Ένα από τα καλύτερα εξάμηνα στην ιστορία του ολοκληρώνει τη Δευτέρα, 30 Ιουνίου, το χρηματιστήριο Αθηνών, κάνοντας ένα ολικό come back από τα χαμηλά του Απριλίου, όταν και ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ συντάραξε τον κόσμο με το δασμολογικό «τσουνάμι» που εξαπέλυσε.
Ουσιαστικά ο γενικός δείκτης κινείται με κέρδη πάνω από 28% από την αρχή του έτους, με τον FTSE 25 να κερδίζει 32,5% και τον τραπεζικό με πάνω από 51%. Αλλά ο μεγαλύτερος «άθλος» είναι η ανάκαμψη από τα χαμηλά του Απριλίου, ήτοι από τις 1.454 μονάδες, σε πάνω από τις 1.880 μονάδες μέχρι τώρα.
Ακόμη και με αυτές τις επιδόσεις όμως, οι εκτιμήσεις τόσο των ξένων όσο και των Ελλήνων αναλυτών είναι αισιόδοξες, ότι το ράλι ανόδου δεν έχει τελειώσει. Και η εκτίμηση αυτή εδράζεται πλέον στις ισχυρές επιδόσεις αρκετών τίτλων, στο υποστηρικτικό μακροοικονομικό περιβάλλον και στις προοπτικές αναβάθμισης της ελληνικής αγοράς, οι οποίες λειτουργούν ως καύσιμα ανόδου, αλλά και συναλλακτικής αναγέννησης. Δεν είναι τυχαίο ότι στην πλειονότητα των συνεδριάσεων του έτους οι τζίροι κινούνται πάνω από τα 150 εκατ. ευρώ και κατά μέσο όρο το 2025 στα 196 εκατ. ευρώ.
Επίσης, σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, από την αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας σε επενδυτική κατηγορία, οι εισροές ξένων κεφαλαίων σε ελληνικές μετοχές και ομόλογα έχουν αυξηθεί σημαντικά, φτάνοντας τα 16,5 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα 11 δισ. αφορούν μετοχές και τα 5,5 δισ. ομόλογα.
Η JP Morgan θεωρεί ότι η μετάβαση στην κατηγορία των ανεπτυγμένων αγορών (DM) θα είναι αρνητική
Το «μικρόβιο της αμφιβολίας»
Βέβαια, η JP Morgan επανήλθε χτες, και με μια ανάλυση που ομοίαζε και την εκτίμηση που είχε διατυπώσει και τον Μάρτιο του 2024, έσπειρε το μικρόβιο της αμφιβολίας για το πόσο η ελληνική αγορά θα συνεχίσει την καλή πορεία της σε περίπτωση που αναβαθμιστεί στις ανεπτυγμένες αγορές κάποια στιγμή από το 2026 και μετά.
Ουσιαστικά η JP Morgan θεωρεί ότι η μετάβαση στην κατηγορία των ανεπτυγμένων αγορών (DM) θα είναι αρνητική για την υγεία της ελληνικής χρηματιστηριακής αγοράς συνολικά. Σύμφωνα με τα στοιχεία της, η Ελλάδα θα εκπροσωπεί το 40 μονάδες βάσης (bps) του MSCI Europe, μεγαλύτερη από την Αυστρία ή την Πορτογαλία, αλλά μικρότερη από την Ιρλανδία.
Όπως εξήγησε πηγή στον ΟΤ, θα έχει ενδιαφέρον να δούμε τις συγκρίσεις αποτίμησης των ομοειδών με την Ελλάδα αγορών
Το αναπάντητο ερώτημα
Σε αυτό που δεν απάντησε όμως η JP Morgan, σύμφωνα με χρηματιστηριακές πηγές με τις οποίες μίλησε η στήλη, είναι ότι αν και υπολόγισε τις εισροές και τις εκροές των funds στην πιθανή αναβάθμιση (με καθαρές εκροές τα 65 εκατ. δολάρια), αλλά όχι τις ροές μεταξύ των ανεπτυγμένων αγορών. Δηλαδή ενώ υπολογίζει ότι καθαρά θα υπάρξει έξοδος 65 εκατ. δολαρίων, πολύ μικρές δηλαδή, δεν υπολογίζει αν υπάρχει ανακατανομή μεταξύ των ομοειδών αγορών.
Όπως εξήγησε πηγή στον ΟΤ, θα έχει ενδιαφέρον να δούμε τις συγκρίσεις αποτίμησης των ομοειδών με την Ελλάδα αγορών, δηλαδή κυρίως την Αυστρία και την Πορτογαλία, αν και πάλι υπάρχει μεγάλη πιθανότητα λάθους, δεδομένου ότι μιλάμε για ένα γεγονός που θα πραγματοποιηθεί όχι νωρίτερα από τον Νοέμβριο του 2027.
