Στο Ρίο ντε Τζανέιρο της Βραζιλίας (6 -7 Ιουλίου) θα πραγματοποιηθεί η επόμενη συνάντηση της ομάδας των BRICS+ , μιας ένωσης κρατών που από αρκετούς θεωρείται το αντίπαλο δέος της ομάδας G7, των πλέον ανεπτυγμένων οικονομιών του κόσμου.
Η 17η Σύνοδος των BRICS+ βρίσκει την ομάδα ,που συγκρότησαν αρχικά οι Ρωσία, Κίνα, Ινδία, Βραζιλία και Νότια Αφρική, με ένα επιπλέον πλήρες μέλος που δεν συμμετείχε στην προηγούμενη Σύνοδο στο Καζάν της Ρωσίας.
Όμως, η είσοδος της Ινδονησίας, του πολυπληθέστερου μουσουλμανικού κράτους στον κόσμο – αν και σημαντική – δεν αποτελεί τη μοναδική αλλαγή που διαμορφώνει νέες συνθήκες στο τραπέζι της Συνόδου.
Οι ηγέτες και οι εκπρόσωποι των δέκα κρατών των BRICS+ ( Κίνα, Ρωσία, Ινδία, Βραζιλια, Νότια Αφρική, Αίγυπτος, Αιθιοπία, Ηνωμένα Αραβικά, Ιράν, Ινδονησία ) θα συναντηθούν λίγες μόνο ημέρες μετα απο τη στρατιωτική επίθεση που δέχθηκε ένα μέλος της συμμαχίας του «Παγκόσμιου Νότου», το Ιράν, και μάλιστα από τις Ηνωμένες Πολιτείες και όχι μόνο από το Ισραήλ.
Και σίγουρα, η υπόθεση του Ιράν θα είναι μια ευκαιρία να δοκιμαστεί ο προσανατολισμός των BRICS+, δηλαδή η επιθυμία τους να αποτελέσουν μια εν δυνάμει «απειλή» ενάντια στους θεσμούς της Δύσης ή μια δύναμη απεξάρτησης και απεμπλοκής από αυτούς.
Ακόμα, οι ηγέτες των δέκα μελών της ομάδας και των εννέα κρατών-εταίρων ( Λευκορωσία, Βολιβία, Κούβα , Καζακστάν, Μαλαισία, Νιγηρία, Ταϊλάνδη, Ουγκάντα , Ουζμπεκιστάν) , θα έχουν την ευκαιρία να εξετάσουν τις νέες συνθήκες που διαμορφώνει για το παγκόσμιο εμπόριο και τη διεθνή οικονομία γενικότερα η – σχεδόν προσωπική- πολιτική δασμών του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ.
Δασμοί
Η παγκόσμια αναταραχή απο την νέα εμπορική που πρεσβεύει ο Αμερικανός πρόεδρος επηρεάζει άμεσα τις οικονομίες των κρατών σε όλο τον κόσμο και προφανώς τις οικονομίες των κρατών της ομάδας των BRICS, στις οποίες άλλωστε περιλαμβάνονται η Κίνα και η Ινδία, η δεύτερη και πέμπτη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου, αντίστοιχα.
Σημαντική για τη συζήτηση που θα αφιερωθεί στους αμερικανικούς δασμούς, θα είναι η τοποθέτηση του προέδρου της Κίνας Σι Τζινπίγκ (ή του πρωθυπουργού Λι Τσιάνγκ) , η χώρα του οποίου βρίσκεται πολύ κοντά σε μια οριστική συμφωνία με τις Ηνωμένες Πολιτείες για το πλαίσιο και τους κανόνες των μεταξύ τους εμπορικών συναλλαγών. Εξίσου σημαντικά και όσα αναμένεται να εισφέρει ο πρωθυπουργός της Ινδίας Ναρέντρα Μόντι, ο οποίος ήταν απο τους πρώτους ηγέτες που συναντήθηκαν με τον πρόεδρο Τραμπ στο Λευκό Οίκο, στην αρχή της δεύτερης θητείας του.
Σε κάθε περίπτωση, οι αποφάσεις που θα ληφθούν θα έχουν το προνόμιο των όσων συζητήθηκαν στην συνάντηση της «τριμερούς συμμαχίας», Κίνας – ASEAN (‘Ενωση των Εθνών της Νοτιοανατολικής Ασίας και GCC (Συμβούλιο Συνεργασιας του Κόλπου) στα τέλη Μαίου, στην οποία και επισημάνθηκε η ανάγκη του συντονισμού των 17 κρατών στις νέες συνθήκες που δημιουργεί η επανεμφάνιση του προστατευτισμού και των δασμών.
Εξάλλου, οι χώρες της ASEAN παρότι αναγνώρισαν σε κάθε μια απο αυτές το δικαίωμα της διαπραγμάτευσης με τις Ηνωμένες Πολιτείες, δεσμεύτηκαν ότι οι συμφωνίες που θα καταρτιστούν δεν θα πλήττουν τα συμφέροντα των άλλων κρατών της Ενωσης.
Ασφάλεια και τεχνητή νοημοσύνη
Τα δέκα κράτη των BRICS+ και τα επιπλέον εννέα κράτη που συμμετέχουν με το καθεστώς του εταίρου (partner countries) συνεργάζονται σε ένα μεγάλο φάσμα θεμάτων απο το εμπόριο και την τεχνολογία μέχρι τον πολιτισμό, τον αθλητισμό και την κλιματική αλλαγή.
Στη 17η Σύνοδο της ομάδας των BRICS εκτός από τις εμπορικές συναλλαγές αναμένεται ότι θα συζητηθούν ζητήματα επενδύσεων και χρηματοδότησης αλλά και η μεταρρύθμιση της πολυμερούς αρχιτεκτονικής της ειρήνης και της ασφάλειας.
Ακόμα, αναμένεται ότι τις εργασίες της ομάδας του «Παγκόσμιου Νότου» θα απασχολήσει και το ζήτημα της τεχνητής νοημοσύνης και όπως έχει δηλώσει ο οικοδεσπότης της Συνόδου , ο πρόεδρος της Βραζιλίας Λουίς Ινάσιο Λούλα ντα Σίλβα, στη σύνοδο θα υιοθετηθεί μια διακήρυξη για τη διακυβέρνηση της τεχνητής νοημοσύνης, η οποία θα πρέπει να εξυπηρετεί όλες [τις χώρες] γιατί –όπως είπε- «η έλλειψη ενιαίων κανόνων για τη ρύθμιση της τεχνητής νοημοσύνης «ωφελεί μόνο τις μεγάλες εταιρείες».