών σημείωσε τον περασμένο Απρίλιο, τελευταίο μήνα για τον οποίο έχει δημοσιεύσει στατιστικά στοιχεία η Τράπεζα της Ελλάδος, ο ετήσιος ρυθμός αύξησης της χρηματοδότησης προς τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις.
Συγκεκριμένα, έφτασε το 17,2%, που αποτελεί το υψηλότερο επίπεδο από το Φεβρουάριο του 2019 έναντι 6,9% την αντίστοιχη περυσινή περίοδο.
Αναμφίβολα η εξέλιξη αυτή καταδεικνύει ότι η ζήτηση για τραπεζικές πιστώσεις, ειδικά από μεγάλες επιχειρήσεις που αντιπροσωπεύουν τη μερίδα του λέοντος στις νέες δανειοδοτήσεις, παραμένει ισχυρή.
Τραπεζικές πηγές την αποδίδουν από τη μία πλευρά στη θετική πορεία της ελληνικής οικονομίας και από την άλλη στη συνεχή χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής από τις αρχές του προηγούμενου καλοκαιριού.
Η διαφορά δηλαδή μεταξύ νέων συμβάσεων και αποπληρωμών, ανήλθε σε 562 εκατ. ευρώ
Τι δείχνουν τα νούμερα
Κατά την κεντρική τράπεζα, στο πρώτο τετράμηνο του 2025 η μέση μηνιαία καθαρή ροή τραπεζικής χρηματοδότησης προς επιχειρήσεις, η διαφορά δηλαδή μεταξύ νέων συμβάσεων και αποπληρωμών, ανήλθε σε 562 εκατ. ευρώ.
Το αντίστοιχο διάστημα της περυσινής χρονιάς είχε διαμορφωθεί σε οριακά αρνητικά επίπεδα.
Την ίδια περίοδο όμως, η ακαθάριστη ροή τραπεζικών δανείων καθορισμένης διάρκειας σημείωσε πτώση της τάξης του 20% σε ετήσια βάση.
Συγκεκριμένα, ανήλθε εφέτος σε 1,2 δισ. ευρώ έναντι 1,5 δισ. ευρώ στο α΄ τετράμηνο του 2024.
Δηλαδή ενώ καταγράφηκε μείωση της αξίας των νέων εκταμιεύσεων στις συγκεκριμένες χορηγήσεις, οι ρυθμοί πιστωτικής επέκτασης και η ρευστότητα που έπεσε στην πραγματική οικονομία αυξήθηκαν.
Ο λόγος γίνεται για πιστωτικές γραμμές και άλλες διευκολύνσεις που κάνει χρήση ο επιχειρηματικός τομέας της χώρας
Οι δύο λόγοι
Αυτό, σύμφωνα με αναλυτές που παρακολουθούν τον κλάδο αποδίδεται στα εξής:
Πρώτον, στην αύξηση των χρηματοδοτήσεων χωρίς καθορισμένη διάρκεια.
Ο λόγος γίνεται για πιστωτικές γραμμές και άλλες διευκολύνσεις που κάνει χρήση ο επιχειρηματικός τομέας της χώρας.
Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος, το μέσο μηνιαίο υπόλοιπο της συγκεκριμένης κατηγορίας δανείων αυξήθηκε κατά 15,9% το α΄ τετράμηνο του 2025 σε σύγκριση με το ίδιο τετράμηνο του 2024.
Δεύτερον, στην υποχώρηση των πρόωρων αποπληρωμών δανείων από τις μεγάλες επιχειρήσεις.
Η τάση αυτή ήταν έντονη από τα τέλη του 2023 έως και τους πρώτους μήνες του 2024, καθώς το κόστος του χρήματος σε αυτό το διάστημα είχε αναρριχηθεί σε πολυετή υψηλά στη ζώνη του ευρώ.
Ως αποτέλεσμα, εταιρείες με υπερβάλλουσα ρευστότητα και γεμάτα ταμεία επέλεξαν σε εκείνη τη συγκυρία να μειώσουν το κόστος εξυπηρέτησης των τραπεζικών τους χρεών.
Καθώς ξεκίνησε όμως η αποκλιμάκωση των επιτοκίων από την ΕΚΤ, οι έκτακτες αποπληρωμές από αξιόχρεους πελάτες άρχισαν να μειώνονται.
Πλέον, με το επιτόκιο διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων της Ευρωτράπεζας στο 2% και τους δείκτες euribor σε αυτά τα επίπεδα, ήτοι στο μισό έναντι των υψηλών τους, η τακτική αυτή τείνει να εξαλειφθεί.
Με τον τρόπο αυτό ενισχύεται η καθαρή ροή χρηματοδότησης στην οικονομία και επιταχύνονται οι ρυθμοί πιστωτικής επέκτασης.
Ετήσια μεταβολή των δανειακών υπολοίπων προς τα νοικοκυριά διαμορφώθηκε οριακά αρνητική το α΄ τετράμηνο του 2025
Η λιανική
Στον αντίποδα, οι εργασίες στη λιανική τραπεζική, παρ΄ ότι κινούνται με θετικό πρόσημο, δεν έχουν φτάσει ακόμη στα επιθυμητά επίπεδα.
Αναλυτικότερα, σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος, η ετήσια μεταβολή των δανειακών υπολοίπων προς τα νοικοκυριά διαμορφώθηκε οριακά αρνητική το α΄ τετράμηνο του 2025.
Στα καταναλωτικό δάνεια σημείωσε επιβράδυνση (Απρίλιος: 5,4%), ενώ στα στεγαστικά παράμεινε παρά τη βελτίωση σε αρνητικό έδαφος (Απρίλιος: -2,2%).
Ως προς τη μέση μηνιαία ακαθάριστη ροή, αυτή κατέγραψε μικρή άνοδο και στις δύο κατηγορίες πίστης τους πρώτους τέσσερις μήνες της εφετινής χρονιάς:
– Στα καταναλωτικά δάνεια αυξήθηκε στα 143 εκατ. ευρώ από 137 εκατ. ευρώ
– Στα στεγαστικά δάνεια ανήλθε σε 120 εκατ. ευρώ έναντι 113 εκατ. ευρώ
Πρόκειται για επιδόσεις που σε καμία περίπτωση δεν ικανοποιούν τις τραπεζικές διοικήσεις.
Η Τράπεζα της Ελλάδος πάντως υπογραμμίζει πως η μείωση των επιτοκίων για στεγαστικά δάνεια συμβάλλει θετικά στη ζήτηση πιστώσεων, η οποία ενισχύεται και από την άνοδο του δείκτη τιμών των κατοικιών.
Παράλληλα, υπογραμμίζει πως τα προγράμματα “Σπίτι μου ΙΙ” και “Αναβαθμίζω το Σπίτι μου” στηρίζουν τη χορήγηση στεγαστικών δανείων από τις εγχώριες τράπεζες.