Οι χρηματιστηριακές αγορές της Αυστρίας, της Ελλάδας και της Πορτογαλίας διαφέρουν σημαντικά ως προς την αποτίμηση των μετοχών
Η σύγκριση
Για να υπάρξει όμως καλύτερη εικόνα της σύγκρισης των τριών αγορών, η Ελλάδα προσφέρει ενδιαφέρουσες ευκαιρίες για “value” επενδύσεις, καθώς οι μετοχές είναι υποτιμημένες, αν και με περιορισμένες εισοδηματικές αποδόσεις. Από την άλλη πλευρά, η Αυστρία προσφέρει μεγαλύτερη σταθερότητα και ισχυρές οικονομικές επιδόσεις, αν και με χαμηλή απόδοση μερίσματος.
Η Πορτογαλία, με τα υψηλά Payout Ratios και αποδόσεις μερισμάτων, είναι μια ελκυστική επιλογή για εισοδηματικούς επενδυτές. Η αναβάθμιση της ελληνικής αγοράς σε ανεπτυγμένη χρηματιστηριακή αγορά μένει ανοιχτό θέμα, καθώς οι διαφοροποιήσεις αυτές καθιστούν την απόφαση πιο περίπλοκη για τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης.
Οι χρηματιστηριακές αγορές της Αυστρίας, της Ελλάδας και της Πορτογαλίας διαφέρουν σημαντικά ως προς την αποτίμηση των μετοχών τους, όπως φαίνεται από τους βασικούς χρηματοοικονομικούς δείκτες. Οι συγκρίσεις μεταξύ των τριών χωρών αποκαλύπτουν ποιοι παράγοντες επηρεάζουν τις αποδόσεις τους και ποιες είναι οι προοπτικές τους για τους επενδυτές.
Ειδικότερα, η αυστριακή αγορά παρουσιάζει μια πιο συντηρητική αποτίμηση, με τον μέσο όρο του τρέχοντος P/E να είναι 10,17, το οποίο αυξάνεται σε 12,09 με βάση το Trailing P/E και πέφτει στα 9,01 με το Forward P/E. Το P/BV της Αυστρίας ανέρχεται σε 0,85, κάτι που δείχνει ότι οι μετοχές της είναι σχετικά φθηνές σε σχέση με την καθαρή τους αξία. Επίσης, η χώρα καταγράφει μέσο EV/EBITDA 8,10, με την αγορά να προσφέρει σταθερότητα και καλές αποδόσεις, αν και οι μέσες αποδόσεις μερισμάτων είναι χαμηλές, μόλις 2,03%.
Η Ελλάδα παρουσιάζει τον χαμηλότερο δείκτη Payout Ratio μεταξύ των τριών χωρών
Ελληνική αγορά
Η ελληνική αγορά διατηρεί έναν μέσο όρο P/E 10,44, ο οποίος είναι κοντά στην Αυστρία, αλλά χαμηλότερος από το Trailing P/E (10,62). Το Forward P/E είναι σημαντικά χαμηλότερο, μόλις 7,25, υποδηλώνοντας ότι οι μετοχές ενδέχεται να είναι υποτιμημένες σε σχέση με τις προοπτικές ανάπτυξης. Ο μέσος δείκτης P/BV είναι 0,94, επίσης αρκετά χαμηλός, ενδεικτικό μιας αγοράς που είναι πιθανόν να έχει περιθώρια ανόδου.
Αξιοσημείωτο είναι ότι η Ελλάδα παρουσιάζει τον χαμηλότερο δείκτη Payout Ratio μεταξύ των τριών χωρών, στο 19,87%, πράγμα που δείχνει ότι οι ελληνικές εταιρείες προτιμούν να επενδύουν περισσότερο στην ανάπτυξή τους παρά να επιστρέφουν κεφάλαια στους μετόχους. Επίσης, η απόδοση μερίσματος παραμένει εξαιρετικά χαμηλή (μόλις 0,01%).
Η Πορτογαλία παρουσιάζει μια από τις πιο ελκυστικές αγορές με τον μέσο όρο P/E να ανέρχεται σε 11,28, το οποίο είναι πιο ακριβό σε σχέση με την Ελλάδα και την Αυστρία. Ωστόσο, το Trailing P/E είναι μόλις 8,93, ενώ το Forward P/E φτάνει το 10,91, δείχνοντας μια σχετικά σταθερή αγορά με πιθανή αύξηση των κερδών στο μέλλον. Ο δείκτης P/BV είναι 0,95, σχεδόν στο επίπεδο της Αυστρίας.
Η Πορτογαλία παρουσιάζει τον υψηλότερο δείκτη Payout Ratio (44,22%) και απόδοση μερίσματος 3,88%, καθιστώντας τη μια από τις πιο ελκυστικές αγορές για τους επενδυτές που επιθυμούν να λάβουν αποδόσεις μέσω μερισμάτων.